Για την κερδοφορία των τραπεζών, την ανάγκη επαναδιαπραγμάτευσης εξυπηρετούμενων χορηγήσεων και τις προκλήσεις που αναμένονται να αντιμετωπιστούν σε σχέση με την πορεία των επιτοκίων μίλησε ο οικονομολόγος Παύλος Ιωάννου, στο στο 4ο τραπεζικό συνέδριο που διοργάνωσε την Τρίτη η FMW στη Λευκωσία με τίτλο «Τραπεζικό Σύστημα: νέες προκλήσεις και ευκαιρίες».
Αυτούσια η ομιλία του:
Αγαπητές φίλες και φίλοι,
Εισαγωγή
Τι προτίθεμαι να συζητήσω
Ότι ακολουθεί είναι ορισμένες ΑΠΟΨΕΙΣ για τον τρόπο με τον οποίο παράγεται η πρόσφατη κερδοφορία των τραπεζών και κατά πόσο οφείλεται αποκλειστικά στην αύξηση των εσόδων λόγω της ανοδικής πορείας των επιτοκίων ή, είναι, αποτέλεσμα συνέργειας με άλλους παράγοντες, διαμορφούμενους εντός των επί μέρους οντοτήτων του τραπεζικού συστήματος. Στο πλαίσιο αυτό, εξετάζω συνοπτικά το ζήτημα της ΕΠΑΝΑΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ εξυπηρετούμενων χορηγήσεων. Στη συνέχεια προσπαθώ να απαντήσω στο ερώτημα σε τι διαφέρει η εν λόγω πρακτική από την ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ εξυπηρετούμενων χορηγήσεων. Στη συνέχεια αναφέρομαι στις προκλήσεις που αναμένονται να αντιμετωπιστούν σε σχέση με την πορεία των επιτοκίων αλλά και τα προβλήματα που δημιουργούνται από σειρά εξωγενών και άλλων παραγόντων, τα προσεχή 2-3 χρόνια. Σημειώνω, καταλήγοντας στην αδήριτη ανάγκη ενίσχυσης όλων εκείνων των εσωτερικών χαρακτηριστικών του τραπεζικού συστήματος που συνεργούν στην διαμόρφωση κερδοφορίας. Και καθορίζουν τη δυνατότητα ικανοποιητικής αντιμετώπισης των γνωστών δυσκολιών από την περίοδο του Covid-19 μέχρι σήμερα. Επισημαίνω, επίσης, την ανάγκη ενίσχυσης ανταποδοτικής προς την κοινωνία, πολιτικής κοινωνικής ευθύνης εκ μέρους των τραπεζών. Η κοινωνική συνοχή είναι προϋπόθεση αποτελεσματικής λειτουργίας ολόκληρου του οικονομικού συστήματος.
Οι ενδεχόμενες συνέργειες στην διαμόρφωση κερδοφορίας
Λοιπόν, εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, όντως, οι τοποθετήσεις που παρουσίασαν οι προηγούμενοι ομιλητές. Πράγματι αν σταθούμε στο σήμερα επισκοπώντας συγκριτικά το Τραπεζικό Σύστημα πριν 12 χρόνια αλλά και την πορεία του την επόμενη πενταετία μέχρι το 2018 θα διαπιστώσουμε χωρίς αμφιβολία ότι:
Σήμερα, συγκριτικά βρίσκεται σε μια κατάσταση από πλευράς κεφαλαιουχικής υγείας, δανειακού χαρτοφυλακίου, ρευστότητας, οργανωτικής επάρκειας, διαφάνειας διαδικασιών, εταιρικής διακυβέρνησης, πελατοκεντρικών προσεγγίσεων και κερδοφορίας (ΥΓΕΙΟΥΣ ΚΕΡΔΟΦΟΡΙΑΣ) σε εξαιρετικά καλύτερη κατάσταση. Πιθανόν, στην καλύτερη κατάσταση που βρέθηκε ποτέ. Αναφέρομαι, κυρίως, στις συστημικές τράπεζες , όχι όμως μόνον σε αυτές! Βεβαίως τα περιθώρια για παρά πέρα βελτίωση είναι υπαρκτά.
