Δρ. Ανδρέας Πουλλικκάς*
Η Κύπρος, σε μια περίοδο όπου η ΕΕ επιδιώκει ταυτόχρονα ενεργειακή ασφάλεια και κλιματική ουδετερότητα, διαθέτει ένα εξαιρετικό σύνολο ευκαιριών και πλεονεκτημάτων για να εξελιχθεί σε σημαντικό ενεργειακό κόμβο της Ανατολικής Μεσογείου. Η γεωγραφική της θέση στο σταυροδρόμι Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής, σε συνδυασμό με το πλούσιο ηλιακό δυναμικό, τα αποθέματα φυσικού αερίου και τις αναδυόμενες προοπτικές για πράσινο υδρογόνο, διαμορφώνουν ένα ισχυρό στρατηγικό υπόβαθρο για αυτή τη μετάβαση. Η χώρα μπορεί να εξελιχθεί ταυτόχρονα σε κόμβο ηλεκτρικής ενέργειας, φυσικού αερίου και μελλοντικά υδρογόνου, εξυπηρετώντας τόσο τις δικές της ανάγκες όσο και αυτές της ευρύτερης περιοχής και της ευρωπαϊκής αγοράς.
Παρά τη μέχρι σήμερα ενεργειακή απομόνωση της χώρας μας, η οποία παραμένει το μοναδικό κράτος-μέλος της ΕΕ χωρίς ηλεκτρική διασύνδεση με την εσωτερική αγορά ηλεκτρισμού της ΕΕ, οι υπό εξέλιξη διασυνδέσεις ανοίγουν ιστορικό παράθυρο ευκαιρίας. Το έργο κοινού ενδιαφέροντος της ηλεκτρικής διασύνδεσης Great Sea Interconnector (GSI), που θα ενώσει τα συστήματα Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ με υποθαλάσσιο καλώδιο υψηλής τάσης, αναγνωρίζεται από την ΕΕ ως έργο στρατηγικής σημασίας και υποστηρίζεται με σημαντική χρηματοδότηση, γεγονός που ενισχύει τον ρόλο της Κύπρου ως γέφυρας μεταξύ ευρωπαϊκού και περιφερειακού ενεργειακού συστήματος. Η ολοκλήρωση αυτής της διασύνδεσης θα επιτρέψει στην Κύπρο να εξάγει πλεονάζουσα πράσινη ενέργεια και να εισάγει ενέργεια όταν αυτό είναι οικονομικά και τεχνικά συμφέρον, μετατρέποντας ένα μειονέκτημα δεκαετιών σε πλεονέκτημα ενεργειακού κόμβου.
Στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, το ηλιακό δυναμικό της Κύπρου συγκαταλέγεται στα υψηλότερα της Ευρώπης, κάτι που ήδη αποτυπώνεται στην ταχεία διείσδυση φωτοβολταϊκών και στην αυξανόμενη συμμετοχή της ηλιακής ενέργειας στο μίγμα ηλεκτροπαραγωγής. Παρόλο που σήμερα παρατηρούνται σημαντικές περικοπές παραγωγής από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας λόγω περιορισμών δικτύου και έλλειψης αποθήκευσης, αυτό ακριβώς το φαινόμενο καταδεικνύει και το μέγεθος της ανεκμετάλλευτης ευκαιρίας αφού η ενέργεια που σήμερα χάνεται μπορεί αύριο να αποτελέσει εξαγώγιμο προϊόν μέσω διασυνδέσεων και να τροφοδοτεί συστήματα αποθήκευσης, συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής πράσινου υδρογόνου. Παρά τις καθυστερήσεις που έχουν παρατηρηθεί στην υλοποίηση κρίσιμων ενεργειακών έργων υποδομής, η αναβάθμιση των δικτύων, η εισαγωγή ευφυών συστημάτων διαχείρισης και η εγκατάσταση συστημάτων αποθήκευσης μπορούν να μετατρέψουν τα σημερινά τεχνικά προβλήματα σε μοχλό ανάπτυξης και καινοτομίας.
