Στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες αναφέρθηκε ο Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος και Διευθυντής Επιχειρηματικών Δραστηριοτήτων της Τράπεζας Κύπρου Χάρης Πουαγκαρέ, στο 4ο τραπεζικό συνέδριο που διοργάνωσε την Τρίτη η FMW στη Λευκωσία με τίτλο «Τραπεζικό Σύστημα: νέες προκλήσεις και ευκαιρίες».
Αυτούσια η ομιλία του:
Βρισκόμαστε σε μια χρονική περίοδο κατά την οποία συμβαίνουν ταυτόχρονα πολλά αλληλεπικαλυπτόμενα γεγονότα. Έχουμε έναν συνεχιζόμενο πόλεμο που είναι επίσης πληθωριστικός. Έχουμε ένα σφιχτό νομισματικό περιβάλλον που προκαλεί επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας και δημιουργεί υφεσιακές πιέσεις. Ο συνεχιζόμενος υψηλότερος πληθωρισμός και η επιβράδυνση της ανάπτυξης υποκρύπτουν στασιμοπληθωριστικές πιέσεις. Διαχειριζόμαστε μια διπλή μετάβαση, σε μια πράσινη οικονομία και έναν ψηφιακό μετασχηματισμό. Ο τραπεζικός τομέας βρίσκεται στο μέσον όλων αυτών, και πρέπει να προσαρμοστεί στο περιβάλλον του και στις προκλήσεις της τεχνολογικής αλλαγής που συντελείται, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να στηρίξει την ιδιωτική οικονομία σε συνθήκες χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Παρ’ όλες αυτές τις δραστικές αλλαγές στο νομισματικό περιβάλλον και την τεχνολογική τους υποδομή, το βασικό υποκείμενο τραπεζικό μοντέλο, δεν έχει αλλάξει. Η λειτουργική του βάση έχει διαφοροποιηθεί, όχι όμως ο ουσιώδης ρόλος του στην οικονομία. Θα επικεντρωθώ στο τι εννοώ με το τραπεζικό μοντέλο, και θα αναφερθώ στο πλαίσιο της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και τις συναφείς προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε.
Τραπεζικό μοντέλο και η τεχνολογική πρόκληση
Μεταμορφωνόμαστε γρήγορα σε ένα ηλεκτρονικό τραπεζικό πεδίο, με ένα υποστηρικτικό δίκτυο καταστημάτων και ένα πλήρες φάσμα τραπεζικών και χρηματοοικονομικών προϊόντων, προσβάσιμη όλο το εικοσιτετράωρο. Είμαστε αντιμέτωποι με ένα πιο αυστηρό και πιο εντατικό, ρυθμιστικό και εποπτικό πλαίσιο και μια ανταγωνιστικότερη και πολυσυλλεκτικότερη τραπεζική αγορά. Οι νέες τεχνολογικές ανακαλύψεις και η διάχυση τους, επέτρεψαν στους νεοεισερχόμενους, τις εταιρείες fintech και τις μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες, να ανταγωνίζονται τις παραδοσιακές τράπεζες για ένα κομμάτι της αγοράς.
Η τεχνολογία ήταν πάντα εκεί για τις τράπεζες. Και πάντα οι τράπεζες ήταν πρωτοπόρες στην υιοθέτηση της τεχνολογίας. Δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο κάτω από τον ήλιο.
Ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα αφορά κυρίως καταθέσεις και πιστώσεις. Και αυτό είναι κάτι που πάντα ρυθμιζόταν στον σύγχρονο κόσμο. Το χρήμα και οι πιστώσεις αποτελούν τον πυρήνα των κοινωνιών μας, διότι με αυτόν τον τρόπο διαχειριζόμαστε τους διαθέσιμους πόρους μας. Με αυτόν τον τρόπο οι κοινωνίες αναπτύσσονται και ευημερούν. Οι άνθρωποι καταθέτουν τα χρήματά τους στην τράπεζα, και στη συνέχεια η τράπεζα χρησιμοποιεί τα χρήματα για την ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας. Οι τράπεζες υπόκεινται σε ένα αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο με πολλές αναφορές και εποπτεία, διότι τα χρήματα των καταθετών πρέπει να προστατεύονται και ταυτόχρονα να χρησιμοποιούνται στην οικονομία. Αυτό κάνουν οι τράπεζες. Αυτό δεν θα αλλάξει ριζικά. Οι τράπεζες είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις και επιδιώκουν να είναι κερδοφόρες. Ταυτόχρονα, όμως, έχουν και μια δημόσια λειτουργία, καθώς διαμεσολαβούν στη ροή του χρήματος στην οικονομία.