Μίλησα μόλις προηγουμένως για την υγιή κερδοφορία. Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι τα κέρδη αυτά ( που δεν είναι πλασματικά αλλά πραγματικά εξ΄ού ,επομένως, ο προσδιορισμός της κερδοφορίας ως ΥΓΕΙΟΥΣ), ΔΕΝ είναι αποτέλεσμα μόνο της αυτόνομης αύξησης των επιτοκίων (εξαιτίας των δέκα αλλεπάλληλων ανόδων τους, από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Είναι ΣΥΝΕΡΓΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ του υγειούς δανειακού χαρτοφυλακίου που διαμορφώθηκε την τελευταία δεκαετία και που επιτεύχθηκε, κάτω από την θεσμική καθοδήγηση της Τρόικας, των ευρωπαϊκών οδηγιών και της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (ΚΤΚ) αλλά και της στήριξης του Κράτους, δηλαδή της κυπριακής κοινωνίας.
Είναι επίσης αποτέλεσμα της συνέργειας όλων των νέων χαρακτηριστικών του Τραπεζικού Συστήματος που ανέφερα προηγουμένως. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αύξηση των επιτοκίων και επομένως η αυξητική επίπτωση στην καταβλητέα δόση για εξυπηρέτηση των δανείων δημιουργεί κινδύνους διαμόρφωσης νέων Μη Εξυπηρετούμενων Χορηγήσεων. Τόσο στα νοικοκυριά όσο και στις επιχειρήσεις, ενόψει μάλιστα των πληθωριστικών πιέσεων που κατέστησαν αναγκαία την παρέμβαση της ΕΚΤ με την εκστρατεία αύξησης των επιτοκίων για αντιμετώπιση του πληθωρισμού.
Ωστόσο, οι κίνδυνοι δημιουργίας νέων Μη Εξυπηρετούμενων Χορηγήσεων φαίνεται να αντιμετωπίζεται ικανοποιητικά αφού δεν υπήρξε οποιαδήποτε ουσιαστική αύξησή τους στο Τραπεζικό Σύστημα. ΠΟΙΟΣ Ο ΛΟΓΟΣ; Κυρίως το υγιές και ορθολογικά δομημένο χαρτοφυλάκιο. Τα αυξημένα εν δυνάμει έσοδα από την αύξηση επιτοκίων χωρίς αυτά τα χαρακτηριστικά, εύκολα μετατρέπονται σε προβλέψεις για Μη Εξυπηρετούμενες Χορηγήσεις.
Η επαναδιαπραγμάτευση εξυπηρετούμενων συμβάσεων
Παρατηρούμε πρόσφατα το μεγάλο όγκο ΕΠΑΝΑΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ δανειακών συμβάσεων Εξυπηρετούμενων Χορηγήσεων νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Σύμφωνα με τον ορισμό που χρησιμοποιείται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου στις σχετικές στατιστικές για την δραστηριότητα των Τραπεζών,
«Η επαναδιαπραγμάτευση αφορά στην τροποποίηση των όρων, συμπεριλαμβανομένου του επιτοκίου, οποιασδήποτε υφιστάμενης εξυπηρετούμενης δανεικής σύμβασης (σε όλα τα νομίσματα) προς έναν οφειλέτη, με την ενεργή συμμετοχή του οφειλέτη και ο οποίος δεν αντιμετωπίζει ή πρόκειται να αντιμετωπίσει οικονομικές δυσχέρειες όσον αφορά την εκπλήρωση των συμβατικών του υποχρεώσεων. Συνεπώς στην εν λόγω κατηγορία δεν περιλαμβάνονται αναδιαρθρωμένα δάνεια».
Στη διάρκεια του Α΄ εξαμήνου του 2023, σύμφωνα με τις διαθέσιμες στατιστικές της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου πραγματοποιήθηκαν συνολικά επαναδιαπραγματεύσεις σε δανειακές συμβάσεις συνολικής αξίας €2,00 δις σε σύγκριση με €0,9 δις το αντίστοιχο εξάμηνο του 2022, του πρώτου χρόνου δηλαδή, της εκστρατείας αύξησης των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Παρατηρήθηκε δηλαδή αύξηση πέραν του 220%. Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι στη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2023 η συνολική αξία των επαναδιαπραγματεύσεων έχει ήδη υπερβεί κατά πολύ το αντίστοιχο μέγεθος ολοκλήρου του έτους 2022 που ανήλθε στο €1,7 δις μόνον.
