Παύλος Κ. Παύλου*
Η απόφαση του ΕΔΔΑ που καταλογίζει ευθύνες στην Εισαγγελία, και ειδικά στον Βοηθό Γ.Ε. Σάββα Αγγελίδη, και η υπόθεση μη επικύρωσης του διορισμού Ντόριας Βαρωσιώτου ως δικαστού, πέραν των νομικών και πολιτικών πτυχών, θέτουν επί τάπητος και το κεφάλαιο «Δικαιοσύνη και Επικοινωνία» στην ευρύτερή του διάσταση. Είναι η ισχυρή άποψη του γράφοντος ότι, αν το ζήτημα τούτο βρει εφαρμογή σε μορφή και περιεχόμενο που δεν θα εκφεύγουν του θεσμικού ρόλου της Δικαστικής Εξουσίας και της Εισαγγελίας, θα βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση τού modus operandi (τρόπου ενεργείας, συμπεριφοράς), θα περιορίσει λανθασμένες και αυθαίρετες ερμηνείες, που ενισχύουν την επικίνδυνη απαξίωση των πολιτών προς τους θεσμούς που οσημέραι αυξάνεται, όχι αναίτια και αδικαιολόγητα, και δεν αφήνει πλέον ανεπηρέαστη ούτε τη Δικαιοσύνη.
Παρωχημένη η παραδοσιακή αντίληψη
Ισχύει εδώ και χρόνια η αντίληψη, που καθιερώθηκε ως οιωνοί εθιμικό δίκαιο, ότι η Δικαστική Εξουσία, προκειμένου να λειτουργεί αντικειμενικά και χωρίς κανέναν έξωθεν επηρεασμό, πρέπει να απέχει πλήρως από κάθε μορφής επικοινωνία με τους πολίτες. Χρόνια τώρα οι δικαστές παρουσιάζουν εικόνα απόμακρων, χωρίς συναισθήματα ανθρώπων, αυστηρώς περιχαρακωμένων σ’ ένα δικό τους ιδεατό βασίλειο. Φράσεις όπως «η Δικαιοσύνη δεν συνομιλεί, αποφασίζει», ή «δεν τίθεται θέμα διάλογου, ούτε ανταλλαγής απόψεων για μία δικαστική απόφαση», ακούγονται συχνά στο παρασκήνιο, για να δικαιολογήσουν την επικρατούσα αντίληψη.
Ομολογώ ότι φαντάστηκα αρκετές φορές κάποιους δικαστές, ως κοινούς θνητούς, να εξεγείρονται, να οργίζονται, να ασφυκτιούν στο στεγανό τους κουβούκλιο, και να θέλουν να πάρουν στο τηλέφωνο την Ελένη Βρεττού, ή την Κατερίνα Ηλιάδη, ή κάποιον δημοσιογράφο εφημερίδας για μία παρέμβαση, για να πουν στον κόσμο τη δική τους αλήθεια, να εξηγήσουν πόσο άδικα κρίνονται, συχνάκις από ανίδεους και άσχετους. Δεν το τολμούν, επειδή οι ίδιοι επέβαλαν στους εαυτούς τους το συγκεκριμένο αυστηρό modus operandi. Και αφήνουν να αιωρούνται ένα σωρό αμφιβολίες και ερωτήματα, που (αναπόφευκτα) τροφοδοτούν εικοτολογίες και παραφιλολογία. Θα πείτε, και τί εισηγείσαι, μήπως να γίνουν και οι δικαστικοί πρωταγωνιστές ή, κατά το δη λεγόμενον, μαϊντανοί των τηλεοπτικών παραθύρων; Να δίνουν αβέρτα συνεντεύξεις, να κάμνουν αναρτήσεις στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης (ΜΚΔ); Μα, όχι βέβαια. Στη ζωή, ξέρετε, δεν υπάρχει μόνο το άσπρο και το μαύρο, δεν λειτουργούν όλα στον αστερισμό του μανιχαϊσμού (καλό-κακό, ορθό-λάθος). Υπάρχει πάντα το υπέροχο Ελληνικόν Μέτρον. Που μας βγάζει από τα αδιέξοδα και μας δείχνει τον ορθό δρόμο.
