Το ευρώ έχει ενισχυθεί σε υψηλό τριετίας έναντι του δολαρίου, κερδίζοντας πάνω από 10% σε αξία έναντι του αμερικανικού νομίσματος. Και αυτό παρά το γεγονός ότι, μετά την ορκωμοσία του Τραμπ, δέχτηκε αρχικά ισχυρή πίεση. Τότε το ένα ευρώ κόστιζε γύρω στο 1,04 δολάρια. Οι οικονομολόγοι περίμεναν μάλιστα ότι το ενιαίο νόμισμα θα αξίζει – για πρώτη φορά μετά από 10 χρόνια – όσο ένα δολάριο.
Αλλά όταν ο Τραμπ ανακοίνωσε το μεγάλο πακέτο δασμών στις αρχές Απριλίου, η διάθεση άλλαξε. Το δολάριο έχασε επίσης αξία. Όταν ο αμερικανός πρόεδρος ανέστειλε ξαφνικά τους περισσότερους δασμούς για 90 ημέρες, οι μετοχές ανέκαμψαν, αλλά το δολάριο συνέχισε να χάνει την αξία του, ακόμη πιο γρήγορα.
«Αν ο στόχος του προέδρου Τραμπ ήταν να αποδυναμώσει το δολάριο, αυτό φαίνεται ότι θα επιτευχθεί σταδιακά», λέει ο Λορέντσο Ιπόλιτι, επικεφαλής οικονομολόγος της Cube Investment Research.
Ο κίνδυνος με τα ομόλογα
Αυτό, ωστόσο, που πιθανώς δεν ήταν μεταξύ των στόχων του Προέδρου των ΗΠΑ ήταν μια απότομη αύξηση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων, που σημαίνει αύξηση των τόκων του δημοσίου χρέους και των δαπανών αναχρηματοδότησης των ομολόγων που λήγουν το φθινόπωρο και υπολογίζονται σε 7 τρισεκατομμύρια ευρώ. Και την ίδια ώρα πνέουν και οι άνεμοι της ύφεσης.
«Οι φόβοι για ύφεση, αλλά κυρίως η αβεβαιότητα γύρω από τις αποδόσεις των ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου, θέτουν υπό αμφισβήτηση την ασφαλή θέση του δολαρίου», τονίζουν παράγοντες της αγοράς συναλλάγματος.
Η άνοδος των αποδόσεων των ομολόγων και η πτώση του δολαρίου είναι μια ασυνήθιστη κατάσταση. Τα κρατικά ομόλογα θεωρούνται ασφαλές καταφύγιο, όπως και το δολάριο, σε περιόδους αναταραχής στην αγορά. «Θα χρειαστεί μια ευρύτερη επανεξέταση των προστατευτικών πολιτικών του προέδρου Τραμπ για να αποκατασταθεί η ζημιά στο δολάριο», λέει ο Φράντισεκ Ταμπόσκι, επικεφαλής οικονομολόγος της ING. «Το ερώτημα μιας πιθανής κρίσης εμπιστοσύνης στο δολάριο έχει πλέον οριστικά απαντηθεί: βιώνουμε μια πλήρη κρίση», πρoσθέτει.
Θα συνεχιστεί η ενίσχυση του ευρώ;
Σύμφωνα πάντως με τον Πήτερ Κινσέλα, επικεφαλής στρατηγικής στη Union Bancaire Privée (UBP), «ο κύριος καταλύτης πάντως είναι η προφανής προσπάθεια επαναπατρισμού από ευρωπαίους επενδυτές, οι οποίοι πωλούν περιουσιακά στοιχεία σε δολάρια και επαναφέρουν κεφάλαια στην ευρωζώνη».
Δεδομένης της υψηλής αστάθειας, «το 1,15 είναι ένας εύλογος βραχυπρόθεσμος στόχος για την ισοτιμία ευρώ-δολαρίου, εκτός εάν οι αποφάσεις από την Ουάσιγκτον αποκαταστήσουν κάποια εμπιστοσύνη στο αμερικανικό νόμισμα», λέει ο Ταμπόρσκι.
Ο Κινσέλα της UBP πιστεύει πάντως ότι το ευρώ θα συνεχίσει να ενισχύεται έναντι του δολαρίου και «μια ισοτιμία προς τα επίπεδα 1,20, το 2026 είναι απολύτως εφικτή».
