Το τέλος της εργασίας έχει αναγγελθεί πολλές φορές. Περίπου τόσες φορές όσα και τα μεγάλα τεχνολογικά κύματα που υποκατέστησαν μεγάλα τμήματα εργαζομένων. Και τόσες φορές έχει διαψευστεί από το γεγονός ότι ο συνολικός όγκος των εργαζομένων δεν έχει μειωθεί αλλά αυξηθεί. Αρκεί να αναλογιστούμε τον θόρυβο που προκάλεσε το βιβλίο του Τζέρεμι Ρίφκιν, Το τέλος της εργασίας το όχι και τόσο μακρινό 1995 και το πώς διαψεύστηκαν οι προβλέψεις του για τις επιπτώσεις της αυτοματοποίησης.
Αυτό που συνέβη ήταν να υπάρξει μείωση της απασχόλησης σε χώρους όπως η μεταποίησης και μεγάλη αύξηση της απασχόλησης σε αυτό που ονομάζουμε συνήθως «υπηρεσίες». Όντως, σε πολλούς κλάδους της μεταποίησης, η σταδιακή εισαγωγή αυτοματισμών και –από ένα σημείο και μετά– και ρομποτικών τεχνολογιών είχε ως αποτέλεσμα μια σημαντική μείωση της ανάγκης για εργατικό δυναμικό. Δεν συνέβη σε όλους τους κλάδους, η βιομηχανία ενδυμάτων έχει διαπιστώσει ότι είναι παρά πολύ δύσκολο να φτιαχτούν ρομπότ που να μπορούν να ράψουν ενδύματα με την προσοχή και την ταχύτητα που το κάνει το χαμηλά αμειβόμενο εργατικό δυναμικό κυρίως στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, όμως υπήρξε μια γενική τάση. Άλλωστε, η εισαγωγή τέτοιων τεχνολογιών σε συνδυασμό με την μετεγκατάσταση μεταποιητικών διαδικασιών εκτός των αναπτυγμένων οικονομιών, εξηγεί τα χαμηλά ποσοστά συμμετοχής της μεταποίησης στο συνολικό εργατικό δυναμικό στις χώρες του «Βορρά» και την υποχώρηση της φιγούρας του βιομηχανικού εργάτη.
Αυτοματοποίηση και στασιμότητα
Όμως, όπως παρατηρεί ο Jason E. Smith, στο βιβλίο του Smart Machines and Service Work. Automation in an Age of Stagnation [Έξυπνες μηχανές και εργασία στις υπηρεσίες. Η αυτοματοποίηση σε μια εποχή στασιμότητας], (Reaktion Books, 2020), στην πραγματικότητα η αυτοματοποίηση δεν έχει καταφέρει να απαντήσει στο «παράδοξο της παραγωγικότητας» και έχει συνδυαστεί με υποχώρηση της πραγματικής επένδυσης και του οικονομικού δυναμισμού. Οι θέσεις εργασίας που χάνονται από την αυτοματοποίηση στη μεταποίηση, κυρίως μετατρέπονται σε περισσότερο επισφαλείς θέσεις εργασίας στις υπηρεσίες, αρκετές από τις οποίες περιλαμβάνουν δεξιότητες που δύσκολα μπορούν να αναληφθούν από αυτοματοποιημένα συστήματα, σε εργασιακές διαδικασίες στις οποίες δεν μπορούν να υπάρξουν μεγάλες τομές στην παραγωγικότητα. Γι’ αυτό και η ανάκαμψη μετά την κρίση του 2008 δεν είχε τον δυναμισμό αντίστοιχων προηγούμενων περιόδων «εξόδου από την κρίση».
