του Παναγιώτη Τήλλυρου*
Σύμφωνα με τον Mearsheimer, τον διαπρεπή Αμερικανό μελετητή των διεθνών σχέσεων, «ό,τι είναι το χρήμα για την οικονομία, είναι η ισχύς για τις διεθνείς σχέσεις». Πράγματι, οι δύο κύριες παραδοχές/δόγματα του ορθολογισμού και της μεγιστοποίησης είτε του πλούτου είτε της ισχύος αποτελούν τη βάση τόσο της νεορεαλιστικής σχολής σκέψης στις διεθνείς σχέσεις όσο και της νεοκλασικής σχολής της οικονομικής επιστήμης. Η επιδίωξη της ορθολογικής μεγιστοποίησης ενσωματώνεται σε μετρήσιμους στόχους.
Το δόγμα της «γαλάζιας πατρίδας» της Τουρκίας που εφαρμόζεται μέσω της καταναγκαστικής διπλωματίας κανονιοφόρων και της προβολής επιθετικής ισχύος αντικατοπτρίζει ακριβώς ένα σχεδόν άναρχο διεθνές σύστημα όπου η αυτοβοήθεια φαίνεται να είναι ο επικρατέστερος τρόπος λειτουργίας των διεθνών σχέσεως. Η απουσία διεθνούς αρχής για την επιβολή του διεθνούς δικαίου είναι πολύ εμφανής στην περίπτωση της Κυπριακής Δημοκρατίας όπου τα Ηνωμένα Έθνη συμπεριφέρονται όπως ο Πόντιος Πιλάτος όσον αφορά την εισβολή και την κατοχή της Βόρειας Κύπρου, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) κλείνει συστηματικά τα μάτια στην τουρκική παραβίαση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της Κύπρου (ΑΟΖ), όπως ορίζεται και αναγνωρίζεται από τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS). Και αυτό τη στιγμή που η ΕΕ είναι άμεσα έτοιμη να επιβάλει κυρώσεις στη Ρωσία, η οποία προσπαθεί σθεναρά να εμποδίσει το ΝΑΤΟ να φτάσει στα σύνορά της μέσω της Ουκρανίας.
Οι υλικοί πόροι είναι καθοριστικός παράγοντας ισχύος. Η στρατιωτική ανέλιξη της Τουρκίας μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν αναπόφευκτη δεδομένου του εδάφους και των πόρων που της παραχώρησαν οι δυτικές δυνάμεις βάσει της Συνθήκης της Λωζάνης (24.7.1923) που αντικατέστησε τη Συνθήκη των Σεβρών (10.8.1920), δεδομένου ότι η στρατιωτική ισχύς είναι συνάρτηση πρωτίστως της οικονομικής ισχύος και της γεωπολιτικής θέσης. Με την ήττα της το 1922, η Ελλάδα έχασε ένα τεράστιο μέρος της νόμιμης ιστορικής κληρονομιάς της. Είναι προς τιμή της Τουρκίας ότι κεφαλαιοποίησε την υποβοηθούμενη νίκη της για να καταστεί βιομηχανική χώρα στην ομάδα των G20, ενώ η Ελλάδα ακολούθησε ένα επανειλημμένα αποτυχημένο οικονομικό μοντέλο, που καταπόντισε ακόμη και την Κύπρο με την καταστροφική διάσωση τραπεζών με ίδια μέσα (bail-in) του 2013. Ενώ η Τουρκία εκμεταλλεύτηκε τους πόρους της, τη μεγάλη εσωτερική αγορά και τη γεωπολιτική της θέση για να παράγει πλούτο και συστηματικά να κτίζει στρατιωτική ισχύ, η Ελλάδα δεν άντλησε διδάγματα από τα λάθη και την καταστροφική της ήττα. Λίγο περισσότερο από πενήντα χρόνια αργότερα, η Ελλάδα επανέλαβε τραγικά ένα παρόμοιο μοιραίο λάθος στην Κύπρο, το οποίο εξοστρακίστηκε κτυπώντας την ίδια με εκδίκηση. Η ιστορία δεν συγχωρεί ποτέ την ύβρι που διαπράχθηκε δύο φορές. Η Ελλάδα, εγκλωβισμένη σε ένα αδικαιολόγητο σύνδρομο Τουρκοφοβίας από το 1922, αρνήθηκε