Κώστας Μαυρίδης*
Είναι φορές που ένα ζήτημα σε ευρωπαϊκό επίπεδο μεταφέρεται στην Κύπρο με τόση «επιτήδεια ανακρίβεια», που αν δεν είχα προσωπική αντίληψη της πραγματικότητας, εύκολα θα είχα παραπλανηθεί από τις εκ των υστέρων δηλώσεις. Έτσι συνέβηκε και για την επιδίωξη κατάργησης του δικαιώματος βέτο (αρνησικυρίας) που διαθέτουν σήμερα τα κράτη-μέλη της ΕΕ.
Το δικαίωμα βέτο των κρατών-μελών απορρέει από την αρχή της ομοφωνίας που προβλέπεται στη λήψη των αποφάσεων στο (Ευρωπαϊκό) Συμβούλιο βάσει των Συνθηκών της ΕΕ. Για να αλλάξει η ομοφωνία, απαιτείται η αναθεώρηση των Συνθηκών. Το Ευρωκοινοβούλιο δεν έχει τέτοια εξουσία, έχει όμως τη δυνατότητα να ενεργοποιεί την πολιτική διεργασία προτείνοντας αλλαγές κι ασκώντας πίεση προς το Συμβούλιο, το οποίο είναι εν τέλει το αρμόδιο όργανο της ΕΕ για αλλαγές στις Συνθήκες μέσω ομοφωνίας που θα εγκρίνουν τα κράτη-μέλη.
Η διεργασία για κατάργηση της ομοφωνίας ξεκίνησε με τη Διάσκεψη για το Μέλλον της Ευρώπης πριν δύο χρόνια, η οποία κατέληξε σε εισηγήσεις για αναθεώρηση των Συνθηκών, με επίκεντρο την κατάργηση της υφιστάμενης ομοφωνίας, δηλαδή του δικαιώματος βέτο στη λήψη αποφάσεων. Αυτό το δικαίωμα διατηρεί μια ισορροπία ανάμεσα σε μεγάλα και μικρά κράτη-μέλη, ενώ το πληθυσμιακό μέγεθος κάθε κράτους αντανακλάται ιδιαίτερα στο Ευρωκοινοβούλιο. Χαρακτηριστικά, οι αλλαγές με επίκεντρο την κατάργηση του βέτο, διαμορφώθηκαν από πέντε εισηγητές-Ευρωβουλευτές (τέσσερις Γερμανούς και ένα Βέλγο) και τέθηκαν στο Ευρωκοινοβούλιο για ψήφιση. Κάθε Ευρωβουλευτής έπρεπε να τοποθετηθεί με την ψήφο του ως προς κάθε προτεινόμενη αλλαγή στο κείμενο των Συνθηκών για κατάργηση της ομοφωνίας. Φυσικά, συμπεριλήφθηκαν και κάποιες θετικές αλλαγές (π.χ. ενδυνάμωση του Ευρωκοινοβουλίου), αλλά τέτοιες επιμέρους αλλαγές δεν αντισταθμίζουν την κατάργηση του βέτο που ήταν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Γι’ αυτό, ψήφισα εναντίον κάθε προτεινόμενης αλλαγής για κατάργηση της ομοφωνίας, που θα επέφερε την κατάργηση του βέτο, και από την στιγμή όμως που οι αλλαγές για κατάργηση της ομοφωνίας υπερψηφίστηκαν, συμπεριλήφθηκαν στο τελικό κείμενο κι έτσι αναπόφευκτα ψήφισα εναντίον και στην τελική ψηφοφορία. Πρόκειται για το πλέον σημαντικό πολιτικό θέμα μετά από χρόνια συζητήσεων, για το οποίο κάθε Ευρωβουλευτής, ιδιαίτερα από την Κύπρο, όφειλε να έχει δική του ξεκάθαρη θέση. Και όπως αποδείχτηκε, κάθε ψήφος Ευρωβουλευτή μετρά, αφού η πρόταση των «τεσσάρων Γερμανών και ενός Βέλγου» υπερψηφίστηκε με μικρή διαφορά.
Ως Κύπρος είμαστε ενάντια στην κατάργηση του βέτο, γιατί αυτό θα λειτουργήσει εις βάρος των μικρών κρατών-μελών. Βεβαίως, είμαστε υπέρ της αναθεώρησης των Συνθηκών με αύξηση των εξουσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και πάντα με τρόπο που να προστατεύονται τα μικρά κράτη-μέλη. Η Κύπρος, ένα μικρό κράτος-μέλος υπό παράνομη κατοχή, δεν μπορεί να εκχωρήσει το βέτο χωρίς να εκπληρωθούν πρώτα συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Άλλωστε, αν υπάρχει πολιτική βούληση στην ΕΕ, πολλά μπορεί να υλοποιηθούν (π.χ. Κοινή Άμυνα και Ασφάλεια) με αξιοποίηση των υφιστάμενων Συνθηκών, χωρίς απαραίτητα αλλαγές!
Η αλλαγή των Συνθηκών είναι μια μακρά διαδικασία που θα καταλήξει στο Συμβούλιο, αλλά η απόφαση σήμερα είναι πολιτική και αποκαλυπτική, αφού ως Ευρωβουλευτές λογοδοτούμε στους Ευρωπαίους πολίτες, ιδιαίτερα της Κύπρου και όχι στην Επιτροπή ή στα μεγάλα κράτη-μέλη.
*Ευρωβουλευτής ΔΗΚΟ (S&D), Πρόεδρος Πολιτικής Επιτροπής για την Μεσόγειο