της Έλενας Ανδρέου*
Οι αρχές Κυκλικής Οικονομίας δεν κάτι καινούριο, ούτε επινόηση της τελευταίας δεκαετίας. Το 1966 ο Kenneth Boulding, ένας οικονομολόγος, έδωσε μια διάλεξη που έγινε διάσημη: The Economics of the Coming Spaceship Earth. Αντιπαράβαλε μια ανοιχτή οικονομία και μια κλειστή οικονομία. Την ανοιχτή οικονομία την ονόμασε «οικονομία καουμπόη», όπου ο καουμπόη είναι συμβολικός των απαρατήρητων πεδιάδων και επίσης συνδέθηκε με απερίσκεπτη, εκμεταλλευτική, ρομαντική και βίαιη συμπεριφορά, που είναι χαρακτηριστικό των ανοιχτών κοινωνιών. Η κλειστή οικονομία του μέλλοντος μπορεί ομοίως να ονομαστεί «spaceman οικονομία» (οικονομία του αστροναύτη), όπου η γη έχει γίνει ένα ενιαίο διαστημόπλοιο, χωρίς απεριόριστες δυνατότητες, είτε για εξόρυξη είτε για ρύπανση. Οι άνθρωποι πρέπει να βρουν τη θέση τους σε ένα κυκλικό οικολογικό σύστημα που να είναι ικανό για συνεχή παραγωγή υλικών. Ο όρος κυκλική οικονομία ξεκίνησε να εμφανίζεται από το 1990 και μετέπειτα.
Αν ανατρέξουμε σε παλαιότερες δεκαετίες και ρωτήσουμε τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας, θα μας διηγηθούν ιστορίες από την καθημερινή ζωή της εποχής τους, όπου οι πρακτικές της Κυκλικής Οικονομίας αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας τους. Παρόλο που δεν γνώριζαν τον όρο «Κυκλική Οικονομία», εφάρμοζαν αυτές τις πρακτικές, κυρίως λόγω περιορισμένων πόρων και με σεβασμό προς τη φύση, όπως τα παραδείγματα που ακολουθούν. Ορισμένα από αυτά ενδέχεται να είναι γνωστά σε κάποιους, ενώ άλλα ενδέχεται να εξακολουθούν να εφαρμόζονται. Ωστόσο, στη σημερινή εποχή των γρήγορων ρυθμών και των αμέτρητων επιλογών, πολλές από αυτές τις παραδοσιακές πρακτικές σιγά-σιγά εξαφανίζονται ή παραμένουν περιορισμένες.
Μείωση: Σε μια παραδοσιακή Κύπρο των περασμένων δεκαετιών και κυρίως στην ύπαιθρο, η κατανάλωση κρέατος δεν ήταν συχνή. Κάθε οικογένεια συνήθως έκτρεφαν μερικά ζώα φάρμας, όπως γουρούνια, κατσίκες και κότες. Τα ζώα αυτά τρέφονταν με υπολείμματα φαγητού, όπως φλούδες φρούτων και λαχανικών, δημιουργώντας έναν φυσικό κύκλο αξιοποίησης των βιολογικών υλικών. Παράλληλα με την αποφυγή της δημιουργίας βιολογικών αποβλήτων, η κάθε οικογένεια ήταν ανθεκτική μιας και παρήγαγε βασικά προϊόντα όπως γάλα και αυγά. Επίσης, τα βιολογικά υλικά μαζεύονταν σε ένα σωρό στην αυλή και δημιουργούσαν χρήσιμο εδαφοβελτιωτικό για τα οπωροφόρα δέντρα της αυλής.
Επαναχρησιμοποίηση: Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που η επαναχρησιμοποίηση των γυάλινων μπουκαλιών ήταν υποχρεωτική. Αναψυκτικά και μπύρες διατίθενταν αποκλειστικά σε γυάλινα μπουκάλια, πριν οι γυάλινες συσκευασίες αντικατασταθούν από τις πλαστικές και αλουμίνιο. Σε εκείνη τη ρετρό εποχή, οι Κύπριοι ήταν υποχρεωμένοι να επιστρέφουν τα άδεια μπουκάλια αναψυκτικών και μπύρας στον μπακάλη, όπου οι εταιρείες αναλάμβαναν την επαναχρησιμοποίηση τους καταβάλλοντας ένα μικρό αντίτιμο. Σήμερα το Σύστημα Εγγυοδοσίας ανακύκλωσης συσκευασιών (DRS) είναι μια περιβαλλοντική πρωτοβουλία που αποσκοπεί στην ενθάρρυνση της ανακύκλωσης των συσκευασιών ποτών με την εφαρμογή ενός τέλους κατάθεσης στο σημείο αγοράς. Οι καταναλωτές πληρώνουν αυτό το ποσό κατά την αγορά ενός ποτού και λαμβάνουν επιστροφή χρημάτων κατά την επιστροφή του άδειου περιέκτη σε καθορισμένα σημεία συλλογής, όπως οι αντίστροφοι αυτόματοι πωλητές ή οι συμμετέχοντες λιανοπωλητές. Το σύστημα αυτό αποσκοπεί στη μείωση των απορριμμάτων, στην αύξηση των ποσοστών ανακύκλωσης και στην προώθηση της κυκλικής οικονομίας, διασφαλίζοντας ότι τα δοχεία ποτών επαναχρησιμοποιούνται ή ανακυκλώνονται αποτελεσματικά.
