Της Έφης Τριήρη
Τα στρατόπεδα δεν φτιάχνονται μόνο στο πεδίο της μάχης. Η εκρηκτική κατάσταση στην Ουκρανία διαμορφώνει και τα νέα μέτωπα στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου, όσο φυσικά αυτά κρατήσουν. Οι αυξανόμενες τιμές και ο φόβος της ρωσικής εισβολής έχουν δημιουργήσει ένα καίριο δίλημμα για τη Σαουδική Αραβία: Να βοηθήσει τη Δύση αυξάνοντας την παραγωγή πετρελαίου της ή να σταθεί στο πλευρό της Μόσχας «τιμώντας» την πενταετή συμμαχία που έχει συστήσει μαζί της;
Προς το παρόν, την απάντηση τη δίνει η ίδια η αγορά πετρελαίου. Οι τιμές του στα 94 δολάρια το βαρέλι κι οδεύουν ολοταχώς προς τα 100, 120, ίσως και 150 δολάρια, όπως προβλέπουν «βετεράνοι» της αγοράς. Και ενώ πληθαίνουν οι προειδοποιήσεις από τη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας (ΙΕΑ) και τις καταναλώτριες χώρες ότι η αγορά είναι «σφιχτή» και το σημερινό ράλι πρέπει να αναχαιτιστεί, κανένας από τους μεγάλους παίκτες δεν κάνει κίνηση. Όλοι και όλα σε κατάσταση αναμονής, εκτός από τον παγκόσμιο πληθωρισμό που καλπάζει, καθιστώντας πιο δύσκολη τη ζωή δισεκατομμυρίων καταναλωτών.
Το Ριάντ, ανένδοτο σε οιαδήποτε αύξηση της παραγωγής, συμπαρατάσσεται με τη Ρωσία και διαμηνύει στον Λευκό Οίκο ότι αυτή τη στιγμή έχει «γυρίσει σελίδα». Κάθε πλευρά βεβαίως για τους δικούς της λόγους. Η Ρωσία, που εξάγει το 10% του παγκόσμιου πετρελαίου, θα ενδυναμώσει με τις σημερινές υψηλές τιμές τα κρατικά της έσοδα, φτιάχνοντας ισχυρό «μαξιλάρι» σε πιθανές κυρώσεις της Δύσης, σε περίπτωση που «τεντώσει το σχοινί» με την Ουκρανία. Και δεν βιάζεται, καθότι γνωρίζει πολύ καλά ότι οι κυρώσεις είναι ανέφικτες αυτή τη στιγμή, καθώς θα αφαιρούσαν ένα επιπλέον 7% από την παγκόσμια προσφορά πετρελαίου.
Από την άλλη, ο εστεμμένος μονάρχης της Σαουδικής Αραβίας, Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, χρειάστηκε τη συμμαχία με τη Ρωσία το 2016, όταν άρχισε να χάνει την πολιτική υποστήριξη της Δύσης μετά τη δολοφονία του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι, ενώ η εισροή ρευστού θα βοηθήσει το όραμά του για αναμόρφωση της οικονομίας της χώρας του. Το Ριάντ επικαλείται, δε, έκθεση του ΟΠΕΚ που κάνει λόγο για παγκόσμιο πλεόνασμα 1,4 εκατ. βαρελιών στο πρώτο φετινό τρίμηνο.
Αυτή τη στιγμή, οι υψηλές τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου έχουν στρέψει πολλούς χρήστες καυσίμων σε εναλλακτικές πηγές, με αναλυτές να προειδοποιούν ότι στα 100 δολάρια μπορεί να αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση. Μόλις τον Απρίλιο του 2020 είχαμε δει τις τιμές να γυρίζουν σε αρνητικό έδαφος. Η αβεβαιότητα «χτυπά πάλι κόκκινο» και η εικόνα μπορεί να αλλάξει ανά πάσα στιγμή. Και η ανελαστικότητα της αγοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου σημαίνει ότι η απόσταση ανάμεσα στο πολύ και το λίγο ή καθόλου μπορεί να μηδενιστεί ανά πάσα στιγμή.