Για την Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο οι αλλαγές είναι δίκοπο μαχαίρι. Οι χώρες με εναλλακτικά αποθεματικά νομίσματα όπως το ευρώ ενδέχεται να διαπιστώσουν ότι ο δημοσιονομικός τους χώρος αυξάνεται. Ωστόσο, μια ισχυρότερη ανατίμηση του ενιαίου νομίσματος μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τις ευρωπαϊκές εξαγωγές.
«Ένα ισχυρό ευρώ συνιστά πλήγμα για τους ευρωπαίους εξαγωγείς, καθώς καθιστά τα ευρωπαϊκά προϊόντα λιγότερο ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές», λένε στη Ναυτεμπορική παράγοντες της αγοράς.
Μένει να φανεί πώς θα αντιδράσει η ΕΚΤ στη συνεδρίαση της Μεγάλης Πέμπτης. Η αγορά έχει σχεδόν προεξοφλήσει βέβαια τη μείωση κατά 25 μονάδες βάσης του επιτοκίου καταθέσεων στο 2,25%, αλλά αναμένει να δει τι ακριβώς πορεία θα χαράξει η Κριστίν Λαγκάρντ, εν αναμονή και της συνεδρίασης του Μαΐου της Fed.
Κίνδυνος αποδολαριοποίησης
Για τον Γκρεγκ Μέγερ, ανώτερο οικονομολόγο στην Allianz Global Investors, η αύξηση των δασμών αντιπροσωπεύει απειλή για την οικονομική ανάπτυξη των ΗΠΑ, αλλά υπάρχει μια πιο ανησυχητική εξήγηση για την πρόσφατη αδυναμία του αμερικανικού νομίσματος: η αποδολαριοποίηση.
«Αν τα αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία γίνουν διαρθρωτικά, λιγότερο αξιόπιστα, το παγκόσμιο κεφάλαιο θα μετακινηθεί φυσικά αλλού. Αυτό θα μπορούσε να διαβρώσει την κατάσταση του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος», λέει ο Μέγερ. Σύμφωνα με τους αναλυτές της ING, «το ευρώ παραμένει βασικός αποδέκτης των εκροών δολαρίων» και η ενίσχυση του ενιαίου νομίσματος είναι «σχεδόν εξ ολοκλήρου συνάρτηση της απώλειας εμπιστοσύνης στο δολάριο».
«Παρά την αντιστροφή του προέδρου Τραμπ για τους δασμούς, η ζημιά στο δολάριο έχει ήδη γίνει», γράφει ο ειδικός σε θέματα συναλλάγματος Γιώργος Σαράβελος. «Η αγορά επανεκτιμά τη διαρθρωτική ελκυστικότητα του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος», τονίζει. Βλέπει μάλιστα μια «διαδικασία «ταχείας αποδολαριοποίησης» και αυτή η εξέλιξη θα αναγκάσει τις ΗΠΑ να είναι πιο «φιλικές». Η εξωτερική πολιτική θα επηρεάσει τις χρηματοπιστωτικές αγορές των ΗΠΑ στο μέλλον, υποστηρίζει ο Σαράβελος. Σε περίπτωση αποδολαριοποίησης, η σταθερότητα των αγορών των ΗΠΑ θα «εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από μια μη συγκρουσιακή εξωτερική και οικονομική πολιτική για τη διασφάλιση της χρηματοδότησής της».
Διπλό έλλειμμα
Υπάρχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό για τη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου», λένε παράγοντες της αγοράς: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι η μόνη χώρα στον κόσμο που μπορεί να αντέξει ένα τεράστιο διπλό έλλειμμα τόσο στον κρατικό προϋπολογισμό, όσο και στο εξωτερικό εμπόριο. Ο λόγος είναι η εξαιρετική θέση του δολαρίου. Όσο περισσότερο όμως το δολάριο χάνει αυτόν τον ρόλο, τόσο μικρότερο είναι το δημοσιονομικό έλλειμμα που μπορούν ακόμη να αντέξουν οικονομικά οι ΗΠΑ χωρίς να καταστραφούν.
Άλλωστε, δεν ήταν χωρίς λόγο ότι η υποχώρηση – έστω και προσωρινή – του προέδρου Τραμπ στη διαμάχη για τους δασμούς. Με εξαίρεση φυσικά τον μεγάλο αντίπαλο – την Κίνα.