Ποτέ μην αφήνεις ένα πραξικόπημα να πάει χαμένο. Ακόμη και όταν δεν πρόκειται ακριβώς για πραξικόπημα. Αυτή η αρχή φαίνεται ότι καθοδηγεί αρκετές από τις επιλογές του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στη μακρά πλέον διαδρομή του στην εξουσία.
Τελευταίο κρούσμα, ο τρόπος που αντιμετώπισε την κοινή δήλωση 103 απόστρατων ναυάρχων, ανάμεσά τους και του εμπνευστή της «Γαλάζιας Πατρίδας» ναυάρχου ε.α. Τζεμ Γκιουρντενίζ, που ασκούσαν κριτική στο ενδεχόμενο η Τουρκία να αποχωρήσει από τη Συνθήκη του Μοντρέ για τα Στενά ή να την αναθεωρήσει μονομερώς και εμμέσως κατήγγειλαν την τάση περαιτέρω «ισλαμοποίησης» του στρατεύματος.
Εάν μάλιστα συνυπολογίσει κανείς ότι η επίσημη θέση της τουρκικής κυβέρνησης είναι ότι δεν επιθυμεί να τροποποιήσει το καθεστώς των Στενών, ακόμη και όταν κατασκευαστεί η καινούργια διώρυγα (το Istanbul Kanal), αναρωτιέται κανείς εάν μπορεί να θεωρηθεί πραξικοπηματική η συγκεκριμένη δήλωση, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι μιλάμε για απόστρατους αξιωματικούς που δύσκολα μπορούν να κινητοποιήσουν ενεργές στρατιωτικές μονάδες.
Ωστόσο, η κυβέρνηση Ερντογάν, όπως και η ολοένα και περισσότερο ελεγχόμενη από το κυβερνών κόμμα τουρκική δικαιοσύνη, έδειξαν ότι δεν θα άφηναν να πάει χαμένη η ευκαιρία για μια εντυπωσιακή επικοινωνιακή αντεπίθεση, που αγγίζει υπαρκτούς φόβους μέσα στην τουρκική κοινωνία αλλά και μία από τις βασικές πολιτικές τοποθετήσεις του ίδιου του Ερντογάν.
Από το βαθύ κράτος στις συνωμοσίες που μετά παρουσιάστηκαν ως σκευωρίες.
Σε μια χώρα που έχει ζήσει τρία μεγάλης κλίμακας στρατιωτικά πραξικοπήματα (1960, 1971, 1980) και το «μεταμοντερνο πραξικόπημα» του 1997, το θέμα του ρόλου του στρατού στην πολιτική έχει ιδιαίτερη φόρτιση.
Ας μην ξεχνάμε ότι ο ίδιος ο τουρκικός στρατός διεκδίκησε να είναι για δεκαετίες ο θεματοφύλακας του κεμαλισμού, του τουρκικού εθνικισμού αλλά και της σκληρής στάσης έναντι των Κούρδων. Διατηρούσε για χρόνια ισχυρό τυπικό θεσμικό πολιτικό ρόλο και αποτελούσε έναν διακριτό πόλο εξουσίας. Ο ρόλος αυτός επικυρωνόταν και από τη λειτουργία του πανίσχυρου παρελθόν Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας όπου συμμετείχε και η ηγεσία του στρατεύματος.
Ταυτόχρονα, είχε κομβικό ρόλο στην επαφή με τη Δύση, εφόσον η Τουρκία ήταν χώρα «πρώτης γραμμής» στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και στη διαμόρφωση των θεσμών και πρακτικών «του βαθιού κράτους», που ξεκίνησε από τα δίκτυα “stay behind” που είχαν αναπτυχθεί εντός Ψυχρού Πολέμου και εξελίχτηκε σε βασική διάσταση των διαφόρων «βρώμικων πολέμων» εναντίον ενός φάσματος αντιπάλων από τις οργανώσεις της αριστεράς μέχρι τους Κούρδους.
