Για μια χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ που για δεκαετίες είχε εύκολη πρόσβαση στον Λευκό Οίκο, εντυπωσίαζε ο τρόπος που η τουρκική κυβέρνηση παρουσίαζε και «έσπρωχνε» επικοινωνιακά μια συνάντηση ανάμεσα στον Τούρκο πρόεδρο και τον Αμερικανικό ομόλογό του που θα γινόταν απλώς στο περιθώριο μιας Συνάντησης Κορυφής του ΝΑΤΟ και με τον Τζο Μπάιντεν να έχει κυρίως στραμμένο το βλέμμα του στη συνάντηση της 16ης Ιουνίου στη Γενεύη με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν.
Άλλωστε, όση διπλωματική προετοιμασία και εάν έχει μια συνάντηση «περιθώριο» δεν αφήνει πολλά περιθώρια για πραγματική συζήτηση. Αυτό συνήθως γίνεται στις επισκέψεις, όπου έχει υπάρξει προετοιμασία, όπου υπάρχει μεγαλύτερο περιθώριο συζήτησης, όπου βγαίνουν ανακοινωθέντα, όπου υπάρχει χρόνος για αναλυτική συνέντευξη Τύπου, όπως ενίοτε υπογράφονται και συμφωνίες.
Γιατί ήταν σημαντική η συνάντηση με τον Μπάιντεν;
Όμως, για τον Τούρκο πρόεδρο η συνάντηση ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Ας μην ξεχνάμε ότι για την Τουρκία η αλλαγή κυβέρνησης στις ΗΠΑ υπήρξε παράμετρος ανησυχίας, μετά την περισσότερο άμεση δυνατότητα συνεννόησης που υπήρχε με τον πρόεδρο Τραμπ, δεδομένου και του γεγονότος ότι στο παρελθόν ο Μπάιντεν δεν έχει εκφραστεί και με τα καλύτερα λόγια για τον Ερντογάν. Ούτε είχε κάνει τα πράγματα καλύτερα το γεγονός ότι ο Μπάιντεν καθυστέρησε αρκετά να επικοινωνήσει με τον Ερντογάν μετά την εκλογή του και όταν το έκανε εκτός των άλλων τον ενημέρωσε ότι θα ήταν ο πρώτος πρόεδρος που θα αναγνώριζε την Γενοκτονία των Αρμενίων, έστω και εάν η σχετική δήλωση έγινε με τρόπο που να μεταφέρει την ευθύνη στις Οθωμανικές Αρχές και όχι στη σύγχρονη Τουρκία.
Ακριβώς γι’ αυτό ο Ερντογάν χρειαζόταν μια συνάντηση που ακόμη και εάν δεν αποτελούσε σημείο προόδου σίγουρα δεν θα αποτελούσε σημείο οπισθοχώρησης. Τη χρειαζόταν γιατί είναι σαφές ότι έχει κάνει μια σαφή πολιτική εκτίμηση ότι η Τουρκία δεν μπορεί να αποκοπεί πλήρως από τη Δύση και με τη σειρά της Δύση δεν επιθυμεί να «χάσει» έναν τόσο σημαντικό κρίκο της συμμαχίας. Τη χρειαζόταν, όμως, γιατί ήθελε και να αντιστρέψει και την σχετική κακή εικόνα στο εσωτερικό της Τουρκίας που έχουν δημιουργήσει από τη μια τα προβλήματα της τουρκικής οικονομίας και κυρίως τα προβλήματα με τη λίρα και η αύξηση της ανεργίας και από την άλλη οι διαρκείς αποκαλύψεις για τις σχέσεις της τουρκικής κυβέρνησης με τον τουρκικό υπόκοσμο, αποκαλύψεις που απειλούν να αγγίξουν και τον ίδιο τον Ερντογάν.
