Του Αμερικανού συγγραφέα και πολιτικού σχολιαστή Benjamin J. Rhodes
Απόδοση στα Ελληνικά με σχόλια: Παύλος Κ. Παύλου, δημοσιογράφος
Πλήθος άρθρα, αναλύσεις και ρεπορτάζ είδαν το φως της δημοσιότητας στις ΗΠΑ και αλλού, με θέμα την αποτίμηση των πρώτων 100 ημερών στην εξουσία του Ντόναλντ Τραμπ. Ξεχωρίσαμε αυτό του Benjamin J. Rhodes, Αμερικανού συγγραφέα, πολιτικού σχολιαστή και πρώην Αναπληρωτή Συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας για τις Στρατηγικές Επικοινωνίες και τη Συγγραφή Λόγων υπό τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα. Το άρθρο του με τίτλο «100 Days. That’s All It Took to Sever America from the World» («100 μέρες. Τόσες μόνο χρειάστηκαν, για να αποκόψουν την Αμερική από τον κόσμο»), δημοσιεύθηκε στους New York Times.
Ο αρθρογράφος αρχίζει με αναφορά στον πρόεδρο Φραγκλίνο Ρούσβελτ και στο 1941, όταν σε πείσμα της ισχυρής αντίθεσης των απομονωτιστών επέβαλε την πολιτική του, δηλώνοντας στο Κογκρέσο ότι «είναι ιστορική αλήθεια ότι οι ΗΠΑ ως έθνος έχουν διατηρήσει σαφή αντίθεση σε οποιαδήποτε προσπάθεια, να μας κλειδώσουν πίσω από ένα αρχαίο κινεζικό τείχος, ενώ η πομπή του πολιτισμού πέρασε». Για να προσθέσει: «Ογδόντα τέσσερα χρόνια αργότερα, ο πρόεδρος Τραμπ αποκόπτει συστηματικά την Αμερική από τον κόσμο. Δεν πρόκειται απλώς για μια αλλαγή στην εξωτερική πολιτική. Είναι ένα διαζύγιο τόσο περιεκτικό που κάνει την έξοδο της Βρετανίας από την Ε.Ε. να φαίνεται συγκριτικά ένα ασήμαντο γεγονός».
Συνοψίζοντας όσα ο Τραμπ ανέτρεψε και άλλαξε σε εκατόν μόνον ημέρες, παρουσιάζει ως εξής τη ζοφερή εικόνα: «Οι Σύμμαχοι αντιμετωπίστηκαν σαν αντίπαλοι. Οι ΗΠΑ έχουν αποσυρθεί από διεθνείς συμφωνίες σε θεμελιώδη ζητήματα, όπως η υγεία και η κλιματική αλλαγή. Ένα έθνος μεταναστών απελαύνει μετανάστες και χτίζει ένα τείχος κατά μήκος των νότιων συνόρων. Οι δασμοί του Τραμπ έχουν ανατρέψει το σύστημα του διεθνούς εμπορίου, δημιουργώντας νέα εμπόδια στην επιχειρηματική δραστηριότητα σε όλο τον κόσμο. Η εξωτερική βοήθεια έχει σε μεγάλο βαθμό τερματιστεί. Το ίδιο και η υποστήριξη της Δημοκρατίας στο εξωτερικό. Οι περικοπές έχουν ανατρέψει την παγκόσμια επιστημονική έρευνα. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ συρρικνώνεται. Τα προγράμματα ανταλλαγής μπλοκάρονται. Παγκόσμια ερευνητικά ιδρύματα έχουν ουσιαστικά κλείσει».
Τονίζοντας χαρακτηριστικά ότι οι άλλες χώρες δεν έχουν καμιά υποχρέωση να βοηθήσουν έναν 78χρονο Αμερικανό, να εκπληρώσει ένα φανταστικό όραμα να κάνει την Αμερική μεγάλη ξανά, ο Rhodes καταγράφει τις αρνητικές συνέπειες που προκύπτουν, τόσο στην ίδια τη χώρα όσο και διεθνώς. Ενδεικτική η επισήμανσή του ότι οι «θεραπείες» τού Τραμπ κάμνουν πολύ μεγαλύτερη ζημιά στους ανθρώπους που ισχυρίζεται ότι θα σώσει.
Και τεκμηριώνει: «Αρχίστε με τον οικονομικό αντίκτυπο. Αν συνεχιστεί η τρέχουσα μείωση των ταξιδιών στις Ηνωμένες Πολιτείες, θα μπορούσε να κοστίσει έως και 90 δις δολάρια μόνο φέτος, μαζί με δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας. Οι δασμοί θα αυξήσουν τις τιμές και η παραγωγικότητα θα επιβραδυνθεί, με τις μαζικές απελάσεις εργατών γης που μαζεύουν τα τρόφιμά μας, οικοδόμων που χτίζουν τα σπίτια μας και οικιακών βοηθών που φροντίζουν παιδιά και ηλικιωμένους. Οι ξένοι φοιτητές πληρώνουν για να φοιτήσουν σε αμερικανικά πανεπιστήμια. Η δαιμονοποίησή τους θα θέσει σε κίνδυνο τα 44 δις δολάρια που συνεισφέρουν στην οικονομία μας κάθε χρόνο.»
