Για τις Ηνωμένες Πολιτείες τα επιλεκτικά χτυπήματα, είτε πυραυλικά, είτε με στοχευμένους αεροπορικούς βομβαρδισμούς, είναι μια προσφιλής μέθοδος επίδειξης ισχύος, αποστολής μηνυμάτων σε φίλους και εχθρούς, ακόμη και μετατόπισης της προσοχής από εσωτερικά πολιτικά προβλήματα του εκάστοτε ενοίκου του Λευκού Οίκου.
Φαίνεται πως το Ιράν αποφάσισε ως ένα βαθμό να μιμηθεί αυτή την τακτική και να δείξει ότι παραμένει όντως μια περιφερειακή δύναμη, σε συγκυρία που σφραγίζεται από τη συνεχιζόμενη πολεμική επιχείρηση του Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας, την ανοιχτή εστία έντασης στα σύνορα Ισραήλ και Λιβάνου και βεβαίως το νέο μέτωπο που έχει ανοίξει με τις επιθέσεις των Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα και τους βομβαρδισμούς από το συνασπισμό δυτικών δυνάμεων υπό των ΗΠΑ.
Ο πόλεμος στη Γάζα και ο «άξονας της αντίστασης»
Από διάφορες πλευρές το Ιράν έχει κατηγορηθεί ότι βρίσκεται πίσω από την τρέχουσα ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα τρία μεγάλα ένοπλα κινήματα που σήμερα πρωταγωνιστούν στη σύγκρουση, έχουν ιστορικά φιλικούς δεσμούς με το Ιράν και αποτελούν τμήμα του λεγόμενου «άξονα της αντίστασης: Η Χαμάς στην Παλαιστίνη, η Χεζμπολάχ στο Λίβανο και το κίνημα Ανσουραλάχ («αντάρτες Χούθι») στην Υεμένη.
Και είναι αλήθεια ότι το Ιράν επένδυσε ιδιαίτερα στην οικοδόμηση δεσμών με αυτά τα κινήματα, δεσμοί που σε μεγάλο βαθμό διαμεσολαβούνται από τους Φρουρούς της Επανάστασης. Μάλιστα ήταν ο δολοφονημένος από τις ΗΠΑ τον Ιανουάριο του 2020 στρατηγός Κασέμ Σουλεϊμανί ήταν αυτός που κατεξοχήν διαχειρίστηκε και οικοδόμησε αυτή τη σχέση.
Ωστόσο, θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι έχουμε να κάνουμε με απλά «ενεργούμενα» της ιρανικής πολιτικής. Μιλάμε για κινήματα που έχουν πραγματική βάση μέσα στις χώρες τους και σχεδιάζουν με βάση τις δικές τους προτεραιότητες. Το Ιράν έχει προσφέρει διαχρονικά υποστήριξη και τεχνογνωσία, αλλά με τη σειρά τους αυτά τα κινήματα έχουν προχωρήσει αυτήν την τεχνογνωσία.
Όταν ξέσπασε η σύγκρουση στη Γάζα, το Ιράν, ανεξαρτήτως ρητορικής, έκανε σαφές ότι δεν προκρίνει την άμεση εμπλοκή. Άλλωστε, όλο το προηγούμενο διάστημα είχε κυρίως προκρίνει την προσπάθεια να προχωρήσει σε μια δική του διαδικασία «εξομάλυνσης» με τις μοναρχίες του Κόλπου και την εμπλοκή του σε διαδικασίες όπως τα BRICS. Ουσιαστικά, η Τεχεράνη φάνηκε να εκτιμά ότι ο πόλεμος στη Γάζα με τη φόρτιση που έχει στη διεθνή κοινή γνώμη συνεπάγεται πολύ μεγάλο κόστος και κρίση νομιμοποίησης και για το Ισραήλ και για τη Δύση εξαιτίας της υποστήριξης της προς το Ισραήλ.
Οι αυξανόμενες προκλήσεις
Ωστόσο, την ίδια στιγμή πέραν του πολέμου στη Γάζα υπήρξε μια κλιμάκωση και επιθέσεων που αφορούσαν πιο άμεσα τον στρατηγικό περίγυρο του Ιράν. Η δολοφονική αεροπορική επίθεση σε ηγετικό στέλεχος της Χεζμπολάχ στη Βηρυτό, ήρθε να ακολουθήσει τις αμερικανικές επιθέσεις σε φιλοϊρανικές πολιτοφυλακές στο Ιράκ και τις ισραηλινές επιθέσεις στη Συρία, ενώ πιο πρόσφατα είχαμε την απόφαση των ΗΠΑ και των συμμάχων τους να προχωρήσουν σε βομβαρδισμούς θέσεων των Χούθι στην Υεμένη.
