Από διάφορες πλευρές έχει περιγραφεί ως ένας πόλεμος «παλαιού τύπου» παρότι διανύουμε ήδη την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Πράγμα λογικό εάν αναλογιστούμε ότι προς το παρόν παραμένει ένας κλασικός πόλεμος φθοράς, με χρήση κυρίως του πυροβολικού, με ένα στατικό μέτωπο που θυμίζει περισσότερο τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο παρά τους σύγχρονου πολέμους και όπου τα όποια εδαφικά κέρδη έρχονται με μεγάλο κόστος και όπου εξακολουθεί να ισχύουν οι ίδιες αρχές των χαρακωμάτων: κάθε φορά που κάποιος βγαίνει από μια οχυρή θέση είναι πολλαπλά ευάλωτος.
Βεβαίως, οι αναλογίες με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο έχουν και μια άλλη σημασία. Γιατί τότε ο πόλεμος δεν τελείωσε επειδή κάποια πλευρά κατίσχυσε της άλλης στα πεδία των μαχών και «έσπασε» την άμυνα του αντιπάλου, αλλά γιατί η μία πλευρά, αυτή που αντιμετώπιζε το μεγαλύτερο κόστος από την παράτασή του, δηλαδή η γερμανική, υποχρεώθηκε στη συνθηκολόγηση. Και αυτό γιατί οι πόλεμοι φθοράς κρίνονται σε τελική ανάλυση από το ποιος αντιμαχόμενος έχει μεγαλύτερο οικονομικό και κοινωνικό βάθος να αντέξει το κόστος της παρατεταμένης σύγκρουσης.
Και μέχρι τώρα τα πράγματα δείχνουν ότι η ρωσική πλευρά έχει μεγαλύτερη αντοχή να συνεχίσει αυτού του είδους την πολεμική σύγκρουση, στο βαθμό που έχει μεγαλύτερα περιθώρια εφεδρειών και μεγαλύτερη ικανότητα παραγωγής πολεμοφοδίων και ιδίως βλημάτων πυροβολικού.
Αυτό φάνηκε και στη μάχη γύρω από το Μπαχμούτ. Μια σύγκρουση διάρκειας 224 ημερών, στην οποία η ουκρανική πλευρά παράταξε έως και 120.000 στρατιώτες χωρίς ωστόσο να καταφέρει να αντέξει και όπου είχε σημαντικές απώλειες.
Η ουκρανική προσπάθεια για πλήγματα εντός ρωσικού εδάφους
Ίσως είναι αυτός ο λόγος που το τελευταίο διάστημα οι ουκρανικές δυνάμεις έχουν επικεντρώσει σε μια προσπάθεια για πλήγματα στο έδαφος της Ρωσίας. Αυτό φάνηκε με την επίθεση με drones στο Κρεμλίνο, με την εισβολή μιας ένοπλης ομάδας «Ρώσων Αντιφρονούντων» στο Μπελγκορόντ, και τώρα με τις νέες επιθέσεις με drones στη Μόσχα, ενώ στο ίδιο πλαίσιο μπορεί να ενταχθεί και η επίθεση με μη επανδρωμένα πλοιάρια σε ρωσικό πολεμικό σκάφος που επιτηρούσε στη Μαύρη Θάλασσα τον αγωγό Turkstream. Στην ίδια κατεύθυνση και οι σποραδικές επιθέσεις με βλήματα πυροβολικού και πυραύλους HIMARS σε ρωσικό έδαφος και πιο πρόσφατα η χρήση βρετανικών πυραύλων Storm Shadow σε στόχους στο ρωσικό έδαφος.
Οι επιθέσεις αυτές δεν αποσκοπούν τόσο στο να τροποποιήσουν άρδην τον συσχετισμό στο ίδιο το μέτωπο, όσο στο να διαμορφώσουν ένα κλίμα φόβου στη Ρωσία, να αμφισβητήσουν τον τρόπο που η ρωσική κυβέρνηση έχει προσπαθήσει να πείσει τη ρωσική κοινωνία ότι δεν θίγεται άμεσα από τον πόλεμο και βεβαίως να απονομιμοποιήσουν την ίδια τη διακυβέρνηση Πούτιν.
Η ίδια η Ρωσία, απευθυνόμενη προφανώς και προς τη Δύση, την οποία κατηγορεί ως συνυπεύθυνη για αυτές τις επιθέσεις, καταγγέλλει αυτές τις επιθέσεις θεωρώντας ότι αποτελούν μια παραβίαση των άτυπων «κανόνων εμπλοκής», που θεωρούν ότι οι κατοικημένες περιοχές δεν μπορούν να αποτελούν στόχους. Βεβαίως, από την άλλη η απάντηση της Ρωσίας ήταν ορισμένοι από τους πυραύλους που τακτικά εξαπολύει προς την πλευρά της Ουκρανίας να μην κατευθυνθούν σε στρατιωτικούς στόχους αλλά σε συνοικίες του Κιέβου.
Το ερώτημα των F-16
Η ουκρανική κυβέρνηση διαρκώς πιέζει για ολοένα και πιο αναβαθμισμένα οπλικά συστήματα από τη Δύση. Το σκεπτικό είναι ότι με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσει να αλλάξει τον συσχετισμό δύναμης, να κατάγει χτυπήματα πολύ μεγαλύτερης κλίμακας σε βάρος της Ρωσίας και να μπορέσει να σπάσει τη γραμμή άμυνας και να ανακτήσει εδάφη, στοιχείο που με τη σειρά του θα μπορούσε να οδηγούσε σε μια συνολικότερη ρωσική υποχώρηση (και αποχώρηση από εδάφη), άρα σε αυτό που έχει περιγραφεί ως «ήττα της Ρωσίας» και που αποτελεί, σε διακηρυκτικό επίπεδο και τον στόχο και των δυτικών κυβερνήσεων.