Ούτε είναι τυχαίο ότι εξακολουθούν να μην καταγράφονται τομές στην μετρήσιμη παραγωγικότητα μεγάλων οικονομιών, ή ότι ήταν κυρίως οι αλλαγές στη χρηματοοικονομική σφαίρα παρά οι τεχνολογικές αναδιαρθρώσεις που διατήρησαν υψηλές κερδοφορίες για αρκετούς επιχειρηματικούς κλάδους παγκοσμίως. Σίγουρα υπάρχουν ερωτήματα για το πώς μετριέται η παραγωγικότητα ή για το πώς ορίζουμε τις τομές στην παραγωγικότητα που φέρνουν (και τον βαθμό στον οποίο τις φέρνουν) οι τεχνολογικής εξελίξεις αυτού που συλλήβδην ονομάζουμε Metaverse, εάν σκεφτούμε τις τεράστιες αποτιμήσεις που έχουν οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε αυτό, όμως μέχρι τώρα δεν έχουμε ξεφύγει από τα όρια μιας κίνησης που βλέπει να χάνονται θέσεις εργασίας στη μεταποίηση, να επεκτείνονται αυτές στις μεταφορές και στη σφαίρα της κυκλοφορίας και παράλληλα να σπρώχνεται ένα μεγάλο μέρος του πλεονάζοντος δυναμικού στη σφαίρα των υπηρεσιών. Μια κίνηση που κυρίως συνδυάζεται με υποβάθμιση της θέσης της εργασίας.
Η υποβάθμιση της εργασίας
Και αυτό είναι το ουσιώδες. Το τέλος της εργασίας αργεί πολύ ακόμη. Όμως, η υποβάθμιση της εργασίας είναι εδώ. Σε πείσμα μιας εικόνας ότι γενικά αυξάνεται η ευημερία, η θέση αρκετών εργαζομένων επιδεινώνεται. Οι πιθανότητες «ανοδικής κινητικότητας» περιορίζονται, ο χρόνος και ο κόπος για να καλυφθούν στοιχειώδεις ανάγκες αυξάνεται, αγαθά όπως η στέγαση γίνονται όλο και πιο ακριβά, οι ίδιες οι συνθήκες εργασίες γίνονται πιο πιεστικές, η πίεση για τυποποίηση εντείνεται, το ίδιο και η διαρκής υπονόμευση των μορφών συλλογικής διεκδίκησης. Ακόμη και οι πολύ πρόσφατοι ύμνοι στους «ουσιώδεις εργαζομένους» της εποχής της πανδημίας δείχνουν να έχουν ξεχαστεί.
Αυτή η σύγχρονη κατάσταση της εργασίας έρχεται να συναντηθεί με παλαιότερες δυστοπίες. Όπως θυμίζει ο Matthew Ball στο βιβλίο του The Metaverse. How it will Revolutionize Everything [To Metaverse. Πώς θα επαναστατικοποιήσει τα πάντα] (Liveright, 2022), η ίδια η λέξη Metaverse προέρχεται από ένα δυστοπικό μυθιστόρημα του Neal Stephenson με τίτλο Snow Crash. Το βιβλίο αυτό κυκλοφόρησε το 1992 και περιγράφει έναν κόσμο κάπου στις αρχές του 21ου αιώνα όπου ύστερα από μια οικονομική κατάρρευση αναδύονται κοινωνίες κατακερματισμένες και ιδιωτικοποιημένες και το καταφύγιο των ανθρώπων, για να μπορέσουν να αντέξουν τις δυσκολίες της πραγματικής τους ζωής είναι ο εικονικός κόσμος του Metaverse, ενός περιβάλλοντος εικονικής πραγματικότητας που τους προσφέρεται – θυμίζοντας κάπως τα on line παιχνίδια με πολύ μεγάλους αριθμούς παικτών που θα εμφανιστούν αρκετά αργότερα – και όπου τα avatar των παικτών μπορούν να ζουν πιο συναρπαστικές ζωές από τις πραγματικές.
Η επίμονη διεκδίκηση
Η επιμονή της εργασίας, σε πείσμα των διακηρύξεων για το επικείμενο τέλος της, αποτυπώνεται και σε μια άλλη διάσταση: την εμφάνιση αντιστάσεων και διεκδικήσεων σε ένα φάσμα που ξεκινά από τις αυξημένες απαιτήσεις κατά την «ατομική διαπραγμάτευση», μέχρι τις έστω και σημειακές νίκες που έχουν καταφέρει προσπάθειες για συνδικαλιστική οργάνωση εντός κολοσσών όπως η Amazon, που έχουν διαθέσει τεράστιους πόρους για να μην έχουν συνδικάτα στις εγκαταστάσεις τους.