Η ενεργειακή μετάβαση, η οποία κατά κύριο λόγο αφορά τη μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα στις αειφόρες πηγές ενέργειας, είναι ένα αναγκαίο και φιλόδοξο παγκόσμιο εγχείρημα που παρουσιάζει πολλές προκλήσεις. Μια σημαντική πρόκληση είναι η ανάγκη για ανάπτυξη υποδομών για την εγκατάσταση τεχνολογιών αποθήκευσης ενέργειας και υδρογόνου. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως η αιολική και η ηλιακή, είναι μεταβλητές πηγές ενέργειας και εξαρτώνται από τις καιρικές συνθήκες. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούν πάντα να παρέχουν σταθερή παροχή ενέργειας. Για να εξασφαλιστεί αξιόπιστος εφοδιασμός με ενέργεια, πρέπει να κατασκευαστούν πρόσθετες υποδομές, όπως συστήματα αποθήκευσης ενέργειας συμπεριλαμβανομένου του υδρογόνου και στην περίπτωση του ηλεκτρικού τομέα αναβάθμιση του συστήματος μεταφοράς. Αυτή είναι μια δαπανηρή και χρονοβόρα διαδικασία.
Μια άλλη πρόκληση είναι η ανάγκη μετάβασης σε έξυπνα και ψηφιοποιημένα ενεργειακά συστήματα. Αυτό απαιτεί μια ολοκληρωμένη και συντονισμένη προσέγγιση που περιλαμβάνει αλλαγές στην παραγωγή, τη μεταφορά, τη διανομή και την κατανάλωση ενέργειας. Απαιτείται επίσης η ανάπτυξη νέων πολιτικών, κανονισμών και κινήτρων για τη στήριξη της ενεργειακής μετάβασης. Μια τρίτη πρόκληση είναι οι κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις της ενεργειακής μετάβασης. Η μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας για παραγωγή ηλεκτρισμού θα οδηγήσει στο κλείσιμο σταθμών ηλεκτροπαραγωγής από ορυκτά καύσιμα, στην απώλεια θέσεων εργασίας σε αυτές τις βιομηχανίες και αρνητικές επιπτώσεις στις κοινότητες που εξαρτώνται από αυτές τις βιομηχανίες για την επιβίωσή τους. Είναι σημαντικό για τις κυβερνήσεις να αντιμετωπίσουν αυτές τις επιπτώσεις και να παράσχουν στήριξη στις πληγείσες κοινότητες. Τέλος, η ενεργειακή μετάβαση παρουσιάζει επίσης πολιτικές προκλήσεις. Ορισμένες κυβερνήσεις και επιχειρήσεις ήδη αντιστέκονται στην ενεργειακή μετάβαση για διάφορους λόγους, συμπεριλαμβανομένου του ενεργειακού κόστους, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να δημιουργηθεί πολιτική στήριξη για τις απαραίτητες πολιτικές και επενδύσεις για τη στήριξη της ενεργειακής μετάβασης.
Παρά τις προκλήσεις αυτές, η ενεργειακή μετάβαση είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση της επείγουσας απειλής της κλιματικής αλλαγής και τη διασφάλιση ενός βιώσιμου ενεργειακού μέλλοντος. Η ενεργειακή μετάβαση απαιτεί τη συνεργασία και τις προσπάθειες κυβερνήσεων, επιχειρήσεων και ατόμων σε όλο τον κόσμο. Απαιτεί επίσης σημαντικές επενδύσεις στην έρευνα, την ανάπτυξη και τις υποδομές. Με ισχυρή δέσμευση και τις σωστές πολιτικές και δράσεις, η ενεργειακή μετάβαση μπορεί να είναι επιτυχής και να προσφέρει πολλά οφέλη, όπως μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, βελτίωση της δημόσιας υγείας και αυξημένη ενεργειακή ασφάλεια.