Το ερώτημα τού αρθρογράφου εκφράζει απολύτως την ίδια απορία που πλανάται σε πολλές χώρες: Γιατί να επιλέξουν να επενδύσουν σε μια χώρα, της οποίας ο πρόεδρος αναστατώνει τις παγκόσμιες αγορές και υπονομεύει το κράτος δικαίου; Είναι πολύ πιο πιθανό, προσθέτει, τα έθνη δικαιολογημένα να κάμνουν εμπορικές συμφωνίες και να σφυρηλατήσουν αλυσίδες εφοδιασμού χωρίς τις ΗΠΑ, ενώ η Κίνα και οι εταίροι της θα επιταχύνουν μία κίνηση μακριά από το δολάριο ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα.
Χάνεται η εμπιστοσύνη
Ο συγκεκριμένος αρθρογράφος, όπως και πολλοί άλλοι έγκυροι αναλυτές, αναδεικνύει την πιο σημαντική, πιστεύω, συνέπεια για τη χώρα του από την πολιτική Τραμπ: «Βραχυπρόθεσμα, η αντιμετώπιση των διεθνών σχέσεων ως κομπίνα προστασίας θα μπορούσε να αποφέρει ορισμένες διμερείς συναλλαγές. Ωστόσο, κάτι πιο θεμελιώδες χάνεται: Η εμπιστοσύνη. Μια Αμερική που, παρά τα λάθη της, εγγυήθηκε την ασφάλεια των συμμάχων της. Μια Αμερική που, παρά τον εθνικισμό της, δέχτηκε πρόσφυγες και εκπαίδευσε αμέτρητους παγκόσμιους ηγέτες μέσω των πανεπιστημίων και των προγραμμάτων ανταλλαγών της. Μια Αμερική που, παρά την ύβρη της, ανταποκρίθηκε στις ανθρωπιστικές κρίσεις και επέδειξε ένα ελκυστικό πολιτιστικό άνοιγμα. Μια Αμερική που άρεσε στους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο», τα θέτει τώρα όλα υπό αμφισβήτηση, αφού: «Η καταστροφή αυτής της εμπιστοσύνης θα μας βλάψει περισσότερο από τον υπόλοιπο κόσμο». Και προειδοποιεί δραματικά:
«Ύστερα από 250 χρόνια πολιτισμικής ποικιλομορφίας και σύνδεσης με τον κόσμο, ο κ. Τραμπ και η ομάδα του επιβάλλουν την απομόνωση και την αυτό-επιβαλλόμενη παρακμή. Η αποστράγγιση των δημοκρατικών αξιών από την εθνική μας ταυτότητα θα αφήσει την Αμερική να ορίζεται από το μέγεθος, τη δύναμη και τη δονκιχωτική δίψα της για κέρδος. Ένα μέρος, όχι μια ιδέα.»
Πρόκληση και πρόσκληση για αντίσταση
Τόσο εμείς με δική μας αρθρογραφία, όσο και πλήθος άλλοι σε όλο τον κόσμο μένουμε με την απορία, πώς ολόκληρο έθνος, όπως οι ΗΠΑ, με παράδοση, δυναμισμό, ισχυρούς θεσμούς, αποδέχεται αμήχανο και με μειωμένες αντιστάσεις έναν οδοστρωτήρα, χαλαστή, απρόβλεπτο και επικίνδυνο ηγέτη; Ο έμπειρος αρθρογράφος B.J. Rhodes αγγίζει και αυτήν την πτυχή, αναδεικνύοντας την ατομική και συλλογική ευθύνη. Γράφει: «Η σχέση ενός έθνους με τον κόσμο δεν καθορίζεται αποκλειστικά από την κυβέρνησή του, ιδιαίτερα τόσο μεγάλου και πολύπλευρου όσο οι Ηνωμένες Πολιτείες. Κατά την πρώτη θητεία Τραμπ, οι πολιτειακές και τοπικές κυβερνήσεις παρέμειναν προσηλωμένες στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, την αποδοχή των μεταναστών, την προστασία της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και τη διατήρηση των παγκόσμιων δεσμών τους. Όλες αυτές οι προσπάθειες θα είναι δυσκολότερες στη νέα μας πραγματικότητα, αλλά αυτό τις καθιστά πιο σημαντικές. Τα θεσμικά μας όργανα έχουν επίσης επιλογή. Μέρος αυτού που έχει σοκάρει τον κόσμο για τη συνθηκολόγησή τους με την κυβέρνηση Τραμπ είναι η αποτυχία να κατανοήσουν ότι η ηθική επιλογή είναι ο καλύτερος δρόμος προς την αυτοσυντήρηση. Οι δικηγορικές εταιρείες μπορούν να επιλέξουν να ενδιαφέρονται περισσότερο για τον νόμο, παρά για το αν ένας ανάλγητος ανταγωνιστής θα πάρει μέρος της επιχείρησής τους. Τα πανεπιστήμια μπορούν να οικοδομήσουν αξιοπιστία μέσα σε ένα διασυνδεδεμένο κόσμο, αντί να επικυρώνουν το ψέμα ότι αν μερικοί φοιτητές φωνάζουν «Ελεύθερη Παλαιστίνη», είναι τούτο πιο επικίνδυνο από μια ακροδεξιά κατάληψη της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Αλλά και σε ατομικό επίπεδο, οι Αμερικανοί μπορούν να αποδείξουν ότι δεν θέλουν να ορίζονται από την ξενοφοβία του κ. Τραμπ.»