Είναι σαφές ότι οι πραγματοποιούμενες επαναδιαπραγματεύσεις εξυπηρετούμενων χορηγήσεων σχετίζονται άμεσα με την αύξηση των επιτοκίων και την επιθυμία δανειοληπτών και τραπεζών να αποφύγουν, μεταξύ άλλων και το τονίζω αυτό, την μετατροπή των εν λόγω χορηγήσεων από εξυπηρετούμενες σε μη εξυπηρετούμενες αλλά και για σκοπούς προστασίας από τον επιτοκιακό ανταγωνισμό. Από την πρώτη αύξηση των επιτοκίων το 2022, δηλαδή κατά 0,50% στις 21 Ιουλίου, μέχρι τέλος του ίδιου χρόνου πραγματοποιήθηκαν συνολικά 4 αυξήσεις με αποτέλεσμα, το επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ανέλθει στο 2.50%. Αντίστοιχα, στην διάρκεια του 2023 πραγματοποιήθηκαν άλλες 6 αυξήσεις επιτοκίων για να φθάσουμε σε ιστορικό ψηλό του 4.50% χωρίς να αποκλείεται μια ακόμη αύξηση εντός του 2023.
Οι πιο πάνω διαπιστώσεις επιτρέπουν την εκτίμηση ότι οι ΕΠΑΝΑΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ εξυπηρετούμενων δανειακών συμβάσεων σε συνολική αξία εκκρεμουσών υπολοίπων, μέχρι τέλος του 2023 θα υπερβούν κατά πολύ τα 2 δις ευρώ. Οι ίδιες διαπιστώσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι προσπάθειες τραπεζών και δανειοληπτών (και η επιθυμία τους) θα συνεχιστεί και το 2024 και μετά με δεδομένο ότι τα επιτόκια αναμένεται να διατηρηθούν «σε επαρκώς περιοριστικά επίπεδα για όσο καιρό είναι αναγκαίο».
Πάντως, ήδη, φαίνεται ότι οι επενδυτές τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη προεξοφλούν, ΟΝΤΩΣ, ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα για παρατεταμένη χρονική περίοδο. Υπενθυμίζεται συναφώς το γεγονός ότι το Federal Reserve δεν προχώρησε μεν, σε νέα αύξηση των επιτοκίων στις ΗΠΑ, προειδοποίησε εν τούτοις ότι θα υπάρξει νέα αύξηση πριν το τέλος του 2023.
Είναι πολύ πιθανόν η ανάγκη για επαναδιαπραγματεύσεις εξυπηρετούμενων δανειακών συμβάσεων να συνεχίσει να αποτελεί επιθυμητή και εφαρμοστέα πρακτική για το τραπεζικό σύστημα, τα επόμενα χρόνια. Εδώ βεβαίως εγείρεται το ερώτημα για πόσο καιρό η δομή του δανειακού χαρτοφυλακίου, κάτω από τις αντικειμενικές συνθήκες των επόμενων 2-3 ετών, θα επιτρέπουν εφαρμογή της πρακτικής της ΕΠΑΝΑΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ δανειακών συμβάσεων. Και πάλι επομένως προκύπτει το ζήτημα της συνέργειας δηλαδή ενός σταθερά υγειούς χαρτοφυλακίου.
Οι προληπτικές αναδιαρθρώσεις
Ας δούμε τώρα την περίπτωση των προληπτικών αναδιαρθρώσεων. Σύμφωνα με τον σχετικό ορισμό στην Περί της Διαχείρισης Καθυστερήσεων Οδηγία του 2015 έως 2022, της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου,
«αναδιάρθρωση σημαίνει οποιαδήποτε ενέργεια από ΑΠΙ η οποία επιφέρει αλλαγές στους όρους ή/και προϋποθέσεις μιας χορήγησης, και αποσκοπεί στην αντιμετώπιση υφιστάμενων ή αναμενόμενων δυσκολιών στην εκ μέρους του δανειολήπτη εξυπηρέτηση της χορήγησης σύμφωνα με το υφιστάμενο πρόγραμμα αποπληρωμής».
