* Της Δρος Ανδρούλλας Ελευθερίου
Τριγμούς έχει προκαλέσει το θέμα του Εθνικού Ινστιτούτου Καρκίνου που μονοπωλεί τον δημόσιο διάλογο τις τελευταίες ημέρες με το «μήλο της έριδος» να αποτελεί όχι το αν και κατά πόσο θα συσταθεί και θα λειτουργήσει εν τέλει το Ινστιτούτο, αλλά το εάν θα αποτελέσει ανεξάρτητη οντότητα ή θα υπαχθεί διοικητικά στο Υπουργείο Υγείας υπό μία νέα διεύθυνση.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Είναι αδύνατον να υπογραμμίσω πιο εμφατικά το πόσο αδήριτη είναι η ανάληψη συντονισμένων, στοχευμένων και αποτελεσματικών πολιτικών για τον καρκίνο, μίας νόσου που, παρά την αξιοσημείωτη πρόοδο στην έρευνα και την ιατρική επιστήμη, εξακολουθεί να συνιστά μείζον ζήτημα δημόσιας υγείας και να αποτελεί τη δεύτερη αιτία θνησιμότητας, μετά τα καρδιαγγειακά νοσήματα, τόσο στην Ευρώπη όσο και στον υπόλοιπο κόσμο.
Η έλλειψη μακρόπνοων, μη αποσπασματικών, ασθενοκεντρικών πολιτικών για τον καρκίνο που συνήθως αναπτύσσονται στο πλαίσιο Εθνικών Σχεδίων Ελέγχου της νόσου, απόντα ακόμη και σήμερα από πολλές ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Κύπρου και της Ελλάδας, είναι μία επονείδιστη συνθήκη που πρέπει να αλλάξει χωρίς περαιτέρω αναβολή.
Γνωρίζουμε όλοι, επίσης, την τεράστια δυσκαμψία και τη γραφειοκρατία, παθογένειες που συχνά χαρακτηρίζουν τη δημόσια υπηρεσία και δυσχεραίνουν την επίτευξη προόδου σε οποιονδήποτε τομέα της, οδηγώντας μας συχνά σε αναζήτηση λύσεων που ίσως είναι πιο κοστοβόρες και χρήζουν συνεχόμενης στήριξης και χρηματοδότησης για να είναι βιώσιμες, ενώ ταυτόχρονα αρνούμαστε ή καθυστερούμε να επιμείνουμε σε μια συνολική αναβάθμιση του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργείου.
Εν όψει, συνεπώς, της πολύ αναγκαίας και ήδη καθυστερημένης αναβάθμισης του ρόλου, των εργασιών και των δράσεων του Υπουργείου Υγείας, η ένταξη μιας διακριτής αρχής ή διεύθυνσης εντός του Υπουργείου που να ασχολείται αποκλειστικά με τον καρκίνο, δηλαδή με τον συντονισμό των εργασιών, την ανάθεση των έργων, τα προγράμματα πρόληψης και προσυμπτωματικού ελέγχου, κλπ. θα μπορούσε να αποτελέσει μια βιώσιμη, τουλάχιστον σε αρχική φάση, πρόταση.
Αναπόδραστη προϋπόθεση, βέβαια, είναι ένας τέτοιος φορέας να σχεδιαστεί και να στελεχωθεί από εμπειρογνώμονες με αποδεδειγμένη εμπειρία και συμβολή στον τομέα και να υπάρχει συνεχής εποπτεία, έλεγχος και λογοδότηση στο πλαίσιο της λειτουργίας του.
Δεν υπάρχουν πολλοί συνάνθρωποί μας που να μην έχουν βιώσει είτε στο εγγύς, είτε στο ευρύτερο περιβάλλον τους τη σαρωτική επίδραση του καρκίνου, τον πόνο που προκαλεί στους πάσχοντες και τις οικογένειές τους, αλλά και τις πολυδιάστατες επιπτώσεις που επιφέρει ̶ οικονομικές, ψυχολογικές και κοινωνικές. Συνεπώς, η αγωνία και οι ανησυχίες, πρώτα και κύρια των ίδιων ασθενών επί του θέματος, είναι απόλυτα αντιληπτές και σεβαστές.
