Νικόλ K.Φινοπούλου*
Η αύξηση των δανειστικών επιτοκίων ήδη από το 2022 κρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (EKT) αλλά και από την Αμερικανική Κεντρική Ομοσπονδιακή Τράπεζα (FED) ως η ταχύτερη θεραπεία για συγκράτηση του πληθωρισμού ο οποίος έπληξε σε μεγάλο βαθμό τη διεθνή οικονομική ανάκαμψη που επιχειρήθηκε μετά την πανδημία του κορωνοϊού. H EKT θεωρεί στο παρόν στάδιο πως η αύξηση των επιτοκίων είναι ο ταχύτερος τρόπος για να επανέλθει ο πληθωρισμός σε χαμηλότερα επίπεδα και πιο κοντά σε στόχο 2% μεσοπρόθεσμα καθώς θεωρεί πως ο πληθωρισμός επιβαρύνει τους πολίτες περισσότερο από την άνοδο των επιτοκίων.
Αναπόφευκτα οι κυπριακές τράπεζες, καθώς λειτουργούν εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και η Κύπρος είναι μέλος της Ευρωζώνης, έχουν υποχρέωση να λαμβάνουν υπόψιν τις αποφάσεις της ΕΚΤ, είτε αυτές αφορούν την αύξηση των επιτοκίων, είτε την επιβολή αρνητικών επιτοκίων επί των καταθέσεων, όπως ίσχυε μέχρι πριν μερικά χρόνια. Είναι λογικό λοιπόν οι δανειολήπτες να ανησυχούν για τις πρόσφατες εξελίξεις αφού αναπόδραστα επηρεάζεται το ύψος της δόσης δανείων που καταβάλλουν. Σίγουρα οι διαρκείς αυξήσεις των δανειστικών επιτοκίων από το περασμένο καλοκαίρι ασκούν πίεση σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ωστόσο από την άλλη έχει αρχίσει να παρατηρείται συγκράτηση του πληθωρισμού, ειδικά στην Κύπρο. Ωστόσο, επειδή στην υπόλοιπη Ευρωζώνη ο πληθωρισμός συνεχίζει να βρίσκεται σε πολύ υψηλά επίπεδα, δεν αναμένεται μείωση των επιτοκίων τους επόμενους μήνες. Αντίθετα, κάποιοι κεντρικοί τραπεζίτες θεωρούν πως πρέπει να υπάρξει ακόμα μία απόφαση της ΕΚΤ για περαιτέρω αύξησή τους. Το σημαντικότερο βέβαια για τους δανειολήπτες, δεν είναι το πόσο θα αυξηθούν ακόμα τα επιτόκια αλλά το χρονικό διάστημα για το οποίο θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα.
Οι κυπριακές τράπεζες είδαν τα επιτοκιακά τους έσοδα να αυξάνονται λόγω των αποφάσεων της ΕΚΤ και να καταγράφουν σημαντικά κέρδη μετά από μία πολύ δύσκολη δεκαετία. Αυτό που παρατηρείται και αναμένεται άμεσα είναι να βρουν την χρυσή συνταγή ώστε από τη μία ο πληθωρισμός να συνεχίσει να μειώνεται και τελικά να σταθεροποιείται, και από την άλλη να αποφευχθεί η πρόκληση άλλου είδους προβλημάτων σε μία ευάλωτη οικονομία όπως η κυπριακή. Την ίδια ώρα, και οι ίδιοι οι καταναλωτές θα πρέπει να εξετάσουν τα δεδομένα τους στο νέο περιβάλλον που έχει δημιουργηθεί και να συζητήσουν διάφορες λύσεις με την τράπεζά τους.
Πάντως, προκύπτει για ακόμα μία φορά το γενικότερο ζήτημα της χρηματοοικονομικής παιδείας ( Financial Literacy). Για παράδειγμα, γιατί στην Κύπρο είναι πολύ χαμηλό το ποσοστό των δανειοληπτών οι οποίοι επιλέγουν σταθερό επιτόκιο; Γιατί όσοι δανείστηκαν τα τελευταία χρόνια, που τα επιτόκια ήταν σε πολύ χαμηλό επίπεδο και μόνο προς τα πάνω θα μπορούσαν να πάνε, δεν το έλαβαν υπόψη στον προγραμματισμό τους; Πρόκειται για ένα ζήτημα το οποίο πρέπει επιτέλους να προβληματίσει σοβαρά την πολιτεία, αφού οι χρηματοοικονομικές γνώσεις, έστω οι βασικές, αποτελούν βασική παράμετρο για το βιώσιμο μέλλον κάθε χώρας.
Σ’ αυτό το σκηνικό το οποίο επηρεάζει ολόκληρη την Ευρώπη, αναπόφευκτα προέκυψε και το ζήτημα της έκτακτης φορολόγησης των τραπεζικών κερδών (Windfall Tax), ειδικά μετά από την σχετική απόφαση της ιταλικής κυβέρνησης.
Οι περισσότερες απόψεις που προκύπτουν από οικονομικούς εμπειρογνώμονες, θεωρούν λανθασμένη τη συγκεκριμένη προσέγγιση, ειδικά για τις τράπεζες του ευρωπαϊκού Νότου οι πλείστες εκ των οποίων ακόμα δεν έχουν ορθοποδήσει από τις επιπτώσεις της τραπεζικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας. Προβάλλεται επίσης το επιχείρημα πως τυχόν έκτακτη φορολογία των τραπεζών εν τέλει θα οδηγούσε σε μια τριγωνική αλληλεξάρτηση όπου οι κεντρικές τράπεζες πληρώνουν τόκους στις ιδιωτικές τράπεζες, οι κυβερνήσεις αναπληρώνουν τα ίδια κεφάλαια των κεντρικών τραπεζών και τα «απροσδόκητα» έσοδα των τραπεζών φορολογούνται για να καλύψουν κυβερνητικές δαπάνες. Κι αυτός ο προβληματισμός υποστηρίζεται από το γεγονός της σημαντικής αύξησης του δημοσίου χρέους ως απότοκο της ανάγκης για κρατική στήριξη που δημιούργησαν οι επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού.
Εκτιμάται ότι τους επόμενους μήνες θα κορυφωθεί η συζήτηση και ενδεχομένως η διαμάχη μεταξύ της ανάγκης συγκράτησης των τιμών την οποία επικαλούνται οι υπεύθυνες Αρχές για τη νομισματική πολιτική και του αιτήματος των κυβερνήσεων για χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής ώστε να μην γιγαντωθούν τα προβλήματα στον κοινωνικό ιστό, τα οποία ως γνωστό πάντοτε έχουν πολιτικό κόστος.
Η εξίσωση προφανώς δεν είναι εύκολη. Kάθε πλευρά έχει τα επιχειρήματά της και συλλογικά πρέπει να εξεταστούν από όλους της φορείς. Οι πολίτες ( καταναλωτές) δυστυχώς θα πρέπει να αντιληφθούν πως χωρίς αυξημένα επιτόκια οι υψηλές τιμές θα επιμείνουν και αναμένεται να ζημιώνουν στο εγγύς μέλλον ενώ με την πολιτική των υψηλών επιτοκίων, με τα σημερινά δεδομένα θεωρητικά ο πληθωρισμός θα συγκρατηθεί μέσα στους επόμενους μήνες.
*Δικηγόρος, Banking, & Financial Services, Sustainability Compliance & ESG Expert (LL.B (Hons), LL.M(UCL), LPC, CISL, University of Cambridge