Αγκαλιάζουμε την τεχνολογία και το τραπεζικό μας μοντέλο προσαρμόζεται. Υπάρχουν τώρα νέα προϊόντα και νέες πλατφόρμες διάθεσης τους. Και τα τραπεζικά καταστήματα, όσα θα παραμείνουν, θα προσφέρουν μια εντελώς διαφορετική εμπειρία στον πελάτη. Αλλά ακόμη και με τη νέα τεχνολογία, και τον νέο ανταγωνισμό, το θεμελιώδες μοντέλο διαμεσολάβησης που περιέγραψα παραπάνω, θα παραμείνει.
Το τραπεζικό περιβάλλον και η χρηματοπιστωτική σταθερότητα
Τώρα, επιτρέψτε μου να αναφερθώ στο γενικότερο τραπεζικό περιβάλλον, την παρούσα θέση μας, και στο πλαίσιο και τους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Αυτό είναι σημαντικό διότι λειτουργούμε τώρα σε ένα πολύ διαφορετικό οικονομικό περιβάλλον από ό,τι μέχρι πρόσφατα. Επομένως, η χρηματοπιστωτική σταθερότητα είναι κρίσιμη, καθώς θα περνάμε τα σκαμπανεβάσματα ενός επιχειρηματικού κύκλου ή όταν θα αντιμετωπίζουμε περιστασιακά εξωγενή ή ενδογενή σοκ, όπως είχαμε με την πανδημία του Covid-19 το 2020 και τώρα με τον πόλεμο στην Ουκρανία, για να μην αναφέρουμε την κρίση του ευρώ από το 2010 και μετά, συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής και τραπεζικής μας κρίσης του 2012-2014.
Η νομισματική πολιτική και η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, φυσικά, αλληλοεπιδρούν η μία με την άλλη. Και βρισκόμαστε σε μια τέτοια στιγμή τώρα, με όλη αυτή την πολύ απότομη αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ και άλλες κεντρικές τράπεζες στις ανεπτυγμένες χώρες.
Είχαμε μια σχετικά μακρά περίοδο χαμηλού πληθωριστικού περιβάλλοντος, από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 περίπου, μέχρι και μετά την πανδημία Covid-19. Το πρόβλημα σε αυτή τη μακρά περίοδο, ήταν ότι τα νομισματικά μας εργαλεία δεν ήταν και πολύ αποτελεσματικά. Αντιμετωπίζαμε ένα μάλλον πολύπλοκο σύνολο συνθηκών. Οι κεντρικές τράπεζες χτύπησαν το λεγόμενο μηδενικό κατώτατο όριο και στη συνέχεια τα επιτόκια έγιναν αρνητικά, σε πολλές περιπτώσεις, γεγονός που ήταν τιμωρητικό για τις τράπεζες με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Είχαμε ένα πρόσθετο κόστος επιτοκίου στην πλευρά του παθητικού μας, όταν τα περιθώρια στην πλευρά του ενεργητικού, του χαρτοφυλακίου των δανείων μας δηλαδή, είχαν συμπιεστεί.
Τώρα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με εντελώς διαφορετικές συνθήκες. Ο χαμηλός πληθωρισμός έχει μετατραπεί σε ένα υψηλό πληθωριστικό περιβάλλον, και από πολύ χαμηλά, τα επιτόκια είναι τώρα ίσως πολύ υψηλά. Έχουμε υψηλό πληθωρισμό, υψηλά επιτόκια και αναπόφευκτη επιβράδυνση της ανάπτυξης παγκοσμίως, με πραγματικό τον κίνδυνο ύφεσης. Κυριαρχούν πιέσεις στασιμοπληθωρισμού. Σίγουρα, αυτό δεν είναι ένα πολύ άνετο μείγμα συνθηκών, ούτε για τις ίδιες τις τράπεζες αλλά ούτε και για την κεντρική τράπεζα. Η κερδοφορία βελτιώθηκε φέτος, αλλά αυτό δεν αποτελεί σημείο τέλους. Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η κεφαλαιακή επάρκεια και η ανθεκτικότητα του τραπεζικού μας μοντέλου έχουν την προτεραιότητα, καθώς σχεδιάζουμε την πορεία μας προς το μέλλον.
Αν θυμάστε, σε περιβάλλον χαμηλού πληθωρισμού, είχαμε την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και στη συνέχεια την κρίση του ευρώ. Σε αυτό το πλαίσιο εκτυλίχθηκε η δική μας οικονομική και τραπεζική κρίση. Ήταν εποχές έντονης χρηματοπιστωτικής αστάθειας, για τις οποίες δεν ήμασταν πολύ καλά προετοιμασμένοι, ούτε οι τράπεζες ούτε η νομισματική αρχή. Είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι τώρα για να αντιμετωπίσουμε μελλοντικά αποσταθεροποιητικά σοκ στις οικονομίες μας; Η απάντηση είναι σίγουρα ναι. Και θα επεκταθώ σε αυτό.
