Πίσω από αυτή την ανατροπή κρύβεται ένα περίπλοκο μείγμα: η δημοσιονομική στροφή της Γερμανίας, η παγκόσμια ανακατανομή κεφαλαίων, ο εμπορικός πόλεμος του Ντόναλντ Τραμπ και μια νέα γεωπολιτική πραγματικότητα που κάνει το ευρώ ελκυστική εναλλακτική στο δολάριο.
Η ΕΚΤ κόβει, το ευρώ ανεβαίνει
Η ΕΚΤ αναμένεται να μειώσει το βασικό της επιτόκιο στο 2%, το ήμισυ σε σχέση με το επίπεδο πριν έναν χρόνο και κάτω από τον αντίστοιχο επιτοκιακό πήχη της Fed. Το επίπεδο αυτό θεωρείται ουδέτερο – ούτε αναπτυξιακό ούτε περιοριστικό.
Όμως η ανατίμηση του ευρώ φαίνεται να ακυρώνει μέρος της χαλάρωσης: η πραγματική (πληθωριστικά προσαρμοσμένη) ισοτιμία του ευρώ έχει φτάσει στο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαετίας, πιέζοντας τον πυρήνα του εξαγωγικού μοντέλου της ευρωζώνης.
Η επάνοδος των ευρωπαϊκών κεφαλαίων
Η ανοδική πορεία του νομίσματος δεν εξηγείται από τα συνήθη επιτοκιακά spreads: η διαφορά των αποδόσεων στα διετή κρατικά ομόλογα ΗΠΑ–Ευρωζώνης έχει μείνει σχεδόν αμετάβλητη. Τι αλλάζει, λοιπόν; Οι αναλυτές φωτογραφίζουν μια σιωπηλή μετακίνηση κεφαλαίων από τα αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία προς την Ευρώπη. Ο φόβος για πολιτικούς κινδύνους στις ΗΠΑ –με αιχμή τους δασμούς του Τραμπ, τις θεσμικές αβεβαιότητες και τη δημοσιονομική αποσταθεροποίηση– οδηγεί σε επαναπατρισμό μέρους των τρισεκατομμυρίων ευρωπαϊκών τοποθετήσεων που είχαν μεταναστεύσει στις ΗΠΑ.
Αν οι μετακινήσεις αυτές γίνονται κυρίως μέσω μετοχικών επενδύσεων, τότε μια περαιτέρω μείωση επιτοκίων από την ΕΚΤ θα μπορούσε να ενισχύσει τη σχετική ελκυστικότητα των ευρωπαϊκών αγορών και να επιταχύνει τη ροή. Η πορεία του ευρώ ενισχύεται έτσι περαιτέρω – δημιουργώντας έναν ενάρετο ή… φαύλο κύκλο, ανάλογα με την οπτική.
Ο εφιάλτης των εξαγωγών
Για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που εξάγουν στις ΗΠΑ, το ξαφνικό αυτό ράλι του νομίσματος συνιστά σοκ. Οικονομικοί διευθυντές από την SAP έως την Porsche και από τη Schneider Electric έως τη Heineken έχουν προειδοποιήσει επενδυτές για πλήγματα σε έσοδα και κέρδη. Ένα δολάριο υποτιμημένο κατά 10% μέσα στο 2025 ακυρώνει την ανταγωνιστικότητα πολλών εξαγωγών, σε μια περίοδο που οι Αμερικανοί καταναλωτές δείχνουν ήδη διστακτικοί λόγω των δασμών και της αβεβαιότητας.
Παρά τις στρατηγικές αντιστάθμισης, η διατήρηση του ευρώ σε τόσο υψηλά επίπεδα πέραν του 2026 θα μπορούσε να δημιουργήσει διαρθρωτικό πρόβλημα. Το μέγεθος των επιπτώσεων αποτυπώνεται ξεκάθαρα: €30 εκατ. απώλεια για κάθε σεντ ενίσχυσης του ευρώ στη SAP, έως και €1,25 δισ. μείωση εσόδων για τη Schneider Electric, €180 εκατ. χαμηλότερα κέρδη για τη Heineken.
Οι αντικρουόμενες απειλές: αποπληθωρισμός και υπερθέρμανση
Η Φρανκφούρτη καλείται να ισορροπήσει σε ένα πολύ λεπτό σκοινί. Από τη μία, η ανατίμηση του ευρώ έχει αποπληθωριστικές επιπτώσεις: μειώνει το κόστος των εισαγωγών, συμπιέζει τις τιμές και επιδεινώνει τις προοπτικές του πληθωριστικού στόχου του 2%.
Οι αναλυτές της Morgan Stanley βλέπουν τον εναρμονισμένο πληθωρισμό να υποχωρεί κάτω από το 2% από τα μέσα του 2025 ως τις αρχές του 2027. Από την άλλη, η επιστροφή κεφαλαίων και η αύξηση των δημοσίων δαπανών ενδέχεται να επιταχύνουν την εσωτερική ζήτηση, οδηγώντας μεσοπρόθεσμα σε υπερθέρμανση.
Μέσα σε αυτό το ρευστό περιβάλλον, η ΕΚΤ καλείται να κρίνει αν θα συνεχίσει τις μειώσεις ή αν θα διακόψει προσωρινά για να αποτιμήσει τις εξελίξεις. Πολλοί βλέπουν παύση τον Ιούλιο και άλλη μία μείωση ως το τέλος του 2025. Η Κριστίν Λαγκάρντ αποφεύγει τις δεσμεύσεις, αλλά μιλά για «μεσοπάθεια». Η Ιζαμπέλ Σνάμπελ τάσσεται υπέρ παύσης λόγω μακροπρόθεσμων πληθωριστικών πιέσεων. Οι προβλέψεις της Πέμπτης θα ενσωματώνουν τόσο την ισχυροποίηση του ευρώ όσο και τη μείωση των τιμών πετρελαίου κατά 15%.
Το παράθυρο του παγκόσμιου ρόλου
Η ειρωνεία είναι ότι πίσω από αυτόν τον πονοκέφαλο βρίσκεται και μια στρατηγική ευκαιρία. Η Λαγκάρντ μιλά ανοιχτά για ένα «παγκόσμιο ευρωπαϊκό momentum»: την ιστορική στιγμή που το ευρώ θα μπορούσε να εξελιχθεί σε θεσμικό αντίβαρο του δολαρίου, αν συνοδευτεί από την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης, τη στρατιωτική αναβάθμιση και τη μετάβαση στην πράσινη και ψηφιακή οικονομία.
Όμως όσο η ΕΚΤ επιδιώκει αυτόν τον ρόλο, τόσο ο ισχυρότερος ρόλος του ευρώ λειτουργεί ως περιοριστικός παράγοντας στην ίδια την πολιτική της.
Η Ευρώπη βρίσκεται μπροστά σε μια στρατηγική αντίφαση: επιδιώκει την ανάδειξη του ευρώ σε αποθεματικό νόμισμα, αλλά μια υπερβολικά γρήγορη μετάβαση μπορεί να υπονομεύσει την ανταγωνιστικότητά της. Το αν η ΕΚΤ θα συνεχίσει να χαλαρώνει ή θα επιλέξει τη στάση αναμονής, θα καθορίσει όχι μόνο την πορεία του νομίσματος αλλά και τον ρόλο της Ευρώπης στο παγκόσμιο νομισματικό σύστημα.
Πηγή: Ναυτεμπορική, Νατάσα Στασινού • [email protected]