Οι αριθμοί είναι «ωραία στολισμένοι», αλλά ανήκουν, όπως δήλωσε χαρακτηριστικά ο Matt Smith της Kpler, «στη σφαίρα της φαντασίας».

Μαξιμαλισμός χωρίς βάση

Η συμφωνία προβλέπει ότι ευρωπαϊκές εταιρείες θα αγοράζουν αμερικανικά προϊόντα ενέργειας αξίας 250 δισ. δολάρια ετησίως για τρία χρονια Πετρέλαιο, φυσικό αέριο (κυρίως LNG) και πυρηνικές τεχνολογίες. Ωστόσο, όπως επισημαίνουν ειδικοί του τομέα, ούτε οι αριθμοί ούτε η ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική ευνοούν μια τέτοια στροφή.

Το 2024, οι εξαγωγές αμερικανικών ορυκτών καυσίμων προς την Ευρώπη ανήλθαν σε περίπου 75 δισ. δολάρια. Ακόμη και με σταδιακή απεξάρτηση από τη ρωσική ενέργεια, η επίτευξη των στόχων του Τραμπ προϋποθέτει πολλαπλασιασμό των εισαγωγών κατά πέντε φορές και παράλληλα συντήρηση υψηλών τιμών, κάτι που συγκρούεται με την ευρωπαϊκή στρατηγική για φθηνότερη ενέργεια.

«Το νούμερο των 250 δισ. ετησίως απλώς δεν βγαίνει», σημειώνει η Anne-Sophie Corbeau του Columbia University. «Για να πιάσουμε τέτοιο στόχο, θα έπρεπε η Ευρώπη να απομακρυνθεί από κάθε άλλον προμηθευτή και ταυτόχρονα οι τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου να εκτοξευτούν. Μα δεν ήταν ο Τραμπ που ήθελε φτηνό πετρέλαιο;»

Ιδιωτική αγορά, δημόσια δέσμευση

Πέρα όμως από τους αριθμούς, το μοντέλο αγοράς ενέργειας στην Ευρώπη δεν επιτρέπει τέτοιου είδους «κρατικά deals». Οι περισσότερες ενεργειακές εταιρείες είναι ιδιωτικές, εισηγμένες στο χρηματιστήριο, με υποχρέωση να επιλέγουν τις οικονομικότερες λύσεις και όχι εκείνες που εξυπηρετούν γεωπολιτικά συμφέροντα.

«Δεν είναι σαφές πώς η Κομισιόν ή οι κυβερνήσεις θα “επιβάλουν” σε ιδιωτικές εταιρείες να αγοράσουν περισσότερη αμερικανική ενέργεια», τονίζει ο Smith της Kpler. Ακόμα και να το ήθελαν, πολλές από αυτές δεσμεύονται με μακροχρόνια συμβόλαια από Νορβηγία, Κατάρ και Αλγερία.

Η απότομη ακύρωσή τους θα πυροδοτούσε νομικές διενέξεις και ποινές. Ανάμικτες αντιδράσεις στις ΗΠΑ Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι αντιδράσεις ήταν πιο θετικές. Το American Petroleum Institute χαιρέτισε το deal, κάνοντας λόγο για «ισχυροποίηση της θέσης των ΗΠΑ ως βασικού προμηθευτή της Ευρώπης».

Οι μετοχές ενεργειακών εταιρειών όπως οι Venture Global, Cheniere και NextDecade σημείωσαν άνοδο τη Δευτέρα, αν και αργότερα η ευφορία εξανεμίστηκε, καθώς έγινε αντιληπτό πόσο ασαφή είναι τα πρακτικά σκέλη της συμφωνίας. Η Venture Global ανακοίνωσε νέα επένδυση 15 δισ. δολαρίων για εγκατάσταση παραγωγής LNG στη Λουιζιάνα, αλλά ακόμα και αυτό το project είχε χρηματοδοτηθεί πριν την υπογραφή της συμφωνίας, γεγονός που υπονομεύει την εικόνα του deal ως “καταλύτη” νέας εξαγωγικής εποχής.

Το προηγούμενο της Κίνας και τα «μάνα εξ ουρανού»

Για αρκετούς αναλυτές, το ενεργειακό deal θυμίζει έντονα την αποτυχημένη «φάση 1» της συμφωνίας Τραμπ με την Κίνα το 2020, όταν το Πεκίνο είχε δεσμευθεί να αγοράσει 200 δισ. δολάρια επιπλέον αμερικανικών προϊόντων – αλλά δεν το έκανε ποτέ.

«Η ιστορία δείχνει ότι τέτοια μαξιμαλιστικά deals δεν λειτουργούν», σημειώνει ο Kevin Book της ClearView Energy Partners. «Το προηγούμενο της Κίνας είναι κακός οιωνός».

Από τη ρωσική εξάρτηση στην αμερικανική;

Το πιο κρίσιμο ερώτημα που εγείρεται όμως είναι στρατηγικό: Θέλει πραγματικά η Ευρώπη να εγκαταλείψει την ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία για να υποκατασταθεί με μια νέα εξάρτηση από τις ΗΠΑ; Με δεδομένο ότι η Ε.Ε. έχει στόχο την απανθρακοποίηση και τις ΑΠΕ, πολλοί προειδοποιούν ότι πρόκειται για μια πολιτικά και τεχνικά κοντόφθαλμη επιλογή. «Ας είμαστε ρεαλιστές. Στην Ευρώπη, τα αιολικά και τα φωτοβολταϊκά κερδίζουν», είπε ο Bill Farren-Price του Oxford Institute. «Κι αν πέφτουν οι τιμές και η ζήτηση για φυσικό αέριο, ποιος θα πληρώσει τα 250 δισ. τον χρόνο;»

Πηγή: Ναυτεμπορική, Νατάσα Στασινού  [email protected]