Ο πρόεδρος Ερντογάν συνεχίζει την ακραία τοξική του ρητορική εναντίον της Ελλάδας και του Πρωθυπουργού προσωπικά, ξεπερνώντας κάθε όριο (σε μια αδιανόητη για πολιτικό ηγέτη προσωπική βεντέτα). Αν και αποκλείει την προσφυγή σε πόλεμο με την Ελλάδα. Σύμφωνα όμως με τον Economist, η Τουρκία είναι στα πρόθυρα κοινωνικής έκρηξης λόγω της ραγδαίας ανόδου του κόστους ζωής, του πληθωρισμού (ήδη επισήμως στο 80%) κ.λπ. Και ο πρόεδρος Ερντογάν εκτιμάται ως βέβαιον ότι θα χάσει τις επερχόμενες εκλογές μέσα σε αυτό το κοινωνικό περιβάλλον εκτός «εάν κάνει κάτι δραστικό» – όπως λέγει – είτε στο εξωτερικό μέτωπο είτε στο εσωτερικό (συρρίκνωση έως ολοσχερή κατάργηση της δημοκρατίας). Το «κάτι δραστικό» στο εξωτερικό μέτωπο δεν αποκλείεται να αφορά την Ελλάδα ή και την Κύπρο. Και αυτό αυτονόητα οδηγεί στο καίριο ερώτημα: Τι θα μπορούσε να αποτρέψει αυτό το εφιαλτικό σενάριο; Η πρώτη απάντηση είναι βεβαίως η ισχυρή αποτροπή. Αλλά είναι αμφίβολο εάν και κατά πόσο αυταρχικοί ηγέτες σταθμίζουν ορθολογικά τους παράγοντες αποτροπής όταν κρίνεται η πολιτική τους επιβίωση και ίσως η προσωπική τους ελευθερία. Μια άλλη απάντηση θα ήταν εντελώς διαφορετική: Η Ελλάδα να σκεφθεί και να επεξεργαστεί μια στρατηγική που να ακυρώνει το σενάριο της «δραστικής ενέργειας» στο εξωτερικό μέτωπο που θα στρεφόταν εναντίον μας. Και μια τέτοια εναλλακτική στρατηγική, όπως έχουμε γράψει πολλές φορές, περνά μέσα από τη δημιουργική αξιοποίηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ). Αξιοποίηση όχι για την τιμωρία της Τουρκίας αλλά για την πειθαρχία της σε μια λογική επίλυσης διαφορών και προβλημάτων. Αρκεί το πολιτικό σύστημα να αποφασίσει σοβαρά επιτέλους ότι θέλει να αξιοποιήσει την ΕΕ για να επιλύσει κάποια από τα προβλήματα που μπορούν να επιλυθούν χωρίς να θίγεται η ελληνική κυριαρχία.
Και μια λογική επίλυσης των προβλημάτων εκκινεί από τη θέση ότι «η Ελλάδα δεν διεκδικεί τίποτα από την Τουρκία αλλά δεν παραχωρεί και τίποτα». Αυτό που διεκδικούμε από την Τουρκία είναι να εγκαταλείψει εξωφρενικές θέσεις και διεκδικήσεις (όπως casus belli, γκρίζες ζώνες κ.λπ.) και να σεβαστεί το διεθνές δίκαιο (να προσχωρήσει, λ.χ., στη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας – UNCLOS -, 1982, ώστε να αποτελέσει το κοινό πλαίσιο για μια αποτελεσματική διαπραγμάτευση μεταξύ των δύο πλευρών). Πέραν της εφαρμογής του διεθνούς δικαίου/Συνθηκών, άλλες διεκδικήσεις η Ελλάδα δεν έχει ούτε εγείρει. Οπως τόνιζε εμφατικά ο Ελ. Βενιζέλος από το 1930, «έχουμε κλείσει τις ιστορικές εκκρεμότητες». Μπορεί η Τουρκία να τις άνοιξε ξανά από το 1955 και σταδιακά να τις κλιμάκωσε. Αλλά η Τουρκία παρανομεί. Η Ελλάδα ούτε μπορεί ούτε πρέπει να την ακολουθήσει στον επικίνδυνο και έκνομο αυτόν κατήφορο (με άμεση ή έμμεση αμφισβήτηση Συνθηκών, κ.λπ.) ανοίγοντας έναν νέο φαύλο κύκλο και προσθέτοντας στις συνθήκες διαιώνισης της αντιπαράθεσης. Η Ελλάδα δεν (νοείται να) μιμείται αναθεωρητισμούς. Τους αντιμάχεται προωθώντας τη συνεργασία και ειρηνική επίλυση των προβλημάτων μέσω του διαλόγου, της διαπραγμάτευσης, της διεθνούς δικαιοσύνης, όσο δύσκολη κι αν είναι η διαδικασία αυτή. Ενώ οφείλει να σέβεται το διεθνές δίκαιο σε όλες του τις εκδοχές (για άσυλο, επαναπροωθήσεις κ.λπ.).
Ο καθηγητής Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του ΕΛΙΑΜΕΠ