να υπερασπιστεί την Κύπρο το 1974, αν και ήταν η ελληνική στρατιωτική χούντα αυτή που έδωσε στην Τουρκία το πολυαναμενόμενο πρόσχημα για εισβολή. Η κατοχή της Βόρειας Κύπρου από την Τουρκία συνιστά μια εξίσου μεγάλη καταστροφή με εκείνη της Μικράς Ασίας το 1922 από γεωπολιτική άποψη. Η άρνηση της Ελλάδας να πολεμήσει το 1974 υπό την πολύ καλύτερη ισορροπία δυνάμεων της εποχής έθεσε σε κίνδυνο την ίδια της την ασφάλεια και την στρίμωξε στη σημερινή της δύσκολη θέση όπου η Τουρκία διεκδικεί το μισό Αιγαίο και τεράστιες εκτάσεις της ΑΟΖ της. Αν η Ελλάδα είχε υπερασπιστεί την Κύπρο ως εγγυήτρια δύναμη, σχεδόν σίγουρα η διεκδικητική εξωτερική πολιτική της Τουρκικής «γαλάζιας πατρίδας» δεν θα είχε ανακύψει ποτέ. Η πτώση στη Θουκυδίδεια παγίδα (όπως απεικονίζεται από τον πατέρα του ρεαλισμού Θουκυδίδη στον περίφημο διάλογο των Μηλίων κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου) μιας αναθεωρητικής και επιθετικής Τουρκίας ήταν αναπόφευκτη, καθώς η Ελλάδα δεν ευλογήθηκε με οραματιστές ηγέτες ικανούς να αξιολογήσουν προφανείς μακροπρόθεσμες τάσεις και να αφουγκραστούν την έκκληση της ιστορίας για να προστατεύσουν πρωτίστως τα εθνικά συμφέροντα της χώρας τους. Λέχθηκε το ντροπιαστικό “Η Κύπρος είναι μακριά”, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ότι η Τουρκία είναι επίσης πολύ κοντά ή γείτονας της Ελλάδας και η μέρα του απολογισμού δεν θα αργούσε.
Σε αντίθεση με την Ελλάδα, η Τουρκία έχει θέσει διαχρονικά και προωθεί σταθερά μετρήσιμους στόχους ως εθνική στρατηγική, ανεξαρτήτως κομματικών πολιτικών, όπως η ανάκτηση της Κύπρου με βάση την Έκθεση Nihat Erim του 1956, η μετατροπή του Αιγαίου σε μια αμφισβητούμενη γκρίζα ζώνη και της ίδιας της Τουρκίας ως ο κύριος δρώντας/παράγοντας στην Ανατολική Μεσόγειο, η εξέλιξη της σε πυρηνική δύναμη και η ένταξη της στην ομάδα των υπερδυνάμεων. Ακόμη ένας σημαντικός στόχος της Τουρκίας είναι να γίνει ενεργειακός κόμβος, ελέγχοντας τις ροές ενέργειας μέσω ενός δικτύου αγωγών διερχόμενων από τουρκικό έδαφος και να κρατά την Ευρώπη όμηρο στο βαθμό που είναι εφικτό στη σκακιέρα του μεγάλου ενεργειακού παιχνιδιού. Αυτό περιλαμβάνει τη διοχέτευση των αποθεμάτων φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου μέσω αγωγού προς την Τουρκία.
Οι αγωγοί καθιστούν τον εξαγωγέα όμηρο του εισαγωγέα και παρέχουν στα ενδιάμεσα κράτη υπερβολική ισχύ σε βάρος και των δύο, όπως απέδειξαν οι επανειλημμένες κρίσεις του αγωγού φυσικού αερίου Ρωσίας-Ουκρανίας (2006, 2009 και συνεχιζόμενη κρίση). Ως εκ τούτου, ένας αγωγός που θα μεταφέρει κυπριακό (και άλλο φυσικό αέριο της Ανατολικής Μεσογείου) στην Τουρκία θα πρέπει να εξεταστεί μόνο μετά από μια δίκαιη λύση του Κυπριακού, που σημαίνει μια πλήρως ανεξάρτητη Κύπρο, χωρίς τουρκικές εγγυήσεις ή στρατούς στο έδαφός της, που θα την μετέτρεπαν σε δορυφόρο και θα οδηγούσαν στην καταστροφή του ελληνισμού στο νησί όπως συνέβη στην Ίμβρο, στην Τένεδο και στην Κωνσταντινούπολη.