Ταυτόχρονα, τα κοιτάσματα φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο προσφέρουν στην Κύπρο ένα πολύτιμο καύσιμο για την ενεργειακή μετάβαση, αλλά και μια εξαγώγιμη πρώτη ύλη που ενισχύει τη γεωπολιτική της βαρύτητα. Μέσω αγωγών ή υγροποίησης και συνεργασιών με γειτονικά κράτη, το κυπριακό φυσικό αέριο μπορεί να αποτελέσει μέρος της ευρωπαϊκής στρατηγικής διαφοροποίησης προμηθευτών, ενισχύοντας τον ρόλο της Κύπρου ως σημείου συγκέντρωσης και διοχέτευσης ενεργειακών ροών προς την ΕΕ.
Παρά την έως σήμερα αδυναμία του κράτους να καταρτίσει και να εφαρμόσει μια ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική για το υδρογόνο, η Κύπρος έχει ήδη αρχίσει να διαμορφώνει ρόλο στην αναδυόμενη οικονομία του υδρογόνου με πιλοτικά έργα που στοχεύουν στην παραγωγή πράσινου υδρογόνου από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας για χρήση στις μεταφορές και σε βιομηχανικές εφαρμογές, δημιουργώντας τεχνογνωσία και υποδομές που μπορούν να υποστηρίξουν μελλοντικά και εξαγωγικό ρόλο. Η σύνδεση του υδρογόνου με τις ηλεκτρικές διασυνδέσεις και την αξιοποίηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ενισχύει τη στρατηγική προοπτική της Κύπρου όχι απλώς ως παραγωγού, αλλά ως ολοκληρωμένου περιφερειακού ενεργειακού κόμβου νέας γενιάς. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και ο οικονομικός διάδρομος Ινδίας-Μέσης Ανατολής-Ευρώπης (IMEC), ο οποίος στοχεύει στη δημιουργία ενός σύνθετου διαδρόμου μεταφορών και ενέργειας που θα συνδέει την Ινδία με την Ευρώπη μέσω της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου, προσφέροντας εναλλακτικές και πιο αξιόπιστες οδεύσεις για εμπορεύματα και ενεργειακούς πόρους. Για την Κύπρο, ρεαλιστική στοχοθέτηση είναι να διεκδικήσει ρόλο ενεργειακού «κόμβου σύνδεσης» μέσα σε αυτό το σχήμα, αξιοποιώντας τις ηλεκτρικές διασυνδέσεις, τις υποδομές φυσικού αερίου και τις μελλοντικές εγκαταστάσεις παραγωγής και εξαγωγής πράσινου υδρογόνου, ώστε μέχρι το 2030 να έχει αναβαθμίσει ουσιαστικά τη συμμετοχή της σε περιφερειακά δίκτυα και μέχρι το 2050 να λειτουργεί ως σταθερός, χαμηλών εκπομπών, πυλώνας τροφοδοσίας της ευρωπαϊκής αγοράς.
Η Κύπρος δεν στερείται δυνατοτήτων, αλλά χρειάζεται συνεκτική ενεργειακή στρατηγική και επενδυτική αξιοποίηση για να μετατρέψει τα φυσικά και γεωπολιτικά της πλεονεκτήματα σε απτά οικονομικά και κοινωνικά οφέλη. Η σύγκλιση των έργων διασύνδεσης, της ανάπτυξης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, της αξιοποίησης φυσικού αερίου και της σταδιακής μετάβασης στο υδρογόνο δημιουργεί ένα μοναδικό παράθυρο ευκαιρίας, μέσα από το οποίο η Κύπρος μπορεί να πάψει να είναι απλώς «απομονωμένο ενεργειακό νησί» και να καταστεί βασικός παίκτης στον ενεργειακό χάρτη της περιοχής και της Ευρώπης. Απαραίτητη είναι η θεσμική συνέχεια στις ενεργειακές πολιτικές, η ταχεία αδειοδότηση βιώσιμων έργων και η ενεργός συμμετοχή της Κύπρου σε περιφερειακές πρωτοβουλίες, ώστε η παραγωγή, η μεταφορά και η αποθήκευση ενέργειας να ενταχθούν σε ένα ολοκληρωμένο μοντέλο που θα ενισχύει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και θα δημιουργεί σταθερές θέσεις εργασίας υψηλής προστιθέμενης αξίας.
*Καθηγητής Ενεργειακών Συστημάτων
Frederick University



