Κωνσταντίνος Κουρούγιαννης*
Στις 2 Απριλίου 2025, την οποία ο ίδιος ονόμασε Ημέρα Απελευθέρωσης, ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλτ Τραμπ, ανακοίνωσε σκληρούς δασμούς για σχεδόν όλους τους εμπορικούς εταίρους της χώρας του. Ο στόχος του Αμερικανού Προέδρου είναι το κλείσιμο του αμερικανικού εμπορικού ελλείμματος, το οποίο θεωρεί ως μεταφορά πλούτου προς το εξωτερικό. Ωστόσο, η κίνηση αυτή χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα μεγαλύτερα και αχρείαστα οικονομικά σφάλματα στη σύγχρονη παγκόσμια ιστορία, καθώς οδήγησε σε πλήρη κατάρρευση του διεθνούς εμπορίου και στην ενίσχυση του προστατευτισμού.
Ας εξετάσουμε, όμως, τι είναι οι δασμοί, πώς επηρεάζουν τους εγχώριους παραγωγούς και καταναλωτές, ποιες επιπτώσεις έχουν στην ανταγωνιστικότητα και, ευρύτερα, στο διεθνές εμπόριο και την οικονομία.
Τι είναι οι Δασμοί;
Οι δασμοί είναι φόροι που επιβάλλουν οι κυβερνήσεις σε εισαγόμενα προϊόντα, με απώτερο σκοπό να προστατεύσουν τις τοπικές βιομηχανίες που παράγουν τα ίδια ή παρόμοια προϊόντα, αλλά και να μειώσουν το εμπορικό έλλειμμα — δηλαδή τη διαφορά μεταξύ των εξαγωγών και των εισαγωγών μιας χώρας, όταν αυτή είναι αρνητική. Παράλληλα, οι δασμοί μειώνουν τη ζήτηση των εισαγόμενων προϊόντων μέσω της αύξησης της τιμής τους.
Πως επηρεάζονται οι εγχώριοι παραγωγοί;
Οι εγχώριοι παραγωγοί μιας χώρας μπορεί να επωφεληθούν από τους δασμούς, καθώς τα εισαγόμενα προϊόντα γίνονται ακριβότερα και λιγότερο ανταγωνιστικά. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της ζήτησης για εγχώρια προϊόντα, αφού οι καταναλωτές στρέφονται σε φθηνότερες εναλλακτικές. Έτσι, η αυξημένη ζήτηση μπορεί να οδηγήσει σε περισσότερες επενδύσεις, νέες θέσεις εργασίας και ανάπτυξη του βιομηχανικού ή αγροτικού τομέα.
Ωστόσο, οι δασμοί μπορεί να έχουν και αρνητικές επιπτώσεις στους εγχώριους παραγωγούς που εξάγουν τα προϊόντα τους σε άλλες χώρες, όταν αυτές απαντούν με αντίμετρα και αυξάνουν τους δικούς τους δασμούς. Επιπλέον, οι εγχώριοι παραγωγοί μπορεί να επηρεαστούν ακόμη και από τους δασμούς που επιβάλλει η δική τους χώρα σε εισαγόμενα ενδιάμεσα αγαθά ή πρώτες ύλες, καθώς το κόστος παραγωγής τους αυξάνεται.
Πως επηρεάζονται οι καταναλωτές;
Οι καταναλωτές, όμως, βιώνουν τις πιο επώδυνες επιπτώσεις των δασμών. Η αύξηση του κόστους των εισαγόμενων προϊόντων μετακυλίεται σε αυτούς, οι οποίοι πληρώνουν ακριβότερα για τα ίδια αγαθά. Οι αυξήσεις στις τιμές μπορεί να είναι και αλυσιδωτές, όταν οι δασμοί επιβάλλονται σε πρώτες ύλες ή ενδιάμεσα αγαθά, όπως μέταλλα, μικροεπεξεργαστές (chips) και γεωργικά προϊόντα, προκαλώντας ακόμη πιο δυσμενείς συνέπειες για τους καταναλωτές.
Οι δασμοί μειώνουν επίσης τις εισαγωγές προϊόντων, με αποτέλεσμα οι καταναλωτές να έχουν λιγότερες επιλογές, τόσο σε ποιότητα όσο και σε τιμή. Επιπλέον, οι δασμοί επηρεάζουν αρνητικά και την ποιότητα των προϊόντων, καθώς οι τοπικοί παραγωγοί έχουν λιγότερα κίνητρα να βελτιώσουν την ποιότητα και τις τιμές τους λόγω του μειωμένου ανταγωνισμού.