Η πρόσφατη απόσυρση της αμερικανικής διπλωματικής υποστήριξης για τον αγωγό East Med που τώρα συνεπικουρείται και από τη Γαλλία, η οποία ακολούθησε την Ιταλία, δεν παρουσιάζει κανένα πρόβλημα καθώς το έργο αυτό δεν ήταν ποτέ προς το συμφέρον της Κύπρου. Ήταν ένα εξ υπαρχής καταδικασμένο έργο, αδικαιολόγητο τόσο τεχνικά όσο και οικονομικά. Διατηρήθηκε ζωντανό ως μια κακή επικοινωνιακή άσκηση που μόνο εκνεύριζε την Τουρκία και απλά εξυπηρετούσε ορισμένα ιδιωτικά εμπορικά συμφέροντα που λάμβαναν χρηματοδότηση από την ΕΕ. Καμία μεγάλη εταιρεία δεν εξέφρασε ποτέ κανένα επενδυτικό ενδιαφέρον για τον αγωγό East Med, ενώ υπονομεύτηκε ακόμη και από την ίδια την Ελλάδα (αρχικά προτείνοντας αγωγό μέσω Αιγύπτου και τώρα υγροποίηση φυσικού αερίου στην Αίγυπτο) κατά τρόπο που σαφώς αγνοεί τα νόμιμα κυπριακά συμφέροντα. Οι υποστηρικτές του αγωγού East Med πίστευαν εξωπραγματικά ότι το έργο θα σφυρηλατούσε μια οικονομική συμμαχία και θα δημιουργούσε κεκτημένα συμφέροντα που θα μόχλευαν την άμυνα και την ασφάλεια της Ελλάδας κυρίως και της Κύπρου. Αυτή η εσφαλμένη θέση αγνόησε το αξίωμα ότι καμία χώρα δεν θα πολεμήσει τον πόλεμο κάποιας άλλης, ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας και της Κύπρου, όταν οι λεγόμενοι “εταίροι” αρνούνται να επιβάλουν ακόμη και κυρώσεις στην Τουρκία. Από την άλλη, τόσο το Ισραήλ όσο και η Αίγυπτος έχουν τα δικά τους εθνικά και ενεργειακά συμφέροντα και δεν είναι αδιανόητο το Ισραήλ να αλλάξει στρατόπεδο εάν η Τουρκία προτείνει μια καλή συμφωνία.
Υπό το πρίσμα των πιο πάνω, η καλύτερη επιλογή εκμετάλλευσης του κυπριακού φυσικού αέριου είναι η κατασκευή χερσαίου Σταθμού Υγροποίησης (ΥΦΑ/ LNG). Εκεί έγκεινται τα πραγματικά συμφέροντα της χώρας και του λαού της σε όλες τις διαστάσεις του έργου, κοινωνικές, οικονομικές και χρηματοοικονομικές, συμπεριλαμβανομένης της μέγιστης γεωπολιτικής μόσχευσης και της αποτελεσματικής αποτροπής. Πρώτον, το ΥΦΑ έχει τα χαρακτηριστικά του πετρελαίου και επομένως μπορεί να πωληθεί σε αγορές σε όλο τον κόσμο όπου υπάρχει ζήτηση και καλύτερες τιμές. Οι προβλέψεις των εμπειρογνωμόνων δείχνουν αυξανόμενη παγκόσμια ζήτηση για LNG. Το φυσικό αέριο και το LNG θα έχουν ζήτηση ακόμη και μετά το 2050. Έτσι, οι πολιτικές της ΕΕ για σταδιακή απαλλαγή από τους ρύπους ορυκτών καύσιμων, και προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας δεν θα επηρεάσουν την ανάπτυξη των αποθεμάτων φυσικού αερίου της Κύπρου, ζήτημα που καθορίζεται από τις εμπλεκόμενες εταιρείες με βάση οικονομικά κριτήρια. Σε κάθε περίπτωση, το φυσικό αέριο είναι ένα πιο πράσινο καύσιμο.
Δεύτερον, η ανάπτυξη του ενεργειακού τομέα γύρω από τον Σταθμό ΥΦΑ με τις απαραίτητες υποδομές και τις βοηθητικές βιομηχανίες θα δημιουργήσει χιλιάδες θέσεις εργασίας υψηλής προστιθέμενης αξίας σε ολόκληρη την αλυσίδα αξίας του κλάδου και θα αυξήσει το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ), ενώ θα διαφοροποιήσει την οικονομία. Η διαφοροποίηση της οικονομίας αναφέρεται συχνά από τους οίκους αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας, η αναγκαιότητα της οποίας έγινε πολύ ξεκάθαρη μετά τις σοβαρές επιπτώσεις της πανδημίας Covid-19 στον τουριστικό τομέα. Τρίτον, ένας δυναμικός ενεργειακός τομέας θα δημιουργήσει διατομεακές συνέργειες, πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα και οικονομίες κλίμακας. Τέταρτον, θα δημιουργηθεί μια τόσο αναγκαία βιομηχανική βάση και υποδομή που θα καταστήσουν την οικονομία πιο ανταγωνιστική και λιγότερο ευάλωτη σε εξωτερικούς κλυδωνισμούς.