Στην Ευρώπη, αρκετές χώρες έχουν εφαρμόσει με επιτυχία το DRS, επιτυγχάνοντας υψηλά ποσοστά συλλογής για τις συσκευασίες ποτών. Για παράδειγμα, χώρες όπως η Γερμανία, η Δανία και η Σουηδία έχουν καθιερώσει DRS που καλύπτουν διάφορα υλικά, συμπεριλαμβανομένων των φιαλών PET, των κουτιών αλουμινίου και των γυάλινων φιαλών. Τα συστήματα αυτά έχουν επιδείξει σημαντική επιτυχία στη μείωση των απορριμμάτων και στην αύξηση των ποσοστών ανακύκλωσης.
Στην Κύπρο οι Κανονισμοί για την εγκαθίδρυση και λειτουργία συστημάτων εγγυοδοσίας συσκευασιών, βρίσκονται στο τελικό στάδιο διαβούλευσης και ευελπιστούμε σύντομα να το δούμε να αναπτύσσεται και στη χώρα μας.
Επισκευές: Η επισκευή και η μεταποίηση των προϊόντων ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας πριν μερικές δεκαετίες. Οι τσαγκάρηδες (ή σκαρπάρηδες) και οι μοδίστρες (και ράφτες και υποδηματοποιοί), αποτελούσαν απαραίτητα επαγγέλματα σχεδόν σε κάθε χωριό, με τουλάχιστον έναν τσαγκάρη και μια μοδίστρα να επιδιορθώνουν παπούτσια και ρούχα αντίστοιχα. Οι μοδίστρες συχνά προσάρμοζαν τα ρούχα, μικραίνοντας τα, μακραίνοντας τα ή και ακόμα και μεταποιώντας τα για να τα φέρουν σε νέα μόδα.
Στην εποχή μας, αν και υπάρχουν άνθρωποι που συνεχίζουν τα επαγγέλματα του τσαγκάρη και της μοδίστρας, η εύκολη πρόσβαση στα καταστήματα και οι χαμηλές τιμές αγοράς νέων προϊόντων, έχουν περιορίσει την ανάγκη για επισκευές. Αυτή η αλλαγή έχει οδηγήσει στην δημιουργία μεγάλων ποσοτήτων ρούχων και παπουτσιών, τροφοδοτώντας το φαινόμενο του fast fashion[1] και προκαλώντας σοβαρές οικολογικές συνέπειες[2]. Κάπως έτσι, τα επαγγέλματα που σχετίζονται με τις επισκευές, σήμερα τείνουν να εξαφανιστούν. Μία από τις δράσεις που προωθεί το ΚυκλΟΙΚΟδρόμιο, είναι η προώθηση των κέντρων επισκευών, αναρτημένων σε διαδικτυακή πλατφόρμα, για να διευκολύνει την πρόσβαση από τους ενδιαφερόμενους, όπως επίσης και οι δράσεις που διοργανώνει ώστε να προωθήσει την εναλλακτική αξιοποίηση των υφασμάτων και να ευαισθητοποιήσει το κοινό σχετικά με τις οικολογικές ζημιές που προκαλεί η μη βιώσιμη παραγωγή και κατανάλωση κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων.
Ανακατασκευή: Στην Κύπρο, η ανακατασκευή επίπλων, ειδικά καναπέδων και πολυθρόνων, ήταν πριν μερικές δεκαετίες πιο συνηθισμένη από την αγορά νέων προϊόντων. Ένας ταπετσιέρης και ένας ξυλουργός μπορούσαν να δημιουργήσουν μοντέρνα έπιπλα, αξιοποιώντας τον αρχικό σκελετό ενός παλιού επίπλου. Η αλλαγή υφάσματος στα μαξιλάρια του καναπέ ήταν μια οικονομική και φιλική προς το περιβάλλον λύση, καθώς μείωνε τα απορρίμματα και άφηνε μικρότερο οικολογικό αποτύπωμα. Επίσης, για την παραγωγή παραδοσιακών κυπριακών καρεκλών (τόνενες καρέκλες) που κατασκεύαζαν στο χέρι μια-μια, χρησιμοποιούνταν βιώσιμα υλικά όπως το φλούδιν που μπορεί να το βρει κάποιος μέσα σε ποταμούς και ξύλο οξιάς.