Από την άλλη, ούτε οι ΗΠΑ ήθελαν σε αυτή τη φάση να δώσουν την εικόνα ότι «πιέζουν» την Τουρκία πέραν ενός ορίου. Είναι σαφές ότι όποια και εάν είναι η δυσπιστία που μπορεί να υπάρχει στην Ουάσιγκτον για τον Ερντογάν και τον τρόπο που έχει κινηθεί, έχει γίνει μια σαφής επιλογή ότι με την αντιπαλότητα με τη Ρωσία και την Κίνα να κλιμακώνεται, οι ΗΠΑ και η ευρύτερα η Δύση χρειάζονται την Τουρκία και σίγουρα δεν θέλουν να τη δουν να μετατοπίζεται σε άλλες πιο απρόβλεπτες κινήσεις. Σε πείσμα μιας ρητορική, που κατά καιρούς και μάλλον αφελώς αναπαράγεται και στη χώρα μας, θα ήταν κίνηση πολύ μεγάλου ρίσκου για τις ΗΠΑ, εν μέσω αυξημένης διεθνούς πόλωσης και επαναχάραξης διαχωριστικών γραμμών, να αποφασίσουν ότι η Τουρκία δεν αποτελεί πλέον έναν ουσιώδη σύμμαχο.
Άλλωστε, η ίδια η Τουρκία έχει κάνει μεγάλες προσπάθειες να δείξει ότι είναι μια «χρήσιμη» χώρα για τη Δύση. Η διπλωματία των drones είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα με την Τουρκία να εξάγει μη επανδρωμένα αεροσκάφη είτε σε χώρες του ΝΑΤΟ όπως η Πολωνία είτε σε χώρες που ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τη Δύση όπως η Ουκρανία είτε σε χώρες που εμπλέκονται σε συγκρούσεις που ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τις ΗΠΑ γιατί αφορούν την «περιφέρεια» της Ρωσίας όπως το Αζερμπαϊτζάν.
Τα δύσκολα είναι μπροστά
Όμως, την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ δεν μπορούν να δώσουν και ένα «ελευθέρας» στην Τουρκία. Αντίθετα, απαιτούν συγκεκριμένες δεσμεύσεις που να αποτυπώνουν ότι η Τουρκία όντως κάνει σαφείς γεωπολιτικές επιλογές. Ο τρόπος που παραμένει ανοιχτό το ζήτημα με τους S-400 είναι πολύ χαρακτηριστικός, με τις δύο πλευρές να μην έχουν ακόμη βρει ένα σημείο συμφωνίας και τον Ερντογάν να επιμένει στις πάγιες θέσεις του. Ούτε φαίνεται να υπάρχει κάποια διάθεση των αμερικανών να αλλάξουν τακτική στη Συρία, όπου μάλλον θέλουν να διατηρήσουν τη σχέση που έχουν με τις κουρδικές πολιτοφυλακές, που η Άγκυρα αντιμετωπίζει ως παρακλάδι του PKK, παρότι στο τελικό ανακοινωθέν της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ υπήρχε μια χειρονομία προς την Τουρκία, όμως σε σχέση με τις πυραυλικές συστοιχίες της κυβέρνησης της Δαμασκού.
Ακόμη και η συνεργασία με τις ΗΠΑ στο Αφγανιστάν στην περίοδο μετά την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων και των δυνάμεων του ΝΑΤΟ, με την Τουρκία να έχει προσφερθεί να αναλάβει τη λειτουργία και προστασία του αεροδρομίου της Καμπούλ, κάτι που επιβεβαίωσε και γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ, υπάρχει το εμπόδιο των Ταλιμπάν που δεν επιθυμούν την τουρκική παρουσία και θα χρειαστεί μάλλον η πίεση από το Πακιστάν και το Κατάρ για να πειστούν.
Όμως, παρ’ όλα αυτά ο Ερντογάν επέστρεψε από τις Βρυξέλες έχοντας εξασφαλίσει αυτό που κατεξοχήν επιδίωξε: δηλαδή μια εικόνα ότι είναι αποδεκτός ως ηγέτης εντός της δυτικής – ατλαντικής συμμαχίας, ότι δεν είναι απομονωμένος, ότι μπορεί να συνομιλεί με ισότιμα με τους άλλους ηγέτες. Σε επίπεδο εικόνας αυτό του ήταν μάλλον αρκετό.
ΠΗΓΗ: in.gr