Για παράδειγμα, βιώσαμε το σοκ της πανδημίας Covid-19, το οποίο ήταν ιδιαίτερα επιβαρυντικό, αλλά δεν είχαμε σχεδόν καμία χρηματοοικονομική δυσπραγία ως αποτέλεσμα. Σε γενικές γραμμές, οι κυβερνήσεις αντέδρασαν πολύ έντονα, θέτοντας σε εφαρμογή ένα δημοσιονομικό μηχανισμό στήριξης για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Αυτή ήταν η μία πλευρά των πραγμάτων. Η άλλη πλευρά ήταν ότι είχαμε ένα ισχυρότερο πλαίσιο χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και ότι οι ίδιες οι τράπεζες ήταν πολύ περισσότερο ανθεκτικές όσον αφορά τους ισολογισμούς τους ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν τις δυσμενείς καταστάσεις. Το οποίο και έγινε.
Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματά μας δεν επηρεάστηκαν και ο αριθμός των πτωχεύσεων που συνήθως αυξάνεται σε ένα τέτοιο περιβάλλον, δεν επηρεάστηκε. Αυτό συνέβη σε όλη την Ευρώπη. Προφανώς, το θεσμικό μας πλαίσιο για την διαχείριση κρίσεων βελτιώθηκε πάρα πολύ, ιδίως στον τραπεζικό τομέα. Είχαμε πολλές μεταρρυθμίσεις σε πλαίσιο ΕΕ σ σχέση με τη διακυβέρνηση, την εποπτεία και την εξυγίανση των τραπεζών. Μπορεί να υπάρχουν ακόμη κενά, αλλά είμαστε πολύ ισχυρότεροι και πολύ πιο σίγουροι για το πλαίσιο διαχείρισης κρίσεων.
Ένα πολύ διαφορετικό περιβάλλον
Στα χρόνια χαμηλού πληθωρισμού οι κεντρικές τράπεζες συνδύαζαν τις επιθετικές αγορές περιουσιακών στοιχείων, τη λεγόμενη ποσοτική χαλάρωση, με ενισχύσεις ρευστότητας για περιπτώσεις αδικαιολόγητων πιέσεων στις αγορές. Έτσι, είχαμε μια μακρά περίοδο, με πολύ χαλαρές νομισματικές συνθήκες, χαμηλά και αρνητικά επιτόκια, άφθονη ρευστότητα και προσδοκίες για χαμηλά επιτόκια για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.
Τώρα, αντιμετωπίζουμε ένα διαφορετικό περιβάλλον, και το πραγματικό ερώτημα είναι το εξής. Πόσο ανθεκτικοί είμαστε σε αυτό το νέο καθεστώς, που ακόμη εξελίσσεται, με υψηλότερο πληθωρισμό και υψηλότερα επιτόκια για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, προκειμένου να φθάσουμε το στόχο του πληθωρισμού στο 2%; Υψηλότερα επιτόκια σημαίνουν αυξημένο κίνδυνο δυσμενών επιδράσεων σε σχέση με το δημόσιο χρέος, και τις απομοιώσεις δανείων. Οι τράπεζές μας, έχουν πολύ άνετες συνθήκες ρευστότητας, αλλά γενικά μιλώντας, οι συνολικές συνθήκες ρευστότητας καθίστανται περισσότερο πιεστικές σε πολλές αγορές, όπως για παράδειγμα στις αγορές κρατικών ομολόγων.
Επομένως, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε και να αξιολογήσουμε τα ευάλωτα μας σημεία στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Έχουμε δείκτες που δείχνουν προς μια πιο καθησυχαστική κατεύθυνση, όπως για παράδειγμα ο βαθμός μόχλευσης των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, ο βαθμός κερδοφορίας, το ποσοστό πτωχεύσεων, το επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, ο βαθμός κεφαλαιοποίησης και ανθεκτικότητας του τραπεζικού τομέα και άλλα. Ακόμη και όσον αφορά τα δημόσια οικονομικά, όσον αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους δηλαδή, δεν υπάρχει σοβαρή ανησυχία.
Για παράδειγμα, ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων μας ήταν 9% τον Απρίλιο, και περίπου οι μισές από αυτές τις διευκολύνσεις, αναδιαρθρώθηκαν. Ταυτόχρονα ο δείκτης κάλυψης ήταν 54%, σχετικά υψηλός. Αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε ενεργό ιδιωτικό χρέος, το οποίο ορίζω ως τραπεζικά δάνεια προς κατοίκους, ήταν €21 δισεκατομμύρια στο τέλος Ιουλίου, ή 72% του ΑΕΠ, το οποίο είναι το χαμηλότερο που έχει υπάρξει ποτέ. