Κώστας Μαυρίδης*
Στα χρόνια προς τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η εμμονή του βρετανού πρωθυπουργού Τσάμπερλεν στην πολιτική του κατευνασμού με συνεχείς υποχωρήσεις, απαξιώνοντας την ανυποχώρητη προάσπιση κόκκινων γραμμών, εξέθρεψε το χιτλερικό θηρίο. Εκείνο το μοιραίο σφάλμα, το οποίο η ανθρωπότητα πλήρωσε με εκατόμβες θυμάτων, καταγράφηκε ως μια ντροπιαστική σελίδα στην παγκόσμια ιστορία και η «κατευναστική πολιτική» έγινε, έκτοτε, συνώνυμο της έλλειψης διορατικότητας και της εμμονικής πλάνης έναντι ενός έκδηλου επεκτατισμού.
Απέναντι στον τουρκικό επεκτατισμό, η κατευναστική πολιτική των συνεχών υποχωρήσεων, υπήρξε για δεκαετίες η πολιτική της Αθήνας, με την Λευκωσία αναπόφευκτα να ακολουθεί. Αυτή άλλωστε ήταν η πολιτική που οι εγχώριες ελίτ εμμονικά υποστήριζαν, καθώς ο τουρκικός επεκτατισμός προχωρούσε βήμα-βήμα: με παραβιάσεις εθνικού εναέριου χώρου, υπερπτήσεις ελληνικών νησιών, απειλή κήρυξης πολέμου σε περίπτωση άσκησης εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και τελευταία, με το «Τουρκολυβικό Μνημόνιο» που ακρωτηριάζει τα κυριαρχικά δικαιώματα Ελλάδας-Κύπρου και με αμφισβήτηση της κυριαρχίας ελληνικών νησιών του Αιγαίου και ουσιαστικά της Αν. Μεσογείου που περικλείει την Κύπρο.
Το 2020, ο έξαλλος Ερντογάν που απαιτούσε το μισό Αιγαίο, υποχρέωσε τις εγχώριες ελίτ να «σιωπήσουν» και την Αθήνα να αντιμετωπίσει ορθολογικά τον τουρκικό επεκτατισμό: με οικονομική, διπλωματική, και προπάντων αμυντική ισχύ σε μια πανεθνική στρατηγική αποτροπής κι ετοιμότητας. Η ετοιμότητα της Αθήνας για ασύμμετρη στρατιωτική ανταπόδοση σε περίπτωση τουρκικής απόπειρας για κατάληψη νησιού, κατέστησε την πολεμική επιλογή απαγορευτική για την Τουρκία. Καθώς η ενδυναμωμένη Αθήνα ανέδειξε έντονα τις τουρκικές παρανομίες, κερδίζοντας αξιοπιστία μαζί με διεθνή και ευρωπαϊκή στήριξη, προέκυψε μια πρωτοφανής ευνοϊκή συγκυρία για τα εθνικά θέματα. Με «παγωμένες» τις ευρωτουρκικές σχέσεις, την αντιπαλότητα Ερντογάν με τη Δύση, τα προβλήματα της τουρκικής οικονομίας και άλλα, η αναζήτηση προσωρινού «διεξόδου» κατέστη αναγκαία για τον Ερντογάν. Αυτή ήταν η ευκαιρία για Αθήνα-Λευκωσία να πρωτοστατήσουν στην επαναδιαμόρφωση των ευρωτουρκικών σχέσεων ώστε οι παράνομες τουρκικές διεκδικήσεις και «κεκτημένα» του τουρκικού επεκτατισμού να ανατραπούν, αντί να εδραιωθούν μέσω ενός διαλόγου Ελλάδας-Τουρκίας επί «διμερών διαφορών».
Στην κρίσιμη ώρα επανακαθορισμού των ευρωτουρκικών σχέσεων, η Αθήνα έκανε μεταστροφή προς την «διμερή διαπραγμάτευση» και η ευνοϊκή συγκυρία στο ευρωπαϊκό πλαίσιο με κοινό μέτωπο Ελλάδας-Κύπρου απέναντι στις τουρκικές παρανομίες, χάθηκε, ενώ οι εγχώριοι «φωστήρες» μιλάνε πάλι για νέες ευκαιρίες μέσω … υποχωρήσεων. Όμως, δεν μιλάνε για τον Ευρωπαϊκό Χάρτη της Σεβίλλης όπου οι ΑΟΖ Ελλάδας-Κύπρου εφάπτονται συνδέοντας την ενδιάμεση θαλάσσια περιοχή. Ούτε εξηγούν την εμμονική τους άρνηση για ρύθμιση ΑΟΖ Ελλάδας-Κύπρου, η οποία επέτρεψε στην Τουρκία να «εισβάλει» στον ενδιάμεσο θαλάσσιο χώρο με το «Τουρκολυβικό Μνημόνιο».
Σήμερα, οι εγχώριες ελίτ βλέπουν … ευκαιρίες στο «διάλογο» Ελλάδας-Τουρκίας για τις «διμερείς διαφορές» τους καθώς η ευνοϊκή συγκυρία χάνεται. Ως μονίμως εγχώριοι «χαρούμενοι» νομίζουν ότι το τουρκικό θηρίο χόρτασε, αλλά θα πέσουν έξω, όπως έξω έπεσαν όσοι για δεκαετίες νόμιζαν ότι θα χορτάσει το τουρκικό θηρίο εγκαταλείποντας την Κύπρο.
*Ευρωβουλευτής ΔΗΚΟ (S&D), Πρόεδρος Πολιτικής Επιτροπής για την Μεσόγειο