Παρότι γεωπολιτικά ο τουρκικός στρατός διεκδίκησε πάντα έναν εθνικιστικό προσανατολισμό, που σήμαινε εκτός όλων των άλλων ότι δεν ήταν ποτέ μόνο φιλοδυτικός, ως προς το εσωτερικό της Τουρκίας ταυτίστηκε με την πάλη ενάντια στον ισλαμισμό. Αυτό άλλωστε φάνηκε και όταν ανέτρεψε το 1997 την κυβέρνηση του Νεζμεντίν Ερμπακάν, πολιτικού μέντορα του ίδιου του Ερντογάν.
Ο Ερντογάν και όλη η ομάδα γύρω του, που προέρχονταν από το κόμμα του Ερμπακάν και είχαν την εμπειρία του πραξικοπήματος του 1997 είχε εξαρχής ένα σχέδιο για να μπορέσει να ελέγξει το στρατό και κυρίως να περιορίσει την επιρροή του στην άσκηση πολιτικής. Επιπλέον, κατεξοχήν επένδυσε στο να δώσει το στίγμα ότι είναι ο πολιτικός που θα βάλει τέλος στην επιρροή και τις παρεμβάσεις του στρατού στην πολιτική και αυτό αποτέλεσε και πλευρά της απήχησης και δημοφιλίας του. Και βέβαια για μεγάλο διάστημα ο φόβος του ήταν δικαιολογημένος, εφόσον ο Στρατός εξέταζε το ενδεχόμενο να τεθεί εκτός νόμου το AKP μέχρι και το 2007 (όταν παραμονές των προεδρικών εκλογών υπενθύμιζε ότι ο ισλαμισμός είναι αντίθετος στον κοσμικό χαρακτήρα της Τουρκίας).
Σε αυτή την κατεύθυνση ο Ερντογάν είχε συμμαχήσει με τον Φετουλάχ Γκιουλέν . Ο Γκιουλέν, υποστηρικτής ενός δυτικόφιλου πολιτικού Ισλάμ που δεν αμφισβητούσε τον κοσμικό χαρακτήρα της Τουρκία μπορούσε να προσφέρει στον Ερντογάν σημαντικές προσβάσεις στον κρατικό μηχανισμό και δη σε δίκτυα στο δικαστικό σώμα και στην αστυνομία.
Χάρη σε αυτή τη συνεργασία ο Ερντογάν μπόρεσε να προχωρήσει σε μεγάλες αποκαλύψεις γύρω από δίκτυα πραξικοπηματιών αξιωματικών, με πιο χαρακτηριστική τέτοια εκδοχή συνωμοσίας το δίκτυο Εργκένεκον αλλά και την υπόθεση της «Βαριοπούλας». Οι αποκαλύψεις και οι διώξεις αποτέλεσαν αποφασιστικό βήμα στην προσπάθεια του Ερντογάν να περιορίσει τον ρόλο του στρατού στην πολιτική ζωή της Τουρκίας.
Οι υποθέσεις αυτές είχαν πολύ μεγάλη δημοσιότητα, φαίνονταν να αντιστοιχούν στην εντύπωση που ούτως ή άλλως είχε η τουρκική κοινωνία για το ρόλο του Στρατού, δηλαδή τα «υπόγεια» δικτυα, τις σχέσεις με τις μυστικές υπηρεσίες αλλά και τον υπόκοσμο και φυσικά τη διαρκή προσπάθεια ανατροπής της πρώτης εκλεγμένης κυβέρνησης που υποστήριζε το πολιτικό Ισλάμ. Όλα αυτά ενίσχυαν τη δημοτικότητα του Ερντογάν και διαμόρφωναν την εικόνα ενός πολιτικού που ήθελε να υπερασπιστεί τους δημοκρατικούς θεσμούς και την προτεραιότητα των εκλεγμένων κυβερνήσεων έναντι του στρατού και του ρόλου του.
Η ρήξη με τον Γκιουλέν και το πραξικόπημα του 2016
Όμως, κάποια στιγμή ο Γκιουλέν και ο Ερντογάν ήρθαν σε ρήξη. Τα δίκτυα του Γκιουλέν μέσα στον κρατικό μηχανισμό κινήθηκαν κατά της κυβέρνησης του AKP αποκαλύπτοντας τις υπαρκτές υποθέσεις διαφθοράς στις οποίες εμπλέκονταν κυβερνητικά στελέχη. Το αποτέλεσμα θα είναι πλέον οι «γκιουλενικοί» να αντιμετωπίζονται ως αντίπαλοι.