Σήμερα, παρότι εξακολουθούν να υπάρχουν επαγγελματίες ταπετσάρηδες και ξυλουργοί, η ανάγκη για ανακατασκευή έχει περιοριστεί, καθώς η αγορά προσφέρει οικονομικές επιλογές για νέα έπιπλα. Ωστόσο, υπάρχουν ακόμα τεχνίτες που ειδικεύονται στην ανακατασκευή επίπλων, διατηρώντας έτσι ζωντανή μια παράδοση που προάγει τη βιώσιμη χρήση των υλικών. Επίσης στην πλατφόρμα circular for all που λειτουργεί το ΚυκλΟΙΚΟδρόμιο μπορεί κανείς να βρει τεχνίτες και εργαστήρια επιδιορθώσεων και επισκευών για διάφορα αντικείμενα.
Βρίσκω νέες χρήσεις: Όλοι έχουμε στο σπίτι μας ή τουλάχιστον έχουμε δει, τα πολύχρωμα χαλιά και κουβέρτες που υφαίνονται στον αργαλειό με νήματα και λωρίδες από παλιά υφάσματα. Η χρήση του αργαλειού ή «Βούφας» χρονολογείται στην Κύπρο από τον 19ο αιώνα, όταν οι κάτοικοι του νησιού δημιουργούσαν υφαντά με χαρακτηριστικά μοτίβα, που διαφοροποιούνταν ανάλογα με την περιοχή και την εποχή. Αρχικά, χρησιμοποιούσαν μόνο νήματα και κλωστές, ενώ στα πιο σύγχρονα έργα, όπως τα χαλιά και οι τσάντες, αξιοποιούσαν και παλιά υφάσματα (από σεντόνια, φανέλες, φορέματα κ.α.) κομμένα σε λεπτές μακριές λωρίδες. Αυτά τα υφάσματα περνούσαν με τη σαΐτα (το μακούτζ’ιν) ανάμεσα στα νήματα, δημιουργώντας πολύχρωμες συνθέσεις, με την αξιοποίηση παλιών υφασμάτων δίνοντας στα υφάσματά μια νέα χρήση (πέφτζια).
Πλέον, παρατηρούμε αξιοσημείωτες προσπάθειες και καινοτόμες πρακτικές επαναξιολόγησης προϊόντων, είτε για τη δημιουργία εναλλακτικών και ιδιαίτερων μορφών τέχνης, είτε για την κάλυψη μιας ανάγκης να αξιοποιήσουμε τα υλικά που έχουμε στην διάθεσή μας, αντί να τα απορρίψουμε ως απόβλητα.
Μελετώντας την κυπριακή καθημερινότητα των περασμένων δεκαετιών, εντοπίζουμε πολλά παραδείγματα κυκλικής οικονομίας, όπως η κοινή χρήση και ανταλλαγή πόρων. Συγκεκριμένα, υπήρχε συχνή ανταλλαγή προϊόντων με τους γείτονες, όπως φρούτα, λαχανικά και άλλα αγροτικά προϊόντα, με σκοπό την εξοικονόμηση πόρων και την κάλυψη των αναγκών των οικογενειών. Επίσης, οι άνθρωποι συνήθισαν να φτιάχνουν μόνοι τους ορισμένα αντικείμενα ανάγκης, αξιοποιώντας υλικά και πόρους από το περιβάλλον τους, όπως πήλινα δοχεία, τσέστες, καλάθια κ.α. Το πλαστικό δεν ήταν μέρος της ζωής τους, δεν είχαν πλαστικές σακούλες για τα ψώνια τους αλλά είχαν ταγάρια (πάνινες τσάντες πολλαπλών χρήσεων) και έκαναν αγορές τοπικών προϊόντων.
Αυτές οι πρακτικές δείχνουν τη βαθιά σύνδεση της κυπριακής κοινωνίας με τις αρχές της κυκλικής οικονομίας, πολύ πριν αυτή καταστεί μια επίσημη έννοια. Αφού η βιώσιμη διαχείριση των πόρων και ο σεβασμός προς το περιβάλλον ήταν βασικές αρχές επιβίωσης και τρόπος ζωής. Ωστόσο, στην εποχή της υπερκατανάλωσης, που ζούμε με σύγχρονες συνήθειες και ανέσεις, η εφαρμογή πρακτικών κυκλικής οικονομίας και αειφορίας, ίσως από κάποιους θεωρούνται υπερβολικά προοδευτικές ή καινοτόμες.
[1] Fast fashion is the constant provision of new styles at very low prices. Fast Fashion είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει φθηνά και χαμηλής ποιότητας ρούχα που παράγονται γρήγορα και κυκλοφορούν γρήγορα στην αγορά για να ανταποκριθούν στις νέες τάσεις.
[2] Σύμφωνα με δημοσίευση στην ιστοσελίδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβούλιού, για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τα υφάσματα δείχνουν ότι το 2020 η κατανάλωση των υφασμάτων ανά άτονο στην ΕΕ απαιτεί 400m2 γη, 9m3 νερό, 391 kg πρώτη ύλη, και προκαλεί οικολογικό αποτύπωμα άνθρακα που φτάνει τα 270kg. Περισσότερα εδώ.
*Ειδικός σε θέματα περιβάλλοντος, ΚυκλΟΙΚΟδρόμιο