Πρόσθετα, ο τομέας ηλεκτροπαραγωγής θα παράγει φθηνότερη ηλεκτρική ενέργεια με οικολογικότερο καύσιμο χαμηλότερης ενεργειακής έντασης (κατανάλωσης) και υψηλότερη ενεργειακή απόδοση και παραγωγικότητα, συμβάλλοντας στους περιβαλλοντικούς στόχους της ΕΕ. Η ηλεκτρική ενέργεια που θα παράγεται με φυσικό αέριο θα μπορεί να πωλείται στο μέλλον μέσω των πανευρωπαϊκών δικτύων μεταφοράς (γραμμές διασύνδεσης EuroAsia και EuroAfrica).
Επιπλέον, το κόστος του εργοστασίου LNG είναι χαμηλότερο από αυτό του απορριφθέντος αγωγού East Med, ενώ έχει συγκριτικά πολύ χαμηλότερο επενδυτικό κίνδυνο. Πρόσθετα, ο τερματικός σταθμός ΥΦΑ σε συνδυασμό με τον ανεφοδιασμό καυσίμων LNG στα πλοία θα βοηθήσει την κυπριακή οικονομία κυριολεκτικά να απογειωθεί. Τέλος, Ο Σταθμός ΥΦΑ θα επιτρέψει την περιφερειακή συνεργασία δημιουργώντας κοινά οικονομικά, εμπορικά και στρατηγικά συμφέροντα μεταξύ ενός πολύ μεγαλύτερου αριθμού γειτονικών χωρών (Ισραήλ, Λίβανος, Συρία κ.α.) και διεθνών παραγόντων από ότι θα μπορούσε ποτέ ο αγωγός East Med. Προς αυτή την κατεύθυνση μια αποτελεσματική οικονομική διπλωματία μπορεί να επιδιωχθεί στο πλαίσιο του East Med Gas Forum.
Η Exxon-Mobil εξέφρασε το ενδιαφέρον της στο παρελθόν για την κατασκευή Σταθμού LNG στην Κύπρο και βεβαίως θα ενδιαφερθούν και άλλοι πολυεθνικοί ενεργειακοί κολοσσοί, που ήδη συμμετέχουν στο πρόγραμμα εξερεύνησης φυσικού αερίου της Κύπρου, όπως η Total, η ENI και η Qatar Petroleum, όπως πιθανότατα και άλλοι διεθνείς επενδυτές. Αυτό απαιτεί από την κυβέρνηση να συνεχίσει γρήγορα και με αποφασιστικότητα το πρόγραμμα εξερεύνησης και παραγωγής φυσικού αερίου, αποφεύγοντας τους ενδοιασμούς, τις αμφιθυμίες και τους δισταγμούς της τελευταίας δεκαετίας που έχουν προκαλέσει χαμένες ευκαιρίες από τότε που ανακαλύφθηκε το κοίτασμα της Αφροδίτης το 2011.
Φυσικά, η Τουρκία και οι Τουρκοκύπριοι μπορούν να γίνουν μέτοχοι στο Τερματικό LNG της Κύπρου. Τα υφιστάμενα αποθέματα φυσικού αερίου και τα αναμενόμενα νέα ευρήματα δικαιολογούν πλήρως μια ενεργειακή στρατηγική που να βασίζεται σε ένα Σταθμό LNG. Είναι μια στρατηγική νίκης που ενσωματώνει όλα τα χαρακτηριστικά της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας. Το Εργοστάσιο υγροποιημένου φυσικού αερίου θα μετατρέψει την Κύπρο σε ενεργειακό κέντρο και, ενδεχομένως, ακόμη και κόμβο, εάν τύχει συνετής διαχείρισης. Το Τερματικό LNG δεν είναι απλώς ένα έργο. Είναι μια στρατηγική επιβίωσης τόσο εθνική όσο και οικονομική. Η Κυπριακή Κυβέρνηση πρέπει τώρα να επανασχεδιάσει την ενεργειακή της πολιτική και να επιστρατεύσει τη βούληση, το όραμα και το θάρρος να θέσει τα συμφέροντα του κυπριακού λαού πάνω από όλα.
*Οικονομολόγος, Αναλυτής Διεθνών Σχέσεων και Γεωπολιτικής / Εμπειρογνώμων σε Οικονομικά, Χρηματοοικονομικά και Ενεργειακά Θέματα: Ενεργειακή Γεωπολιτική, Ενεργειακή Ασφάλεια και Ενεργειακή Οικονομία. Επιστημονικός Συνεργάτης στο Κυπριακό Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.