Γiα αυτό χρειάζεται ο ριζικός μετασχηματισμός των ενεργειακών υποδομών με την κατάρτιση από το κάθε κράτος ολοκληρωμένης μακροπρόθεσμης αειφόρου ενεργειακής στρατηγικής σε όλους τους πυλώνες της ενέργειας, και όχι μόνο στον ηλεκτρικό τομέα, όπως είναι: (α) ο ενεργειακός τομέας θέρμανσης και ψύξης, (β) ο ενεργειακός τομέας μεταφορών, (γ) ο ενεργειακός τομέας ηλεκτρισμού, (δ) ο ενεργειακός τομέας εξοικονόμησης ενέργειας, (ε) ο ενεργειακός τομέας αξιοποίησης γηγενών υδρογονανθράκων και άλλων ενεργειακών πόρων και (στ) η προστασία και η διαχείριση κρίσιμων ενεργειακών υποδομών.
Η χώρα μας ως ένα μικρό νησιωτικό έθνος με σχετικά υψηλή εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, αντιμετωπίζει μια σειρά προκλήσεων κατά τη μετάβαση της σε ένα πιο βιώσιμο ενεργειακό μείγμα. Πιο συγκεκριμένα η Κύπρος, όπως και αρκετές άλλες χώρες, οικοδόμησε το σημερινό μοντέλο ανάπτυξης της στην υπερκατανάλωση των φυσικών της πόρων. Οι βασικοί στόχοι της αναπτυξιακής πολιτικής όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια των τελευταίων εξήντα ετών ήταν η οικονομική μεγέθυνση και η επίτευξη συνθήκων πλήρους απασχόλησης. Καμιά άλλη προτεραιότητα δεν είχε σημασία. Η εθνική στρατηγική της Κύπρου για την ανάπτυξη, όπως την ξέρουμε μέχρι σήμερα, σπάνια έχει λειτουργήσει με γνώμονα τα μακροχρόνια συμφέροντα των μελλοντικών γενεών.
H αειφόρος ενεργειακή στρατηγική της Κύπρου θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη, για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, την χρήση αειφόρων τεχνολογιών όπως την αύξηση του μεριδίου των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, των συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας και άλλων εναλλακτικών πηγών ενέργειας όπως είναι το υδρογόνο, την ενεργειακή ασφάλεια, την ανάπτυξη ηλεκτρικών διασυνδέσεων με την εσωτερική αγορά ηλεκτρισμού της ΕΕ και την προστασία των ενεργειακών υποδομών της χωράς μας. Ο ενεργειακός τομέας αναμένεται στα επόμενα χρόνια να είναι η ραχοκοκαλιά της οικονομίας μας. Το αειφόρο μέλλον της Κύπρου σχετίζεται άμεσα με την αποδοτική διαχείριση των αποθεμάτων υδρογονανθράκων της Κύπρου, με την μελλοντική περαιτέρω διείσδυση των αειφόρων τεχνολογιών και την ανάπτυξη διασυνδέσεων. Αυτοί οι τομείς εάν αναπτυχθούν ορθολογιστικά θα επιτρέψουν την αύξηση των θέσεων εργασίας και την ανάπτυξη.
Η μετάβαση σε ένα πιο βιώσιμο ενεργειακό μείγμα στην Κύπρο θα απαιτήσει σημαντικές επενδύσεις σε αειφόρες τεχνολογίες, έξυπνες ενεργειακές υποδομές, τεχνολογίες υδρογόνου, καθώς και εκπαίδευση και δημόσια δέσμευση για την στήριξη της ενεργειακής μετάβασης. Ενώ αυτές οι προκλήσεις μπορεί να φαίνονται τρομακτικές, τα μακροπρόθεσμα οφέλη ενός πιο βιώσιμου ενεργειακού μείγματος, συμπεριλαμβανομένων των χαμηλότερων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, της βελτιωμένης ποιότητας του αέρα και της ενεργειακής ασφάλειας, καθιστούν την ενεργειακή μετάβαση αναγκαία για το μέλλον των αυριανών γενεών της Κύπρου.
Δρ. Ανδρέας Πουλλικκάς
Πρόεδρος Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας Κύπρου