Του Χρ. Χριστοδούλου-Βόλου*
Η πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της ΕΕ να επιβάλει από την 1η Ιουλίου 2026 σταθερό δασμό 3 ευρώ σε όλα τα μικρά δέματα αξίας κάτω των 150 ευρώ που εισέρχονται στην ευρωπαϊκή αγορά έχει ήδη προκαλέσει έντονες συζητήσεις. Πρόκειται για μία προσωρινή, όπως χαρακτηρίζεται, παρέμβαση έως ότου τεθεί σε ισχύ το μόνιμο καθεστώς που συμφωνήθηκε τον Νοέμβριο του 2025, αλλά στην πραγματικότητα αποτελεί σημαντική αλλαγή για τον καταναλωτή, τις επιχειρήσεις και το εμπόριο εν γένει. Το ζήτημα, ωστόσο, απαιτεί ψύχραιμη και αναλυτική προσέγγιση, διότι πίσω από τις θετικές προθέσεις υπάρχουν συνέπειες που δεν πρέπει να αγνοηθούν.
Καταρχάς, η ΕΕ στηρίζει το μέτρο στο επιχείρημα του αθέμιτου ανταγωνισμού έναντι των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων. Είναι αλήθεια ότι πολλές αποστολές από τρίτες χώρες, κυρίως μέσω μεγάλων πλατφορμών ηλεκτρονικού εμπορίου, εισέρχονται σήμερα αδασμολόγητες λόγω του ισχύοντος καθεστώτος απαλλαγής για χαμηλής αξίας προϊόντα. Ωστόσο, ο ενιαίος δασμός των 3 ευρώ δεν κάνει καμία διάκριση ανάμεσα σε προϊόντα μικρής αξίας και σε προϊόντα κοντά στο όριο των 150 ευρώ. Έτσι, ένα αντικείμενο αξίας 1 ή 2 ευρώ επιβαρύνεται αναλογικά πολύ περισσότερο από ένα προϊόν αξίας 140 ευρώ. Αυτό δημιουργεί εγγενή στρέβλωση, η οποία πιθανότατα θα πλήξει κυρίως καταναλωτές χαμηλότερου εισοδήματος που συνήθως πραγματοποιούν μικρές, οικονομικές αγορές από τρίτες χώρες.
Επιπλέον, το γεγονός ότι ο δασμός εφαρμόζεται μόνο για πωλητές που είναι εγγεγραμμένοι στο σύστημα IOSS (Import One–Stop Shop),[1] το οποίο ήδη καλύπτει περίπου το 93% των ηλεκτρονικών ροών προς την ΕΕ, σημαίνει ότι η συντριπτική πλειονότητα των εισαγωγών θα επιβαρυνθεί. Αν και αυτό παρουσιάζεται ως πλεονέκτημα για την απλότητα του συστήματος, δημιουργεί το ερώτημα εάν στην πράξη ενισχύει τις μεγάλες πλατφόρμες που έχουν ήδη υποχρεωθεί να συμμορφωθούν με το IOSS, αφήνοντας σε μειονεκτική θέση μικρότερους πωλητές από τρίτες χώρες που πιθανόν να δυσκολευτούν να ανταποκριθούν σε πρόσθετες γραφειοκρατικές απαιτήσεις.
Από πλευράς καταναλωτή, οι συνέπειες είναι άμεσες: υψηλότερο κόστος ανά παραγγελία, πιθανές καθυστερήσεις στη διεκπεραίωση και κίνδυνος να χαθεί η μέχρι τώρα ελκυστικότητα μικρών αγορών από το εξωτερικό. Το επιχείρημα της ΕΕ ότι ο δασμός θα βελτιώσει την ασφάλεια και την υγεία των καταναλωτών, αν και βάσιμο ως προς την ανάγκη ελέγχων, δεν αποδεικνύεται ότι επιτυγχάνεται μέσω ενός οριζόντιου τέλους. Το νέο μέτρο δεν συνοδεύεται από ενίσχυση των τελωνειακών υποδομών ούτε από στοχευμένους ελέγχους προϊόντων υψηλού κινδύνου. Αντίθετα, η επιβολή ενός σταθερού ποσού λειτουργεί περισσότερο ως φοροεισπρακτικός μηχανισμός παρά ως εργαλείο προστασίας.
Για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα τις μικρομεσαίες, η απόφαση αποτελεί μικτή είδηση. Αφενός, μειώνει το πλεονέκτημα που είχαν μέχρι τώρα οι πωλητές εκτός ΕΕ που έστελναν αδασμολόγητες μικροαποστολές. Αφετέρου, όμως, δεν αντιμετωπίζει τα δομικά προβλήματα που εμποδίζουν την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων: το υψηλό κόστος παραγωγής, τις αυστηρές ρυθμίσεις και τη δυσκολία πρόσβασης σε πρώτες ύλες. Ο δασμός, επομένως, λειτουργεί ως «μπάλωμα» και όχι ως πραγματική ενίσχυση της ευρωπαϊκής παραγωγής.
Αξίζει επίσης να τονιστεί ο περιβαλλοντικός ισχυρισμός της ΕΕ. Παρότι περισσότερα μικρά δέματα πράγματι σημαίνουν αυξημένο ανθρακικό αποτύπωμα, η επιβολή ενός ενιαίου τέλους δεν κατευθύνει ούτε ενθαρρύνει πιο πράσινες πρακτικές στη μεταφορά ή στη συσκευασία. Και εδώ, λοιπόν, η δικαιολόγηση φαίνεται περισσότερο επικοινωνιακή παρά ουσιαστική.
Τέλος, η πρόβλεψη ότι η Επιτροπή θα εξετάζει την πιθανή επέκταση του μέτρου και σε μη εγγεγραμμένους στο IOSS πωλητές δημιουργεί μια προοπτική ακόμη μεγαλύτερης επιβάρυνσης στο μέλλον. Με την προσωρινή λύση να κινείται προς μονιμοποίηση, η αγορά βρίσκεται μπροστά σε ένα νέο τελωνειακό τοπίο που απαιτεί προσεκτική προσαρμογή.
Συμπερασματικά, το μέτρο, αν και παρουσιάζεται ως εργαλείο εξυγίανσης του εμπορίου, κινδυνεύει να λειτουργήσει ως επιπλέον βάρος για τους Ευρωπαίους καταναλωτές και ως ανεπαρκής απάντηση στα πραγματικά προβλήματα ανταγωνιστικότητας και ελέγχου της αγοράς. Μια πιο στοχευμένη, αναλογική και διαφανής πολιτική θα ήταν πιο ωφέλιμη τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τους πολίτες της ΕΕ.
* Αναπληρωτής Καθηγητής Οικονομικών και Χρηματοοικονομικών και Προέδρος του Τμήματος Οικονομικών και Διοίκησης του Πανεπιστήμιου Νεάπολις Πάφος
[1] Το IOSS είναι ένα ηλεκτρονικό σύστημα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) που εισήγαγε η ΕΕ για την απλοποίηση της συμμόρφωσης με τον ΦΠΑ για επιχειρήσεις που πωλούν αγαθά από χώρες εκτός ΕΕ σε πελάτες εντός ΕΕ.