Αυτό, όμως, έφερε τον Ερντογάν και την ομάδα του στην ανάγκη να μπορέσουν να αποκτήσουν προσβάσεις στον κρατικό μηχανισμό, συμπεριλαμβανομένου του στρατού. Κομμάτι αυτής της αλλαγής γραμμής η τελική απαλλαγή των αξιωματικών που είχαν εμπλακεί στις προαναφερθείσες συνωμοσίες, λίγο καιρό μετά τις καταδίκες τους που είχαν χαιρετιστεί και προβληθεί προηγουμένως και από το AKP ως μεγάλες νίκες της δημοκρατίας απέναντι στους πραξικοπηματίες, στοιχείο που με τη σειρά του αποτύπωνε μια νέα σύγκλιση του Ερντογάν με το στρατό.
Η ρήξη με τον Γκιουλέν ολοκληρώνεται με το πραξικόπημα του 2016, που αυτή τη φορά ήταν αρκετά πιο πραγματικό. Ο Ερντογάν κατορθώνει να υπερισχύσει, άλλωστε φαίνεται ότι η σύμπραξη γκιουλενικών πιθανώς και άλλα δυσαρεστημένα ρεύματα δεν ελέγχει αρκετές μονάδες για να ανατρέψει την κυβέρνηση, ενώ ρόλο έπαιξε και η επιλογή του AKP να κινητοποιήσει μαζικά την κοινωνία στις διαδηλώσεις. Και βέβαια ο Ερντογάν θα αξιοποιήσει το πραξικόπημα για να εδραιώσει ακόμη περισσότερο τη θέση του και βεβαίως για να προχωρήσει τις συνταγματικές αλλαγές που έδωσαν τη δυνατότητα για τη μετάβαση της Τουρκίας σε ένα προεδρικό σύστημα εξουσίας.
Την επαύριον του πραξικοπήματος ο Ερντογάν έχει πλέον τα χέρια του λυμένα για να προχωρήσει σε εκτεταμένες εκκαθαρίσεις μέσα στο στράτευμα αλλά και το σύνολο του κρατικού μηχανισμού. Στο στόχαστρο βρέθηκαν όχι μόνο «γκιουλενιστές» αλλά και αριστεροί και πλήθος ανθρώπων που θεωρούνταν «διαφωνούντες». Ταυτόχρονα, ο Ερντογάν ενισχύει τη συμμαχία του με τους εθνικιστές του MHP, όχι μόνο για να έχει εκλογικό και κοινοβουλευτικό συσχετισμό, αλλά και για να μπορέσει να αποκτήσει καλύτερο έλεγχο στον στρατό και τις μυστικές υπηρεσίες και συμμαχεί και με ρεύματα μέσα στο στρατό που ήταν αντίθετα στον ρόλο των γκιουλενιστών.
Για να καταλάβουμε το μέγεθος των εκκαθαρίσεων αρκεί να δούμε ότι συνολικά περίπου 150.000 δημόσιοι λειτουργοί απομακρύνθηκαν και σε αρκετούς απαγγέλθηκαν κατηγορίες, ενώ μέχρι τον Νοέμβριο του 2019 είχαν αποταχθεί 17866 στελέχη των ενόπλων δυνάμεων, ανάμεσά τους 150 στρατηγοί και 8413 αξιωματικοί.
Αυτό συνδυάζεται και με ποικίλες άλλες μετατοπίσεις που δεν έχουν τόσο την έννοια της «εκκαθάρισης», όσο της δυσμένειας τμημάτων των κρατικών μηχανισμών που δεν ταυτίζονταν απόλυτα με τη γραμμή Ερντογάν, στις όποιες παραλλαγές (ενίοτε και μεταμορφώσεις της).