Οριζόντιοι και στοχευμένοι δασμοί
Υπάρχουν δύο διαφορετικά είδη δασμών, όπως τους βιώσαμε τα τελευταία χρόνια: οι οριζόντιοι δασμοί, που επιβάλλονται σε όλες τις εισαγωγές από μία ή περισσότερες χώρες, και οι στοχευμένοι δασμοί, που αφορούν συγκεκριμένα προϊόντα ή τομείς. Οι οριζόντιοι δασμοί είναι συνήθως λιγότερο αποτελεσματικοί, προκαλούν αυξημένες επιβαρύνσεις στους καταναλωτές και μπορεί να είναι πιο επιβλαβείς για την ευρύτερη οικονομία. Από την άλλη πλευρά, οι στοχευμένοι δασμοί μπορούν να προστατεύσουν ευαίσθητους τομείς της οικονομίας και να λειτουργήσουν ως αποτελεσματικό εργαλείο εμπορικής πολιτικής, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις αθέμιτου ανταγωνισμού.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα επιβολής στοχευμένων δασμών για την προστασία των ευρωπαϊκών αυτοκινητοβιομηχανιών είναι οι δασμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα κινεζικά ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Η απόφαση αυτή λήφθηκε στο πλαίσιο έρευνας που διεξήγαγε η Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσω της οποίας διαπιστώθηκε ότι κινεζικές εταιρείες όπως η BYD, NIO και XPeng λαμβάνουν σημαντικές κρατικές επιδοτήσεις. Αυτό τους επιτρέπει να διαθέτουν τα οχήματά τους στην ευρωπαϊκή αγορά σε πολύ χαμηλές τιμές, που σε ορισμένες περιπτώσεις ενδέχεται να είναι ακόμη και κάτω από το κόστος παραγωγής (πρακτική γνωστή ως ντάμπινγκ). Για τον λόγο αυτό, στις 5 Ιουλίου 2024, η Ευρωπαϊκή Ένωση επέβαλε επιπρόσθετους δασμούς στα κινεζικά ηλεκτρικά αυτοκίνητα, πέραν του ήδη ισχύοντος 10% δασμού εισαγωγής. Οι δασμοί αυτοί διαφέρουν ανά εταιρεία, ανάλογα με τα ευρήματα της σχετικής έρευνας.
Αυτή η προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαφέρει σημαντικά από την απόφαση του Προέδρου των ΗΠΑ, στις 2 Απριλίου 2025, να ανακοινώσει οριζόντιους δασμούς σε σχεδόν όλους τους οικονομικούς εταίρους της Αμερικής. Με τον τρόπο αυτό, δεν ζημιώνονται μόνο οι καταναλωτές, οι οποίοι, σε περίπτωση εφαρμογής των δασμών, θα έχουν λιγότερες και ακριβότερες επιλογές καταναλωτικών προϊόντων, αλλά και οι παραγωγοί, οι οποίοι ενδέχεται να αντιμετωπίσουν αυξημένο κόστος παραγωγής λόγω της ανόδου των τιμών των πρώτων υλών.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Economist, ένα από τα πιο έγκριτα οικονομικά περιοδικά στον κόσμο, ονόμασε τις 2 Απριλίου 2025 Ημέρα Καταστροφής (¨Ruination Day¨) σε αντίθεση με την ονομασία που είχε δώσει σε αυτή την μέρα ο ίδιος ο Ντόναλτ Τραμπ Ημέρα Απελευθέρωσης (¨Liberation Day¨). Σύμφωνα με τον Economist, η ανακοίνωση αυτών των σαρωτικών δασμών οδήγησε στην ολοκληρωτική εγκατάλειψη των κανόνων του εμπορίου και ενίσχυση του προστατευτισμού.
Μεγάλη σημασία έχει η αντίδραση των εμπορικών εταίρων, η οποία ενδέχεται να διαφέρει. Σε περίπτωση που ανταποδώσουν με δικούς τους δασμούς, όπως επέλεξε να κάνει η Κίνα, τα αποτελέσματα θα είναι ακόμη χειρότερα, ιδίως αν αυτό οδηγήσει σε έναν κύκλο εμπορικών αντιποίνων μεταξύ των εταίρων. Η πιο έξυπνη και συνετή αντίδραση θα ήταν όλοι αυτοί οι εμπορικοί εταίροι να συνεργαστούν μεταξύ τους, ώστε να βελτιώσουν τους κανόνες του εμπορίου που διέπουν τις μεταξύ τους σχέσεις.
Ένα μεγάλο ερώτημα είναι κατά πόσο θα πρέπει να συμπεριληφθεί και η Κίνα σε αυτή την προσπάθεια. Από τη μία πλευρά, έχει κατηγορηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση ότι χρησιμοποιεί μεθόδους αθέμιτου ανταγωνισμού, χρησιμοποιώντας κυβερνητικές χορηγίες προς συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Από την άλλη πλευρά, η Κίνα μπορεί να προσφέρει τεχνογνωσία στον τομέα της τεχνολογίας και να επενδύσει στην παραγωγή εντός της Ευρώπης με αντάλλαγμα χαμηλότερους δασμούς.
Η οικονομία, όμως, που σίγουρα θα ζημιωθεί ανεξαρτήτως της τελικής έκβασης αυτού του εμπορικού πολέμου είναι η Αμερική, καθώς κανένας από τους εμπορικούς της εταίρους δεν θα την θεωρεί πλέον αξιόπιστο εμπορικό συνεργάτη. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, οικονομικοί αναλυτές έχουν αυξήσει την πιθανότητα η αμερικανική οικονομία να εισέλθει σε ύφεση.
Αξιοσημείωτη είναι επίσης η αύξηση των αποδόσεων των αμερικανικών κρατικών ομολόγων, δηλαδή η μείωση της τιμής τους, μετά την ανακοίνωση των δασμών — γεγονός παράδοξο, καθώς κανονικά θα έπρεπε να παρουσιάζουν αυξημένη ζήτηση από επενδυτές που επιδιώκουν να μειώσουν το ρίσκο τους λόγω της αβεβαιότητας στις αγορές. Πρόκειται και για μια ένδειξη ότι οι αγορές δεν πιστεύουν πως οι δασμοί μπορούν να πετύχουν τον στόχο της μείωσης του εμπορικού ελλείμματος των Ηνωμένων Πολιτειών — και, κατ’ επέκταση, του χρέους της χώρας — αλλά μάλλον ότι θα έχουν τα αντίθετα αποτελέσματα.
*Αντιπρόεδρος Συνδέσμου Χρηματοοικονομικών Αναλυτών Κύπρου
(CFA Society Cyprus)