Ποιες θα είναι οι επιπτώσεις της αναγνώρισης της Γενοκτονίας των Αρμενίων από τον Τζο Μπάιντεν στις σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών με την Τουρκία; Θα αποτελέσει, άραγε, ένα ακόμη βήμα προς την οριστική ρήξη ανάμεσα στους δύο πάλαι ποτέ στρατηγικούς συμμάχους – μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 και την υπόθεση Γκιουλέν, τη στήριξη των Κούρδων της Συρίας από την Ουάσιγκτον και την αγορά των ρωσικών S-400 από την Αγκυρα; Ή, αντιθέτως, θα δώσει την αφορμή για να καθίσουν στο τραπέζι και να προσπαθήσουν να τα ξαναβρούν, με βάση φυσικά τα νέα δεδομένα, που δεν μοιάζουν με εκείνα της εποχής του Ψυχρού Πολέμου;
Εάν κρίνουμε από τις δηλώσεις του ίδιου του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και των στενότερων συνεργατών του, αυτό που ξεκάθαρα επιθυμούν να συμβεί είναι το δεύτερο. Αλλωστε, παρά τις διαφορές και τις κόντρες τους με τις ΗΠΑ – που εμφανίστηκαν σχεδόν αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης το 2003, όταν ο Ερντογάν δεν επέτρεψε στους Αμερικανούς να χρησιμοποιήσουν τις βάσεις στο έδαφος της χώρας του για να εισβάλουν στο Ιράκ – η τουρκική ηγεσία γνωρίζει καλά ότι χωρίς τη στήριξη ή την ανοχή τους όχι απλώς δεν μπορεί να πετύχει όλα όσα επιδιώκει, αλλά κινδυνεύει να χάσει και αυτά που θεωρεί ότι έχει πετύχει.
«Πιστεύω ότι θα συζητήσουμε όλα αυτά τα θέματα πρόσωπο με πρόσωπο με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, κατά τη συνάντησή μας τον Ιούνιο, για να ανοίξουμε την πόρτα που οδηγεί σε μια νέα εποχή. Θα ήθελα να θυμίσω στον κ. Μπάιντεν ότι δεν είμαστε ξένοι. Είχαμε ιδιαίτερες σχέσεις», δήλωσε – ανάμεσα στα άλλα – ο πρόεδρος της Τουρκίας μετά τη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, την περασμένη Δευτέρα. «Ολα όσα θέλουμε είναι η χώρα μας να μην αποτελεί θύμα άδικων, άνισων και με δύο μέτρα και σταθμά πρακτικών, συμπεριφορών και αποφάσεων, που λαμβάνονται υπό την επήρεια περιθωριακών ομάδων», πρόσθεσε, επιβεβαιώνοντας την παραπάνω εκτίμηση.
Θα δεχθούν, όμως, οι Αμερικανοί και ο Μπάιντεν την πρόσκληση σε διάλογο; Και αν ναι, με ποιο αντάλλαγμα; Προφανώς, δεν έχουν πρόθεση να την «εκχωρήσουν» ούτε στη Ρωσία ούτε στην Κίνα, καθώς κάτι τέτοιο θα άλλαζε ριζικά τους συσχετισμούς στην ευρύτερη περιοχή – και μάλιστα, σε μία στιγμή που οι ΗΠΑ προσπαθούν να πείσουν την ΕΕ να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να υψώσουν «τείχος» απέναντι στον επεκτατισμό, όπως τον χαρακτηρίζουν, της Μόσχας και του Πεκίνου. Ταυτόχρονα, βεβαίως, δεν είναι διατεθειμένοι να αφήσουν ελεύθερη την Τουρκία του Ερντογάν να αναπτυχθεί όσο θέλει, κατοχυρώνοντας ένα ρόλο περιφερειακής υπερδύναμης η οποία θα κάνει ό,τι θέλει, χωρίς να τους ρωτά.
Δύσκολες ισορροπίες
Οι ισορροπίες είναι δύσκολες για τον Λευκό Οίκο. Είναι, όμως, εξαιρετικά εύθραυστες για την Αγκυρα, η οποία βρίσκεται σε σημείο καμπής και καλείται να λάβει δύσκολες (και επικίνδυνες) αποφάσεις. «Το διεθνές πολιτικό σκηνικό έχει αλλάξει. Η αποτυχία να ταυτιστούν οι επιδιώξεις της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής με εκείνες των συμμάχων της, ειδικά στις συγκρούσεις στην ανατολική Μεσόγειο, την Κύπρο, τη Λιβύη, τη Συρία και το Ιράκ (…) έχουν απομονώσει την Τουρκία. Σημαντικοί φίλοι της, όπως το εβραϊκό λόμπι, που της στέκονταν αλληλέγγυοι εδώ και μισό σχεδόν αιώνα, έχουν πάρει ριζικά διαφορετικές θέσεις σε αυτή τη διαδικασία», σημείωνε εμφανώς ανήσυχος ο αρθρογράφος της «Hurriyet», Γιουσούφ Κανλί. Για να προειδοποιήσει ότι το αρμενικό ζήτημα «δεν είναι ο μοναδικός μοχλός πίεσης που μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον της Τουρκίας, όπως ισχυρίζονται κάποιοι διανοούμενοι».
Ο Ερντογάν δεν μπορεί και πιθανότατα δεν θέλει να φτάσει στο ορόσημο του 2023, όταν συμπληρώνεται ένας αιώνας από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας, με όλα τα μέτωπα ανοιχτά. Θα επιδιώξει, όσο μπορεί, να διευθετήσει ή και να κλείσει ανοιχτούς λογαριασμούς – από το Κυπριακό, μέχρι τις σχέσεις του με τις ΗΠΑ, αλλά και με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, προς τις οποίες πραγματοποιεί «ανοίγματα».
Οσο για το Αρμενικό, δεν είναι για τον ίδιο παρά ένα «χαρτί». Μπορεί να το αξιοποιήσει και το ίδιο εύκολα να το κάψει. Αυτό δεν έκανε, άλλωστε, η Μόσχα, αφήνοντας τους «αδελφούς και ομόθρησκους» Αρμένιους έρμαια στις διαθέσεις του Αζερμπαϊτζάν και της Τουρκίας;
ΠΗΓΗ: ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΑ ΝΕΑ