Κατ’ αρχήν απέφυγε μέχρι τώρα να προετοιμάσει την κοινή γνώμη για το κόστος της ενεργειακής μετάβασης, το οποίο θα είναι υψηλό και θα το επωμιστούν επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Μια πρόγευση αποτελεί η ακρίβεια που πυροδότησαν οι ανατιμήσεις του φυσικού αερίου και του ηλεκτρικού ρεύματος. Πέραν του επικοινωνιακού σφάλματος για το κόστος, έρχεται το Ελεγκτικό Συνέδριο της Ε.Ε. και αποκαλύπτει ότι οι πολιτικές της Ε.Ε. για την κλιματική αλλαγή και γενικά για την ενεργειακή πολιτική είναι αρκετά αντιφατικές, με βασική αντίφαση τη γενναία επιδότηση ορυκτών καυσίμων. Οι πολιτικές της Ε.Ε. για τη φορολογία της ενέργειας συνεχίζουν να υποστηρίζουν τα ορυκτά καύσιμα, φορολογώντας τα λιγότερο και επιδοτώντας τα περισσότερο από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αναφέρει το Ελεγκτικό Συνέδριο.
Όπως σημειώνει, μολονότι οι επιδοτήσεις για ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές σχεδόν τετραπλασιάστηκαν την περίοδο 2008-2019, οι επιδοτήσεις ορυκτών καυσίμων παρέμειναν σχετικά σταθερές την τελευταία δεκαετία, παρά τις δεσμεύσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ορισμένων κρατών-μελών για σταδιακή κατάργησή τους. Βάσει της ισχύουσας οδηγίας για τη φορολογία της ενέργειας, οι περισσότερο ρυπογόνες πηγές ενέργειας υπερτερούν σε φορολογικά πλεονεκτήματα σε σύγκριση με περισσότερο αποδοτικές από άποψη εκπομπών άνθρακα πηγές ενέργειας: παραδείγματος χάριν, ο άνθρακας φορολογείται λιγότερο απ’ ό,τι το φυσικό αέριο και ορισμένα ορυκτά καύσιμα φορολογούνται πολύ λιγότερο από την ηλεκτρική ενέργεια.
Επιπλέον, σύμφωνα με το Ελεγκτικό Συνέδριο, ενώ η πλειονότητα των κρατών-μελών επιβάλλει υψηλούς φόρους σε καύσιμα, αρκετά κράτη μέλη διατηρούν τους φόρους κοντά στα ελάχιστα επίπεδα που καθορίζονται στην οδηγία, γεγονός που ενδέχεται να προκαλεί στρεβλώσεις στην εσωτερική αγορά. «Οι χαμηλές τιμές εκπομπών άνθρακα και οι χαμηλοί φόροι ενέργειας στα ορυκτά καύσιμα αυξάνουν το σχετικό κόστος των περισσότερο πράσινων τεχνολογιών και καθυστερούν την ενεργειακή μετάβαση» αναφέρει η έκθεση.
Ακόμη, οι επιδοτήσεις ορυκτών καυσίμων εμποδίζουν την αποδοτική ενεργειακή μετάβαση. Μάλιστα, αποκαλύπτει ότι συνολικά οι επιδοτήσεις των κρατών-μελών για ορυκτά καύσιμα υπερβαίνουν τα 55 δισ. ευρώ ετησίως και πως 15 κράτη-μέλη δαπανούν περισσότερα κεφάλαια σε επιδοτήσεις ορυκτών καυσίμων απ’ ό,τι σε επιδοτήσεις ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Και σε αυτή την περίπτωση αναδεικνύεται η αναποφασιστικότητα της Ε.Ε. μπροστά σε κομβικά ζητήματα πολιτικής, προσπαθώντας πάντα να τηρεί ισορροπίες μεταξύ των κρατών, χάνοντας τελικά πολύτιμο χρόνο.