Είναι σαφές ότι για την Τουρκία, η συνάντηση Μπάιντεν-Ερντογάν την προσεχή Δευτέρα, στις Βρυξέλλες, στο περιθώριο της Συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ, θεωρείται – και είναι- πολύ κρίσιμη. Γι΄αυτό και ο τούρκος Πρόεδρος φρόντισε, εν όψει της συνάντησης αυτής, να κάνει κάποιες κινήσεις «κατευνασμού», όπως η πρόσφατη απόφασή του να στείλει πίσω στη …Μόσχα τους Ρώσους αξιωματούχους που εκπαίδευαν στελέχη του τουρκικού στρατού, στη χρήση του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος S-400.
Όμως η κίνηση αυτή, συμβολικής κυρίως σημασίας, δεν υπάρχει περίπτωση να μεταβάλλει όχι μόνο το ουσιαστικό περιεχόμενο των συνομιλιών αλλά ακόμα και, αυτό που θα λέγαμε, τα atmospherics, δηλαδή το κλίμα.. Εκλαμβάνεται από την Ουάσιγκτον ως “πολύ λίγο, πολύ αργά», για να θυμηθούμε ένα δημοφιλές σλόγκαν που περιέγραφε τις καθυστερημένες και περιορισμένης εμβέλειας αποφάσεις των Βρυξελλών, την περίοδο της κρίσης της ευρωζώνης.
Πέραν της υπόθεσης των S-400, που παραμένει «καυτή πατάτα» ακόμα και… χωρίς τους Ρώσους αξιωματούχους στην Άγκυρα, τη Δευτέρα η Ουάσιγκτον ανακοίνωσε επίσημα ότι στη συνάντηση μεταξύ των δυο Προέδρων θα συζητηθεί μεταξύ άλλων και η τουρκική δραστηριότητα στην Ανατολική Μεσόγειο. Και βεβαίως, σύμφωνα με τον Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου, Τζέϊκ Σάλιβαν, θα συζητηθούν και θέματα που αφορούν τη Συρία, το Αφγανιστάν, «καθώς και τρόπους αντιμετώπισης ορισμένων διαφορών μεταξύ Ουάσιγκτον και Άγκυρας».
Η Αθήνα έχει επίσης την προσοχή της στραμμένη στη συνάντηση αυτή, καθώς είναι προφανές ότι υπάρχει ισχυρή αλληλεπίδραση των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας, ΗΠΑ-Ελλάδας και Ελλάδας-Τουρκίας.
Όμως, η επιδείνωση των αμερικανο-τουρκικών σχέσεων, από τη στιγμή που ανέλαβε καθήκοντα ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος, είναι μια υπόθεση λίγο-πολύ γνωστή που ήδη αξιολογείται αναλόγως.
Πολύ λιγότερο γνωστή είναι μια άλλη εξέλιξη, επίσης πολύ σημαντική, γιατί είναι βέβαιο ότι θα επηρεάσει την εξέλιξη των συζητήσεων για τις σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας, με άξονα την επονομαζόμενη «θετική ατζέντα».
Πρόκειται για εύρημα μιας μεγάλης έρευνας κοινής γνώμης, που πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 2021 σε 12 χώρες-μέλη της ΕΕ (όχι την Ελλάδα) από το πολύ έγκυρο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων (European Council on Foreign Relations).
Η έρευνα, που πραγματοποιήθηκε φέτος για 3η συνεχόμενη χρονιά, έχει ως βασικό θέμα την εξέλιξη της κρίσης εμπιστοσύνης απέναντι στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, τις προσδοκίες και τις ανησυχίες τους, τη θέση της ΕΕ στον κόσμο και τις σχέσεις της με τις τρίτες χώρες. Διεξήχθη σε συνεργασία με τα πιο έγκυρα εθνικά Ινστιτούτα δημοσκοπήσεων και συγκέντρωσε δείγμα 17.231 πολιτών από τις εξής χώρες: Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Αυστρία, Ολλανδία, Πορτογαλία, Δανία, Σουηδία, Ουγγαρία, Βουλγαρία, Πολωνία.
Ένα από τα βασικά ερωτήματα αυτής της μεγάλης έρευνας, η οποία, σημειωτέον, αποτελεί σημείο αναφοράς σε μεγάλα διεθνή ΜΜΕ (με άξονα τις απαντήσεις για τις σχέσεις ΕΕ-ΗΠΑ), αφορά στο πώς βλέπουν οι ευρωπαίοι πολίτες τις σχέσεις της ΕΕ με 7 χώρες: Τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιαπωνία, τη Ρωσία, την Ινδία, την Κίνα και την Τουρκία. Και από τις απαντήσεις προκύπτει ότι η μοναδική (από τις 7) χώρες που αξιολογείται κατά πλειοψηφία ως «αντίπαλος», είναι η Τουρκία!
Στο σχετικό πίνακα, οι ερωτώμενοι καλούνται να επιλέξουν μεταξύ των χαρακτηρισμών «σύμμαχος», «αναγκαίος εταίρος», «δεν γνωρίζω», «ανταγωνιστής» και «αντίπαλος».
Και το άκρως εντυπωσιακό –«άκρως ανησυχητικό» χαρακτηρίζεται το εύρημα από τους ίδιους τους αναλυτές, επειδή ακριβώς αφορά «σε έναν νατοϊκό σύμμαχο», σε αντίθεση με την Κίνα, τη Ρωσία, την Ιαπωνία και την Ινδία-είναι ότι «η Τουρκία είναι η μοναδική χώρα την οποία περισσότεροι ευρωπαίοι «βλέπουν» ως αντίπαλο, παρά ως αναγκαίο εταίρο». Αξίζει δε να συγκρατηθεί -κι αυτό επίσης επισημαίνεται από τους αναλυτές της έρευνας-ότι «στη Γερμανία, το 41% των ερωτηθέντων απάντησε ότι θεωρεί την Τουρκία «αντίπαλο».
Μπορεί λοιπόν η προσοχή να είναι τώρα στραμμένη στις αμερικανο-τουρκικές σχέσεις και στην επικείμενη συνάντηση Μπάϊντεν-Ερντογάν, αλλά καλά θα κάνει η Άγκυρα να δώσει προσοχή στην εικόνα που έχει σχηματιστεί για την Τουρκία, στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη.
Γιατί μπορεί μέχρι σήμερα να έκανε σχετικά εύκολα «παιχνίδι» λόγω διαφορετικών προσεγγίσεων και συμφερόντων, εντός της ΕΕ, αλλά οι ευρωπαίοι ηγέτες, παρά τις διαφορές τους, είναι βέβαιο ότι όταν σχεδιάζουν πολιτική, λαμβάνουν πολύ σοβαρά υπόψιν τί λέει η κοινή τους γνώμη…
ΠΗΓΗ: ΟΤ
΄Αννυ Ποδηματά, δημοσιογράφος, πρώην Αντιπρόεδρος Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.