Στη σύνοδο των G7 στη Χιροσίμα, που παραβρέθηκε και ο πρόεδρος Ζελένσκι, η Ουκρανία απέσπασε το «πράσινο φως» των ΗΠΑ για να πάρει από συμμαχικές δυνάμεις μαχητικά αεροσκάφη F-16, αν και παραμένει ασαφές από πού τελικά θα τα πάρει. Ωστόσο, έχει εξασφαλίσει ότι θα μπορέσουν να εκπαιδευτούν σε αυτά οι Ουκρανοί πιλότοι.
Όμως, δεν είναι δεδομένο ότι αυτό θα μπορέσει να φέρει την αλλαγή συσχετισμού που επιδιώκουν οι Ουκρανοί, ιδίως εάν μιλάμε για μια παραλαβή που θα γίνει μετά από μήνες – και μια εκπαίδευση που θα κρατήσει διάστημα – και για σχετικά μικρό αριθμό αεροσκαφών.
Επιπλέον, όσο η συζήτηση γίνεται για ολοένα και περισσότερο εξελιγμένα οπλικά συστήματα, τόσο περισσότερο πλησιάζουμε στο σημείο εκείνο που δεν θα μιλάμε για δυτικής προέλευσης οπλικά συστήματα που θα τα χειρίζονται Ουκρανοί, αλλά για δυτικά οπλικά συστήματα που θα τα χειρίζονται δυτικοί, δηλαδή την άμεση συμμετοχή της Δύσης στον πόλεμο. Μόνο που αυτό υποτίθεται ότι ήταν μέχρι τώρα η απόλυτη «κόκκινη γραμμή», μια που μια τέτοια άμεση σύγκρουση δυτικού και ρωσικού στρατιωτικού προσωπικού θα μπορούσε να κλιμακωθεί στα όρια μιας παγκόσμιας αντιπαράθεσης, με απρόβλεπτα καταστροφικές επιπτώσεις.
Τακτικά πυρηνικά στη Λευκορωσία
Η απάντηση της Ρωσίας εκτός των άλλων περιλαμβάνει και την ανακοίνωση ότι τακτικά πυρηνικά όπλα υπό ρωσικό έλεγχο πλέον βρίσκονται και στο έδαφος της Λευκορωσίας. Αυτό εντάσσεται στην καλύτερη θωράκιση της ίδιας της Λευκορωσίας, μιας χώρας που παραμένει σύμμαχος της Ρωσίας, αλλά και στέλνει και το μήνυμα ότι η Ρωσία είναι όντως έτοιμη να κλιμακώσει «απρόβλεπτα». Με αυτό τον τρόπο η Μόσχα θεωρεί ότι μπορεί να πιέσει τη Δύση για μια συνολικότερη αναθεώρηση και αποκλιμάκωση. Όμως, είναι ταυτόχρονα ενδεικτική η εξέλιξη μιας σύγκρουσης που συνεχίζει να κλιμακώνεται, διαμορφώνοντας δυνητικούς όρους συνολικότερης κλιμάκωσης.
Η Ρωσία ετοιμάζεται για τα επόμενα βήματα
Με την ουκρανική εαρινή αντεπίθεση αφενός να μην έχει ακόμη ξεδιπλωθεί και αφετέρου εάν ξεδιπλωθεί να μην είναι πλέον εαρινή, το ενδιαφέρον στρέφεται και στα επόμενα βήματα των ρωσικών δυνάμεων. Μία πλευρά είναι οι εντατικοί βομβαρδισμοί στρατιωτικών στόχων στο ουκρανικό έδαφος που σκοπό έχουν να υπονομεύσουν τη δυνατότητα της Ουκρανίας να συγκεντρώσει δυνάμεις και εξοπλισμό για μια αντεπίθεση. Η άλλη πλευρά είναι η κατάληψη κρίσιμων θέσεων που θα εξασφαλίσουν ότι δεν θα δέχεται πλήγματα το Ντονέτσκ.
Η παράμετρος των αμερικανικών εκλογών του 2024
Για τη ρωσική πλευρά το καθοριστικό στοιχείο είναι εάν η Δύση και ιδίως οι ΗΠΑ θα επιμείνουν να υποστηρίζουν στρατιωτικά την ουκρανική πλευρά παρατείνοντας τη σύγκρουση. Μια κρίσιμη παράμετρος σε όλα αυτά είναι ότι οι ΗΠΑ θα αρχίσουν σύντομα να μπαίνουν στον κύκλο των εκλογών του 2024.
Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Σεργκέι Ριαμπκόφ υπογράμμισε ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει μια «γενική κρίση στις σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας», όμως προσέθεσε ότι «είμαστε πρόθυμοι να διατηρήσουμε τον διάλογο με όποιον ανέβει στην εξουσία». Πάντως η εκτίμησή του ήταν απαισιόδοξη: «η κυρίαρχη ελίτ των ΗΠΑ σε μεγάλο βαθμό έχει συσπειρωθεί σε αντι-ρωσική βάση, ανεξαρτήτως κομματικής ταύτισης», ενώ επεσήμανε ότι η Μόσχα δεν ελπίζει ούτε σε εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ αφού «όταν ήταν πρόεδρος επέβαλε έναν χωρίς προηγούμενο αριθμό κυρώσεων σε βάρος μας».