Είναι φανερό από τον πιο πάνω ορισμό ότι μια αναδιάρθρωση μπορεί να γίνει, τόσο, προληπτικά πριν η χορήγηση καταστεί μη εξυπηρετούμενη, προκειμένου να αποκλειστεί το ενδεχόμενο αυτό, όσο και για σκοπούς αποκατάστασης της δυνατότητας εξυπηρέτησης μιας χορήγησης η οποία, ήδη, κατέστη μη εξυπηρετούμενη. Συγκρίνοντας τώρα τον ορισμό της ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ με το περιεχόμενο του όρου ΕΠΑΝΑΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ διαπιστώνουμε ορισμένες θεμελιώδεις διαφορές :
(α) Η ΕΠΑΝΑΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ εφαρμόζεται σε περιπτώσεις εξυπηρετούμενων χορηγήσεων που ο οφειλέτης τους ΔΕΝ αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες στην εκπλήρωση των συμβατικών του υποχρεώσεων.
(β) Η ΕΠΑΝΑΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ αφορά σε περιπτώσεις εξυπηρετούμενων χορηγήσεων που ο οφειλέτης, μάλιστα, ΔΕΝ πρόκειται να αντιμετωπίσει οικονομικές δυσχέρειες στην εκπλήρωση των συμβατικών του υποχρεώσεων.
Επομένως η ΕΠΑΝΑΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΔΕΝ αποτελεί προληπτική αναδιάρθρωση και, σίγουρα, εννοιολογικά ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ. Ωστόσο, μια επαναδιαπραγμάτευση επιτυγχάνει στο να διασφαλίσει, εκτός άλλων, τη διευκόλυνση του οφειλέτη στη συνέχιση της απρόσκοπτης εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων του προς τον δανειστή. Με τις τρέχουσες, λοιπόν, συνθήκες στην οικονομία για το μέρος εκείνο του δανειακού χαρτοφυλακίου της Τράπεζας το οποίο υπέστη ορθολογική ΕΠΑΝΑΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ επιτυγχάνεται ελαχιστοποίηση και /ή εκμηδένιση του κινδύνου να δημιουργήσει Μη Εξυπηρετούμενες Χορηγήσεις. Διασφαλίζεται επομένως η συνέχιση του υγειούς χαρακτήρα του δανειακού αυτού χαρτοφυλακίου τόσο προς όφελος των οφειλετών όσο και προς όφελος των δανειοληπτών αντιμετωπίζοντας επίσης τους κινδύνους επιτοκιακού ανταγωνισμού.
Ένα άλλο πλεονέκτημα της διαδικασίας ΕΠΑΝΑΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ, που είναι απαραίτητο να υπογραμμιστεί, συνίσταται στο ότι η εν λόγω διαδικασία μπορεί να εφαρμοστεί μόνο στο υγειές χαρτοφυλάκιο της τράπεζας. Καθίσταται επομένως, ένα αποτελεσματικό εργαλείο διαχείρισης κινδύνου ΧΩΡΙΣ να δημιουργεί δυσμενείς μεταβολές εποπτικού χαρακτήρα. Πράγματι, στην περίπτωση της ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ παρά το γεγονός ότι το δάνειο μέσα από μια βιώσιμη αναδιάρθρωση θα συνεχίσει να εξυπηρετείται, εν τούτοις κατηγοριοποιείται ως ΜΗ ΕΞΥΠΗΡΕΤΟΥΜΕΝΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ για συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Το γεγονός αυτό επιφέρει όλες τις αρνητικές συνέπειες μιας ΜΗ ΕΞΥΠΗΡΕΤΟΥΜΕΝΗΣ ΧΟΡΗΓΙΑΣ, τόσο για την τράπεζα όσο και για τον οφειλέτη, για τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
Εάν βεβαίως συνεχίσουν τα επιτόκια να παραμένουν σε ψηλά επίπεδα σε συνδυασμό με ουχί ταχεία επιβράδυνση του πληθωρισμού και επομένως καθυστερημένη σύγκλιση του προς το ρυθμό στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αναπόφευκτα θα πρέπει η διαδικασία ΕΠΑΝΑΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ να συνδυαστεί με διαδικασίες ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ όπου η ΕΠΑΝΑΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί.