Μολαταύτα, η υπέρμετρη σπουδή στην προσπάθειά μας για την εξεύρεση των επιβεβλημένων λύσεων και την εξασφάλιση ενός βέλτιστου επιπέδου διαγνωστικών και θεραπευτικών παροχών για τον καρκίνο είναι μάλλον κακός σύμβουλος. Αυτό σε καμία περίπτωση δε σημαίνει να μπει ξανά «στον πάγο» η ίδρυση του Εθνικού Ινστιτούτου, αλλά ότι απαιτείται προσεκτικός σχεδιασμός και υλοποίησή του ώστε να μην καταλήξει σε φιάσκο.
Πέρα από τον κατακερματισμό των διαθέσιμων πόρων που σχετίζονται με την ύπαρξη πολλών ιδρυμάτων και φορέων για τον καρκίνο και τις χρονοβόρες νομικές διεργασίες που απαιτούνται για τη μετατροπή του Ινστιτούτου σε οποιασδήποτε μορφή ανεξάρτητης αρχής, τις οποίες επικαλείται ο Υπουργός Οικονομικών στην επιχειρηματολογία του, η λειτουργία του Ινστιτούτου υπό τη διεύθυνση του Υπουργείου Υγείας θα μπορούσε, θεωρώ, να έχει αμφίδρομα οφέλη.
Να διευκολύνει την εφαρμογή μιας πιο συντονισμένης, κεντρικής και ολιστικής πολιτικής για τον καρκίνο μέσα από συγκεκριμένες δράσεις και χρονοδιαγράμματα, σε επίπεδο πρόληψης, ελέγχου και θεραπείας της νόσου, από τη μία, και από τη άλλη να ενδυναμώσει τον στρατηγικό και ρυθμιστικό ρόλο που φιλοδοξεί και οφείλει να αναλάβει το Υπουργείο Υγείας, εν μέσω των νέων συνθηκών που διαμορφώνονται χάρη στις τις εντυπωσιακές επιστημονικές εξελίξεις, αλλά και με την εφαρμογή του Γενικού Συστήματος Υγείας και τη μετακύληση αρμοδιοτήτων από το Yπουργείο Υγείας, όπου βρίσκονταν μέχρι πρότινος, στους ΟΑΥ και ΟΚΥπΥ.
Όποιο από τα δύο σενάρια κι αν επικρατήσει τελικά, και λαμβάνοντας σοβαρά υπόψιν το μικρό μέγεθος του πληθυσμού της Κύπρου και τη δυσκολία σύγκρισής της με άλλες χώρες, καθώς και τις πολλές και σύνθετες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα, συμπεριλαμβανομένων από τη μία των υφιστάμενων και αναδυόμενων απειλών για τη δημόσια υγεία και την ανθεκτικότητα των συστημάτων περίθαλψης και από την άλλη των πολυεπίπεδων πρωτοβουλιών και εργασιών της ΕΕ στον χώρο της υγείας, ειδικότερα σε ό,τι αφορά τον καρκίνο, η δημιουργία του Εθνικού Ινστιτούτου Καρκίνου είναι επιβεβλημένη.
Τα υφιστάμενα δεδομένα καταδεικνύουν, κατά την άποψή μου, ότι εφόσον πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις που ανέφερα πιο πάνω, δηλαδή η σημαντική ενίσχυση της δομής και η εμπεριστατωμένη και συντονισμένη εποπτεία από το ίδιο το Υπουργείο Υγείας, μια υποδιεύθυνση αποκλειστικά αφιερωμένη στην πρόληψη, τον έλεγχο και τη διαχείριση του καρκίνου είναι η πιο άμεση και βιώσιμη λύση.
*Δρ. Ανδρούλλα Ελευθερίου, BSC, MSc, PhD
Εκτελεστική Διευθύντρια Διεθνούς Ομοσπονδίας Θαλασσαιμίας
Πρόεδρος Εθνικής Επιτροπής Θαλασσαιμίας
Πρώην Επικεφαλής του Κέντρου Αναφοράς Ιογενών Παθήσεων του Υπουργείου Υγείας της Κύπρου
Πρώην Διευθύντρια του Συνεργαζόμενου Κέντρου Θαλασσαιμίας της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας στην Κύπρο
Πρώην Πρόεδρος Παγκύπριας Συμμαχίας Σπανίων Παθήσεων