Γιατί είναι αναγκαία η αλλαγή;
Η εποχή τής κατ’ επιλογήν ενημέρωσης, του μονοπωλίου, της ελεγχόμενης πληροφόρησης, της φιλτραρισμένης, διπλό-τσεκαρισμένης, έγκυρης και πιο δεοντολογικής, αν θέλετε, διάχυσης της είδησης παρήλθε ανεπιστρεπτί. Η Τεχνολογία επέβαλε τους δικούς της κανόνες. Με ένα κινητό τηλέφωνο στο χέρι ο πολίτης μετατρέπεται ανά πάσα στιγμή σε δημοσιογράφο, κινηματογραφιστή, ρεπόρτερ. Κανένας δεν περιμένει πια τις βραδινές τηλεοπτικές ειδήσεις για να δει και να μάθει τι γίνεται. Ζει την ιστορία εν τω γίγνεσθαι. Δεν έχει χρόνο ούτε διάθεση να διαβάσει λεπτομέρειες. Τον αρκούν (ατυχώς) οι τίτλοι. Υποψιάζεται ότι η εγκυρότητά τους δεν είναι σίγουρη, αλλά τούτο δεν τον πολυαπασχολεί. Στα ΜΚΔ διαβάζει και γαργαλιστικές λεπτομέρειες που οι επαγγελματίες του χώρου του έκρυβαν παλιά.
Σ’ αυτό το νέο περιβάλλον, όποιος πει «εμένα δεν με ενδιαφέρει αυτή η καινούργια μόδα», «εγώ δεν συμμετέχω», πάει, έχασε το τραίνο. Κυβερνήσεις, πολιτικά κόμματα, οργανισμοί, εταιρείες σε όλο τον κόσμο έχουν από πολλού προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Είναι γι’ αυτό που ο γράφων θέτει επί τάπητος και την ανάγκη αναθεώρησης της παραδοσιακής αντίληψης των δικαστικών στο θέμα της επικοινωνιακής τους σχέσης με την κοινωνία. Τούτο μπορεί κάλλιστα να εφαρμοστεί, με τη βοήθεια ειδικών επικοινωνιολόγων, χωρίς να επηρεάζεται η αναγκαία, ανεπηρέαστη από την όποια περιρρέουσα δικαστική κρίση. Αν, αντιθέτως, συνεχιστεί η σημερινή απομόνωση και περιχαράκωση, θα ενισχύεται συνεχώς η καχυποψία, η σπέκουλα, η συνωμοσιολογία, η αμφισβήτηση.
Ας μιλήσουμε με παραδείγματα
Τι συγκεκριμένα θα μπορούσε να γίνει στις δύο προαναφερθείσες περιπτώσεις; Στην περίπτωση Βαρωσιώτου, μετά τη γνωστοποίηση της μη ανανέωσης του διορισμού της, εκδηλώθηκε το καθολικό αίτημα, να δημοσιοποιηθεί το σκεπτικό της απόφασης, για να μάθει ο κόσμος, αν ορθά και δίκαια κρίθηκε, και όχι για λόγους εκδίκησης ή σκοπιμότητας. Θυμίζω ότι το αίτημα δεν ήταν από την «απρόσωπη» κοινωνία, αλλά από κόμματα, κινήσεις, ομάδες, την κυβέρνηση την ίδια.
Τι θα μπορούσε να κάμει το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο (ΑΔΣ); Μίαν απλή, λιτή, διευκρινιστική ανακοίνωση, που θα ενημέρωνε υπεύθυνα ότι: «Το Α.Δ.Σ. δεν δικαιούται να δημοσιοποιεί τις αποφάσεις του, όταν αφορούν παύση ή μονιμοποίηση δικαστού. Τέτοια ενέργεια θα συνιστούσε και παραβίαση προσωπικών δεδομένων. Στο ενδιαφερόμενο άτομο έχει κοινοποιηθεί η απόφαση με το πλήρες σκεπτικό. Εναπόκειται στο ίδιο το άτομο να δημοσιοποιήσει ή όχι την απόφαση». Έχει σημασία αυτό να γίνει αμέσως, όχι κατόπιν εορτής, όπως συνέβη.
