Η ιαπωνική πολιτική σκηνή φημιζόταν για τη σταθερότητά της – σε βαθμό που έφτανε στα όρια της πλήξης. Όχι πια. Την περασμένη Κυριακή, ένα μέχρι πρότινος περιθωριακό ακροδεξιό κόμμα, το Sanseito, εκτινάχθηκε από τη 1 στις 15 έδρες, μετατρεπόμενο σε παίκτη – ρυθμιστή στην ιαπωνική πολιτική.
Με σύνθημα «Η Ιαπωνία Πρώτα», δανεισμένο από το «America First» του Τραμπ, τάραξε τα νερά του παραδοσιακού πολιτικού κατεστημένου και προκάλεσε πονοκέφαλο στον πρωθυπουργό Σιγκερού Ισίμπα, ηγέτη του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος (LDP), το οποίο κυβερνά σχεδόν αδιάλειπτα από το 1955.
Το LDP έχασε την πλειοψηφία του και στη Γερουσία –έπειτα από την απώλεια και της Κάτω Βουλής πέρυσι– με τον Ισίμπα να αντιμετωπίζει πλέον εσωκομματικές φωνές που ζητούν την παραίτησή του. Κι ας ανακοίνωσε μέσα στην εβδομάδα συμφωνία-μαμούθ με τον Τραμπ για δασμούς, δίνοντας μια ανάσα στην οικονομία. Η πολιτική όμως καταιγίδα δεν κόπασε.
Οι «πόλεμοι του ρυζιού»
Πώς έφτασε, όμως, η Ιαπωνία της προβλέψιμης σταθερότητας να αποκτήσει λαϊκιστικό ρεύμα με ακροδεξιά χαρακτηριστικά; Η απάντηση ξεκινά από τις λαϊκές αγορές, όπως εξηγεί σε ανάλυσή του το BBC. Οι Ιάπωνες είδαν το τελευταίο διάστημα τις τιμές του ρυζιού να διπλασιάζονται, λόγω κακής σοδειάς και ενός καταστροφικού σεισμού το 2023. Σκηνές πανικού με ουρές καταναλωτών που σπεύδουν να προμηθευτούν κυβερνητικά αποθέματα έγιναν viral.
Η αδυναμία της κυβέρνησης να ελέγξει τον πληθωρισμό και να στηρίξει τα εισοδήματα ενίσχυσε το αίσθημα αδικίας. «Το ρύζι είναι βασικό αγαθό για εμάς. Δεν φανταζόμουν ότι η τιμή του θα εκτινασσόταν τόσο ξαφνικά», είπε στο BBC η 36χρονη Μομόκο Άμπε, ενώ ο 65χρονος Γουατανάμπε Τακέσι προσθέτει: «Είναι ακριβό, αλλά δεν έχουμε επιλογή. Η τιμή ρυθμίζεται από την κυβέρνηση». Η μετάσταση του MAGA Η οργή, ιδίως των νέων, δεν έμεινε μόνο στο ταμείο του σούπερ μάρκετ. Βρήκε πολιτική διέξοδο στο Sanseito, το οποίο κατάφερε να απευθυνθεί σε όσους αισθάνονται ότι «κανείς δεν τους εκπροσωπεί». Και βρήκε έμπνευση πέρα από τον Ειρηνικό.
«Πρόκειται για αντανάκλαση του “MAGA effect” του Τραμπ», σχολιάζει sto ΒΒCο καθηγητής ασιατικών σπουδών Τζεφ Κίνγκστον, από το Temple University. «Ο Τραμπ ενεργοποιεί τα πιο πρωτόγονα ένστικτα παγκοσμίως».

«Οι ξένοι με φοβίζουν»
Όπως και το ρεπουμπλικανικό αφήγημα στις ΗΠΑ, έτσι και το Sanseito χτυπά στον ίδιο στόχο: τους μετανάστες.
Αν και η Ιαπωνία έχει ιστορικά πολύ περιορισμένη μετανάστευση, το 2024 οι ξένοι κάτοικοι ανήλθαν σε 3,77 εκατ. – αύξηση 11% σε έναν μόλις χρόνο. Το κόμμα κατηγορεί την κυβέρνηση ότι «δεν υπάρχουν ξεκάθαροι κανόνες» για την είσοδο ξένων, ενώ κάνει λόγο για υπερβολική στήριξη τους σε επιδόματα και υγεία. Ο ιδρυτής του κόμματος, Σόχει Καμίγια, αρνείται ότι προωθεί τη ξενοφοβία. Αλλά η ρητορική βρίσκει πρόσφορο έδαφος.
«Οι ξένοι με φοβίζουν. Μπορεί να ξεσπάσουν», δήλωσε ένας 54χρονος υποστηρικτής του κόμματος, χωρίς να έχει δεχθεί ποτέ καμία απειλή, όπως παραδέχεται.
Και οι τουρίστες στο στόχαστρο
Το πιο εντυπωσιακό; Δεν είναι μόνο οι μετανάστες στο στόχαστρο, αλλά και οι… τουρίστες.
Η υποτίμηση του γεν έκανε την Ιαπωνία μαγνήτη για επισκέπτες: 37 εκατ. το 2024, κυρίως από Κίνα, Κορέα και ΗΠΑ. Κάποιοι όμως παραβιάζουν τους κανόνες. Τουρίστες άφησαν γκράφιτι σε ναό στο Τόκιο, περνούν με κόκκινο για να φωτογραφίσουν το Φούτζι, αφήνουν σκουπίδια και ενοχλούν ντόπιους.
Στο Φουτζικαουαγκούτσικο, οι αρχές αναγκάστηκαν να στήσουν φράχτη για να μπλοκάρουν τη θέα του βουνού, εξαιτίας της συμπεριφοράς των επισκεπτών.
Η ακροδεξιά εκμεταλλεύτηκε αυτές τις εικόνες για να ταυτίσει την τουριστική «αναρχία» με την υποτιθέμενη «εισβολή» ξένων, και να εδραιώσει το αφήγημα περί απειλής για τη δημόσια τάξη και τα ιαπωνικά ήθη.
Η επόμενη μέρα
Λίγο πριν τις εκλογές, η κυβέρνηση δημιούργησε ειδική ομάδα για «παραβατικότητα αλλοδαπών», με υποσχέσεις για «μηδενική ανοχή στους παράνομους ξένους».
Οι επικριτές βλέπουν πολιτική διολίσθηση προς τις ακροδεξιές αφηγήσεις, σε μια προσπάθεια να ανακόψει τη φυγή ψηφοφόρων. Η Ιαπωνία αλλάζει.
Όχι με βίαιες ανατροπές, αλλά με ριζικές μετατοπίσεις στην κοινή γνώμη. Και το Sanseito, με μια δόση Τραμπ, ρύζι και υπερτουρισμό, δείχνει πως ακόμη και η πιο «βαρετή» δημοκρατία μπορεί να βρεθεί σε τροχιά ριζοσπαστικοποίησης.
Πηγή: Ναυτεμπορική