Η αδιόρατη ουσιώδης διαφορά
ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ σημαίνει το σύνολο των αλλαγών που συμφωνούνται μεταξύ δανειολήπτη και τράπεζας, στους όρους και προϋποθέσεις μιας εξυπηρετούμενης χορηγίας προκειμένου να αντιμετωπιστούν ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΕΣ δυσκολίες εκ μέρους του δανειολήπτη στο να συνεχίσει να εξυπηρετεί τη χορήγηση. Αντίθετα στην περίπτωση της ΕΠΑΝΑΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ η βασική προϋπόθεση συνίσταται στο ότι η εξυπηρετούμενη σύμβαση, κρίνεται ότι ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ να αντιμετωπίσει οικονομικές δυσχέρειες στην παραπέρα εξυπηρέτηση. Ωστόσο, τόσο «οι ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΕΣ δυσκολίες» όσο και «οι οικονομικές δυσχέρειες» που δεν πρόκειται να δημιουργηθούν, συνιστούν εκτιμήσεις για οικονομικές συγκυρίες, προς διαμόρφωση, στο μέλλον. Αφορούν σε αξιολογικές κρίσεις και εκτιμήσεις για αβέβαια μελλοντικά γεγονότα.
Κατά συνέπεια υπάρχει μια μάλλον αδιόρατη διαχωριστική γραμμή μεταξύ της προληπτικής αναδιάρθρωσης και της επαναδιαπραγμάτευσης. Επαφίεται πρωτίστως στην Τράπεζα, σε συνεργασία με τον οφειλέτη να εντοπίσει κατά περίπτωση την γραμμή αυτήν καθορίζοντας την ευκρινώς. Με τόση, όμως, ευκρίνεια ώστε να αποφεύγεται οποιασδήποτε μορφής εποπτική δυσχέρεια.
Προκλήσεων συνέχεια
Άρχισα τη συζήτηση επισκοπώντας συγκριτικά το παρόν του τραπεζικού συστήματος με το παρελθόν του υιοθετώντας την άποψη ότι σήμερα βρίσκεται σε μια κατάσταση από πλευράς κεφαλαιουχικής υγείας, δανειακού χαρτοφυλακίου, ρευστότητας, οργανωτικής επάρκειας, διαφάνειας διαδικασιών, εταιρικής διακυβέρνησης, πελατοκεντρικών προσεγγίσεων και κερδοφορίας (ΥΓΕΙΟΥΣ ΚΕΡΔΟΦΟΡΙΑΣ) σε εξαιρετικά καλύτερη κατάσταση. Πιθανόν, στην καλύτερη κατάσταση που βρέθηκε ποτέ. Αναφέρομαι, κυρίως, στις συστημικές τράπεζες , όχι όμως μόνον σε αυτές!
Αυτά τα χαρακτηριστικά επέτρεψαν στο τραπεζικό σύστημα να αντιμετωπίσει με σχετικά ικανοποιητικό τρόπο τις δυσχέρειες που προέκυψαν από την περίοδο του Covid-19 μέχρι σήμερα. Τελειώνοντας, απαριθμώ ένα αριθμό προκλήσεων που θα ενταθούν τα επόμενα χρόνια στην παγκόσμια οικονομία. Πρόκειται για προκλήσεις διαμορφούμενες σε ένα πλέγμα πρωτοφανούς αβεβαιότητας, παραγομένης κυρίως από σειρά εξωγενών παραγόντων όπως :
(α) Την εν εξελίξει και συνεχώς κλιμακούμενη γεωπολιτική κρίση την οποία συνεπάγεται η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και ένας πόλεμος απρόβλεπτου τέλους και διεθνών αναταράξεων και ανακατατάξεων αγνώστου έκβασης.