Μία τέτοια ανακοίνωση θα ξεκαθάριζε το θέμα, τουλάχιστον ως προς αυτήν τη συγκεκριμένη πτυχή. Επιπροσθέτως, θα λειτουργούσε και ως έμμεση διαπαιδαγώγηση (ας μου επιτραπεί ο όρος), όλων μας, για τον βιαστικό τρόπο με τον οποίο αντιδρούμε, χωρίς γνώση των δεδομένων. Πέραν τούτου, το ΑΔΣ θα μπορούσε να κρίνει, αν στην ανακοίνωση ήταν δυνατό να προστεθούν και κάποιες επιπλέον πληροφορίες, χωρίς να παραβιάζονται διαδικασίες και δικαιώματα κανενός. Για παράδειγμα, να εξηγηθεί τι είναι θανατική ανάκριση, ότι σε αυτήν δεν υπάρχουν κατ’ αντιπαράθεση διάδικοι και ότι ο δικαστής αποφασίζει στη βάση του υλικού που θέτει στη διάθεσή του η Αστυνομία. Και ότι θανατικές ανακρίσεις ανατίθενται για χρόνια τώρα και σε υπό δοκιμασία δικαστές. Αν όλοι εμείς οι κοινοί θνητοί, που δεν γνωρίζουμε αυτά τα δεδομένα, τα πληροφορηθούμε, εγκαίρως επαναλαμβάνω, από μία υπεύθυνη Αρχή, δεν θα διερωτόμαστε, πώς στο καλό ο αρμόδιος Δικαστής ανέθεσε σε μία άπειρη υφιστάμενή του, την ιδιαίτερα φορτισμένη υπόθεση Θανάση Νικολάου.
Δημοσιογραφική Αγγελίδη: Παράδειγμα προς αποφυγήν
Στην περίπτωση τώρα της Εισαγγελίας, γίναμε μάρτυρες μιας σπασμωδικής, κακά οργανωμένης αντίδρασης (συνέντευξη Τύπου), η οποία, αντί να διορθώσει τα πράγματα, τα έκαμε χειρότερα. Γιατί; Διότι, η Εισαγγελία, όπως και η Δικαστική Εξουσία, ενεργεί και αποφασίζει, χωρίς να θεωρεί αναγκαίο να εξηγεί, έστω γενικά, πώς κατέληξε στις συγκεκριμένες αποφάσεις, προτάσσοντας γενικά και αόριστα το «Δημόσιο Συμφέρον» ή, το κατά τον κόσμο, «μνήμα του Αγίου Νεοφύτου» που όλα τα χωρεί. Ενώ, λοιπόν, αυτή είναι η καθιερωμένη τακτική της, αισθανόμενη τη μεγάλη πίεση, κατάλαβε πως δεν μπορούσε να σιωπά άλλο. Και έφτασε στο άλλο άκρο. Με πρωταγωνιστή τον Σάββα Αγγελίδη, με τη γλώσσα του σώματός του να εμφανίζει άνθρωπο συναισθηματικά φορτισμένο, στρυμωγμένο, και με τον Γενικό Εισαγγελέα δίπλα του σε ρόλο κομπάρσου, προφανώς για να καταδείξει ότι ο Σ.Α. δεν είναι μόνος, διοργανώθηκε μία παράσταση ασυντόνιστη, χωρίς στρατηγική, χωρίς απλά, ξεκάθαρα διατυπωμένα μηνύματα, με ακαθόριστη διάρκεια και ασαφή ατζέντα. Είναι όλα αυτά, όσα συνιστούν μία κακή επικοινωνιακή τακτική, που με κανένα τρόπο δεν συμβάλλει στην επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου.
Η Εισαγγελία πήρε προσφάτως μία σωστή απόφαση και όρισε εκπρόσωπο Επικοινωνίας, προφανώς για να αντιμετωπίσει την κακή εικόνα που έχει δημιουργηθεί γι’ αυτήν στα μάτια των πολιτών. Γιατί δεν ενεργοποιήθηκε αμέσως το άτομο αυτό, με ανακοινώσεις και δηλώσεις σαφείς και κατανοητές; Οι επικοινωνιολόγοι συμβουλεύουν ότι για τη διαχείριση κρίσεων, όπως η συγκεκριμένη, δεν αντιδράς σπασμωδικά, χωρίς στρατηγική και καθορισμένους στόχους. Χρειάζεται πλάνο. Χρειάζεται συνέπεια.
Κοντολογίς: Όσοι παραδοσιακά κάθονταν στην κερκίδα, απολαμβάνοντας την ησυχία και την προστασία της απομόνωσης, είναι καιρός να αντιληφθούν ότι η τακτική αυτή ξεπεράστηκε από την ίδια τη ζωή. Η προσαρμογή στα νέα δεδομένα είναι πλέον εκ των ων ουκ άνευ. Θαρσείν χρη… (τολμήστε). Οι καιροί ου μενετοί (οι συνθήκες στη ζωή συνεχώς μεταβάλλονται, δεν περιμένουν). Η Δικαιοσύνη ας παραμείνει τυφλή. Λίγο φως μόνο χρειάζεται να δώσει στον Πολίτη! Όλα θα γίνουν καλύτερα.
*Δημοσιογράφος ([email protected])