Σε μια εμφανή έκφραση ειλικρινούς ενδοσκόπησης και αυτοκριτικής, τονίζει ότι αφήνοντας πίσω τα τεράστια λάθη που έκαναν οι ελίτ τις τελευταίες δεκαετίες και δημιούργησαν το πολιτικό πλαίσιο για να επιστρέψει θριαμβευτικά ο Τραμπ με τη νοοτροπία ενός εμπρηστή, «πρόθεσή μας πρέπει να είναι να επιστρέψουμε στον κόσμο ως μία διαφορετική χώρα. Αυτό απαιτεί κάτι που οι Αμερικανοί δεν έκαναν πάντα καλά: Να ακούνε. Έχουμε πολλά να μάθουμε. Και κατά ειρωνικό τρόπο, τώρα έχουμε περισσότερα κοινά με ανθρώπους σε άλλες χώρες που ζουν υπό διαφθορά, απολυταρχία και ολιγαρχία. Ίσως αυτό το κεφάλαιο στην εθνική μας εμπειρία να γίνει η αφορμή (η ευκαιρία), να βρούμε ένα νέο είδος αλληλεγγύης με άλλους, που και οι ίδιοι έχουν περάσει από εκδοχές αυτού που βιώνουμε εμείς τώρα».
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι και η κατάληξη του άρθρου τού πολύπειρου Αμερικανού συγγραφέα, πολιτικού σχολιαστή και πρώην Αναπληρωτή Συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας για Στρατηγικές Επικοινωνίες, B.J. Rhodes: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα είναι ποτέ μια κανονική χώρα, αν συνεχιστεί αυτό. Ως ένα πολυφυλετικό έθνος, συνδεδεμένο με τον κόσμο και δεσμευμένο σε ένα σύνολο ελευθεριών που αποτελούν τον πυρήνα της ταυτότητάς μας, δεν θα μπορούσαμε ποτέ να αντέξουμε οικονομικά, ακολουθώντας το ανόητο μονοπάτι τού «America First», ενός συνθήματος που ισοδυναμούσε με συνθηκολόγηση με τον φασισμό».
(Σημ. γράφοντος: Παραπέμπει ασφαλώς στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι ΗΠΑ καθυστέρησαν πολύ να ανταποκριθούν στο κάλεσμα για αντίσταση στον Χίτλερ και τους συμμάχους του, και το έπραξαν μόνο μετά την ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, στις 7 Δεκεμβρίου 1941, εγκαταλείποντας την πολιτική της εσωστρέφειας και ουδετερότητας, που ήταν η κυρίαρχη τάση στην τότε αμερικανική κοινή γνώμη).
Και ο αρθρογράφος καταλήγει: «Η δύναμη της Αμερικής ανέκαθεν βασίζεται στο γεγονός ότι αποτελείται από ανθρώπους από κάθε γωνιά του κόσμου, ανθρώπους που αρνούνται να προσδιορίζονται από έναν ηγέτη ή να φοβούνται για το μέλλον. Σε μια εποχή που η ισχύς διαχέεται όλο και περισσότερο παγκοσμίως, η δημογραφική ποικιλομορφία στη χώρα μας πρέπει να θεωρείται πλεονέκτημα, αντί να μας τρομάζει ή να καταργείται μέσω μιας πολιτικής φόβου που κλείνει την πόρτα στον κόσμο. Αν επιμείνουμε σε αυτόν τον δρόμο, το ρεύμα της ιστορίας θα μας προσπεράσει, αφήνοντάς μας σε μια κατάσταση φόβου, παρακμής και φτώχειας. Αν όμως ξαναβρούμε την πίστη μας στη δύναμή μας, μπορούμε να επανέλθουμε στον κόσμο ως ενεργό κομμάτι του, ούτε ως κυρίαρχοι, ούτε ως εχθροί.»