Ταυτόχρονα, ο Ερντογάν έρχεται σταδιακά και σε μια ορισμένη ρήξη και με τους λεγόμενους «ευρασιατιστές» που υποστηρίζουν την απομάκρυνση από τη Δύση και την αναβάθμιση της συνεργασίας με τη Ρωσία και την Κίνα και οι οποίοι υπήρξαν ειδικά στην περίοδο του πραξικοπήματος του 2016 σύμμαχοι του Ερντογάν.
Το… απόστρατο πραξικόπημα και η νέα διώρυγα ως «θέληση του Έθνους»
Ως προς την τρέχουσα αντιπαράθεση είναι σαφές ότι κυρίως έχουμε να κάνουμε με την ιδιαίτερη ικανότητα του Ερντογάν, που βρίσκεται στην αρχή ουσιαστικά της προεκλογικής εκστρατείας για τις εκλογές του 2023 και αντιμετωπίζει τον αρνητικό αντίκτυπο από την κατάσταση της οικονομίας, αλλά και την ανάδειξη νέων δημοφιλών στελεχών της αντιπολίτευσης (όπως είναι π.χ. οι αντιπολιτευόμενοι δήμαρχοι της Άγκυρας και της Κωνσταντινούπολης), να μπορεί να εκμεταλλεύεται οποιαδήποτε ευκαιρία υπάρχει προς όφελός του.
Έτσι και τώρα η διαφωνία των ναυάρχων με το ενδεχόμενο αλλαγής της συνθήκης του Μοντρέ, όπως και η προηγηθείσα ανάλογη κίνηση πρώην πρεσβευτών, αντιμετωπίστηκε ως απόπειρα πραξικοπήματος και όλη η ρητορική κινήθηκε στην κατεύθυνση της καταγγελίας αυτών που αμφισβητούν τη «βούληση του Έθνους», εν προκειμένω των προβολών ισχύος του Ερντογάν.
Παρότι το AKP προσπαθεί να ταυτίσει την κίνηση αυτή με την «Φετουλαχιστική Τρομοκρατική Οργάνωση», δεν υπάρχει κάτι που να παραπέμπει σε αυτή την κατεύθυνση. Πολύ περισσότερο η επιστολή παραπέμπει σε κεμαλικές ή/και ευρασιατιστικές τάσεις που διαφωνούν όχι μόνο με πλευρές της τρέχουσας εξωτερικής πολιτικής αλλά και με την προσπάθεια αυξημένου ελέγχου στο στράτευμα.
Ωστόσο, από τη δυσαρέσκεια με τον τρέχοντα συσχετισμό μέσα στον κρατικό μηχανισμό και την κυβερνητική πολιτική, μέχρι τη διοργάνωση πραξικοπήματος υπάρχει μια μεγάλη απόσταση, την οποία σε επικοινωνιακό επίπεδο το AKP δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να καλύψει ρητορικά παρουσιάζοντάς τους ως νοσταλγούς του πραξικοπήματος του 2019.
Ταυτόχρονα, ο Ερντογάν βρίσκει μια ευκαιρία να αναγάγει σε μέγιστο εθνικό στόχο τη νέα διώρυγα, αποδίδοντας εμμέσως αντεθνική στόχευση στον δήμαρχο Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου που έχει διαφωνήσει με τη διώρυγα για περιβαλλοντικούς και οικονομικούς λόγους.
Και βέβαια μπορεί να παρουσιάζει ως «εθνικά υπερήφανη» στάση το ενδεχόμενο να διεκδικήσει αυξημένο έλεγχο στα Στενά, στοιχείο που θα πυροδοτήσει μια αλυσίδα αντιδράσεων από τη Ρωσία, που δεν επιθυμεί αλλαγή του καθεστώτος στα Στενά, μέχρι τις ναυτιλιακές εταιρείες (και τις χώρες προέλευσής τους) που σίγουρα δεν επιθυμούν ούτε να πληρώνουν τέλη διέλευσης, ούτε να αισθάνονται ότι το δικαίωμα διέλευσης από μια τόσο στρατηγική θαλάσσια δίοδο ανήκει πλέον στη διακριτική ευχέρεια της Άγκυρας.