(β) Την κλιματική κρίση με σαφέστατες επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα συμπεριλαμβανομένων και αμέσων επιπτώσεων στις τράπεζες.
(γ) Τη διαδικασία μετάβασης στην πράσινη οικονομία και τους κινδύνους που συνεπάγεται η χρηματοδότηση των σχετικών επενδύσεων.
(δ) Τη ραγδαία ανάπτυξη της ψηφιακής τεχνολογίας με αποτέλεσμα της διάχυσης, ανά την υφήλιο, της ψηφιακής τραπεζικής.
(ε) Την αδυσώπητη πραγματικότητα, πλέον, της τεχνητής νοημοσύνης η οποία ανεξάρτητα από τους κινδύνους που σχετίζονται με την εφαρμογή και αξιοποίησή τους , είναι κατά τη γνώμη μας μια τεχνολογία που θα μπορούσε να υποβοηθήσει σε μεγάλο βαθμό την εκτέλεση των τραπεζικών εργασιών κατά τρόπο εξαιρετικά αποτελεσματικό. Αποτελώντας μάλιστα ένα αριστοποιητικό εργαλείο στη διαχείριση κινδύνων με τεράστιες δυνατότητες. Μέσα από ένα κατάλληλο σύστημα στρατηγικού σχεδιασμού οι τράπεζες αλλά και το κράτος οφείλουν να σπεύσουν να αξιοποιήσουν έγκαιρα και ορθολογικά τις στρατηγικές προοπτικές που διανοίγονται.
(ζ) Τη συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας η οποία δεν αναμένεται να παρουσιάσει ουσιαστική ανάκαμψη τα επόμενα 2 με 3 χρόνια. Οι προοπτικές της όποιας ανάκαμψης, βέβαια, εξαρτώνται σε όχι αμελητέο βαθμό από την πορεία των γεωπολιτικών εξελίξεων αλλά και τις προοπτικές της κλιματικής κρίσης.
Εξακολουθούν να υπάρχουν επίσης και προκλήσεις που παράγονται ενδογενώς και εξακολουθούν να είναι σύμφυτες με την τρέχουσα κυπριακή πραγματικότητα όπως:
(α) Το τεράστιο ιδιωτικό χρέος στην Κυπριακή οικονομία που δημιουργεί σημαντικό περιορισμό στην πλήρη εκδήλωση των αναπτυξιακών δυνατοτήτων της κοινωνίας. Χαρακτηριστική διάσταση του προβλήματος αυτού είναι το μέγεθος των Μη Εξυπηρετούμενων Χορηγήσεων γεγονός το οποίο τοποθετεί ένα μεγάλο μέρος των πολιτών εκτός τραπεζικού συστήματος, εκτός δανειοδοτικής χρηματοδότησης.
(β) Ο κίνδυνος δημιουργίας των ΜΗ ΕΞΥΠΗΡΕΤΟΥΜΕΝΩΝ ΧΟΡΗΓΗΣΕΩΝ εξ αιτίας νέας, ενδεχομένως, αύξησης των δανειακών επιτοκίων και διατήρησης τους σε ψηλά επίπεδα για παρατεταμένη χρονική περίοδο. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με μειωμένους ρυθμούς ανάπτυξης του ΑΕΠ.
(γ) Προβλήματα κοινωνικής συνοχής από τον συνδυασμό των πιο πάνω παραγόντων και την απαίτηση όχι μόνο κρατικών μέτρων κοινωνικής πολιτικής αλλά και μέτρων κοινωνικής αλληλεγγύης εκ μέρους των τραπεζών.
Επομένως είναι απαραίτητο, προκειμένου να αντιμετωπιστούν επιτυχώς οι πιο πάνω προκλήσεις το τραπεζικό σύστημα να διατηρήσει και να αναπτύξει πάρα πέρα, όλα τα χαρακτηριστικά που πέτυχε την τελευταία δεκαετία. Ιδίως ένα υγιές χαρτοφυλάκιο και υγιή κεφαλαιουχική δομή, συντηρούμενη από επαρκή αλλά υγιή, επίσης, κερδοφορία.
ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