Αποκορύφωμα και η πολύνεκρη επίθεση στην Κερμάν εντός του Ιράν, την ευθύνη της οποίας ανέλαβε το «Ισλαμικό Κράτος», όμως στα μάτια της ιρανικής ηγεσίας φάνταζε σαν μια κίνηση σαφώς υποκινούμενη.
Η επιλογή των στόχων
Σε αυτό το πλαίσιο έχει ενδιαφέρον η επιλογή των στόχων. Καταρχάς υπήρξαν βομβαρδισμοί στο Συριακό έδαφος, στον θύλακα της Ιντλίμπ. Που είναι ο τελευταίος ουσιαστικά που έχει μείνει υπό τον έλεγχο των ένοπλων ισλαμικών οργανώσεων. Εκεί χτυπήθηκαν τα γραφεία του σχετιζόμενου με το Ισλαμικό κράτος Ισλαμικού Κόμματος του Τουρκεστάν αλλά και γραφεία της οργάνωσης Χαγιάντ Ταχρίρ αλ-Σαμ, που έχει τον έλεγχο της Ιντλίμπ και είναι σε μεγάλο βαθμό τη μετεξέλιξη της Αλ Κάιντα στη Συρία. Υπενθυμίζουμε ότι το Ιράν έπαιξε τα προηγούμενα χρόνια σημαντικό ρόλο, μαζί με τη Ρωσία στην υποστήριξη της κυβέρνησης της Δαμασκού ενάντια στις ένοπλες ισλαμικές οργανώσεις.
Μια δεύτερη σειρά πυραύλων έπεσε στην Ερμπίλ στο Ιρακινό Κουρδιστάν. Ανάμεσα στα άλλα εκεί χτυπήθηκε το σπίτι ενός πλούσιου Κούρδου επιχειρηματία με συναλλαγές με τις ΗΠΑ και με ρόλο στις εξαγωγές ιρακινού πετρελαίου προς το Ισράηλ με το Ιράν να υποστηρίζει ότι χτύπησε μία βάση της ισραηλινής μυστικής υπηρεσίας Μοσάντ.
Και το τρίτο χτύπημα ήταν στο Πακιστάν σε κρησφύγετα της ένοπλης σουνιτικής οργάνωσης Τζάις αλ Αντλ που υποστηρίζει την ανεξαρτησία του Μπαλουχιστάν (δηλαδή την ανεξαρτησία των περιοχών όπου ζουν οι Βελούχοι) και έχει συχνά επιτεθεί σε ιρανικούς στόχους. Για την επίθεση αυτή υπήρξε προφανώς έντονη αντίδραση του Πακιστάν, αλλά και επίθεση του Πακιστάν σε θέσεις «τρομοκρατικής οργάνωση» εντός Ιράν.
Οι στόχοι που διάλεξε το Ιράν εξυπηρετούσαν συγκεκριμένα μηνύματα. Κατάρχάς έδειξε ότι μπορεί να πετύχει με ακρίβεια πυραυλικά χτυπήματα σε αποστάσεις πάνω από 1250 χιλιόμετρα, καταδεικνύοντας ότι εάν αποφασίσει να εμπλακεί στην ευρύτερη σύγκρουση έχει μεγάλη ικανότητα να πλήξει και το ίδιο το Ισραήλ αλλά και τις σταθμευμένες στην περιοχή αμερικανικές δυνάμεις.
Ωστόσο, την ίδια στιγμή οι στόχοι δεν ήταν άμεσα συνδεδεμένοι με κυβερνήσεις, ούτε είχαν ευθεία σύνδεση με τις ΗΠΑ ή το Ισραήλ, περιορίζοντας την πιθανότητα να αποτελέσουν αφορμή για ανταπάντηση από κρατικούς δρώντες. Ενδεικτική ακόμη και η επιλογή στόχου του ίδιου του Πακιστάν στην απάντησή του.
Με αυτό τον τρόπο, διατήρησε τον πυρήνα της τακτικής του, δηλαδή την αποφυγή αμεσότερης μεγάλης εμπλοκής στη σύγκρουση, έστειλε μήνυμα προς πολλές κατευθύνσεις για την επιχειρησιακή του αποτελεσματικότητα (επιδεικνύοντας την αποτελεσματικότητα των πυραύλων) και βεβαίως κάπως καθησύχασε τα τμήματα της ιρανικής κοινής γνώμης που θα ήθελαν πιο ενεργή εμπλοκή.
Πηγή: In.gr, Παναγιώτης Σωτήρης