Editorial
Λίγοι ζηλεύουν τον νέο πρόεδρο της κεντρικής τράπεζας της Τουρκίας ή τον υπουργό Οικονομικών. Οι επενδυτές καλωσόρισαν την αναδιοργάνωση του οικονομικού επιτελείου της χώρας που ξεκίνησε αυτό το Σαββατοκύριακο με την αντικατάσταση του διοικητή της κεντρικής τράπεζας και συνεχίστηκε με την παραίτηση του Μπεράτ Αλμπαϊράκ, του υπουργού Οικονομικών και γαμπρού του Τούρκου προέδρου Ταγίπ Ερντογάν. Η τουρκική λίρα αντέδρασε τη Δευτέρα με ράλι, το μεγαλύτερο των τελευταίων δύο ετών.
Οι δύο νέοι κάτοχοι αυτών των θέσεων, ωστόσο, δεν θα έχουν μόνο να αντιμετωπίσουν έναν νόμισμα σε κρίση και την οικονομική ζημιά που προκάλεσε η πανδημία, αλλά και τον αλλοπρόσαλλο και αυταρχικό κ. Ερντογάν. Είναι ελάχιστες οι προοπτικές για μια ανεξάρτητη νομισματική πολιτική από τη στιγμή που είναι αποφασισμένος να ακολουθήσει ανορθόδοξες οικονομικές πολιτικές.
O πρόεδρος πραγματοποιεί εδώ και καιρό επιθέσεις κατά του «λόμπι των επιτοκίων», μια σκιώδη ομάδα τραπεζιτών που πιστεύει ότι θέλουν να αυξήσει τα επιτόκια μόνο και μόνο για το δικό τους όφελος. Ο κ. Ερντογάν είναι υπέρμαχος μιας ριζοσπαστικής θεωρίας με βάση την οποία ο πληθωρισμός προκαλείται από τη σφιχτή νομισματική πολιτική, αντίθετα από την ορθόδοξη άποψη μεταξύ των οικονομολόγων ότι η αύξηση των επιτοκίων θα ήταν ο κατάλληλος τρόπος για να καταπολεμηθεί ο επί μακρόν υψηλός πληθωρισμός της Τουρκίας. Ο κ. Ερντογάν καρατόμησε τον προηγούμενο διοικητή της κεντρικής τράπεζας το 2019 επειδή «δεν ακολουθούσε τις οδηγίες».
Το γεγονός ότι ο κ. Ερντογάν έχει ενστερνιστεί αυτές τις οικονομικές θεωρίες αντανακλά εν μέρει την ολοένα και πιο βραχυπρόθεσμη οπτική που έχει υιοθετήσει δεδομένων των συνεχών εκλογικών αναμετρήσεων. Η οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας μετά την κρίση του 2008 στηρίχτηκε εν μέρει σε μια έκρηξη επενδύσεων στις κατασκευές από «ζεστό χρήμα», καθώς οι επενδυτές στις πλούσιες χώρες αναζητούσαν αποδόσεις. Ο αυταρχισμός του έδιωξε τις πιο μακροπρόθεσμες άμεσες ξένες επενδύσεις που θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Τo μείγμα της εφαρμοζόμενης πολιτικής έχει φέρει την Τουρκία σε ευάλωτη θέση. Το χτύπημα στον τουριστικό τομέα της χώρας – μια καθοριστική πηγή συναλλάγματος – από την πανδημία καθώς και η αντιστροφή των κεφαλαιακών ροών έχει συμβάλλει στη μεγάλη πτώση που έχει καταγράψει η λίρα. Παρά το ράλι της Δευτέρας, το νόμισμα έχει υποχωρήσει έναντι του δολαρίου κατά περίπου 25% από την αρχή της χρονιάς.
Οι φιλοδοξίες του κ. Ερντογάν να αποκαταστήσει την Τουρκία στη θέση που πιστεύει ότι της αξίζει ως κυρίαρχης περιφερειακής δύναμης δεν έχουν βοηθήσει. Οι ερευνητικές δραστηριότητες στα χωρικά ύδατα της Ελλάδας και της Κύπρου, και πιο πριν οι απειλές για ένα νέο κύμα μεταναστών στην Ευρώπη, έχουν διαταράξει σοβαρά τις σχέσεις με την Ε.Ε., τη με διαφορά μεγαλύτερη αγορά της. Όπως και η Ρωσία, δημιουργεί προβλήματα, αλλά δεν έχει πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου και μια πειθαρχημένη μακροοικονομική πολιτική.
Oι επενδυτές ελπίζουν ότι η παραίτηση του υπουργού Οικονομικών και η τοποθέτηση ενός επί μακρόν επικριτή των πολιτικών του ως διοικητή της κεντρικής τράπεζας συνιστά παραδοχή ήττας από τον κ. Ερντογάν. Οι απόπειρες να ενισχυθεί η αξία της λίρας με τη διατήρηση των επιτοκίων σε χαμηλά επίπεδα ανάγκασαν την κεντρική τράπεζα να σπαταλήσει όλα σχεδόν τα συναλλαγματικά της αποθέματα και δεν έκαναν τίποτα για να εμποδίσουν την πτώση. Μόνο η επιστροφή σε μια πιο ορθόδοξη πολιτική, με αύξηση των επιτοκίων και μείωση των δαπανών θα επαναφέρει την εμπιστοσύνη στο τουρκικό νόμισμα.
Εν τέλει η μακροπρόθεσμη ευημερία της Τουρκίας θα εξαρτηθεί από το αν θα προσελκύσει πάλι άμεσες ξένες επενδύσεις και αν θα προχωρήσει περαιτέρω την ένταξή της στην τελωνειακή ένωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προς το παρόν, ωστόσο, το πιο σημαντικό καθήκον του επόμενου διοικητή της κεντρικής τράπεζας και του υπουργού Οικονομικών είναι να εφαρμόσουν τις κατάλληλες πολιτικές. Αυτό θα είναι δύσκολο όσο υπάρχει ο κ. Ερντογάν.
Οι επενδυτές πρέπει να είναι εξαιρετικά δύσπιστοι για το αν η τελευταία αναδιοργάνωση αντιπροσωπεύει και μια ριζική αλλαγή πολιτικής. Αλλά για το καλό της Τουρκίας, και το δικό τους, πρέπει να ελπίζουν ότι είναι όντως έτσι.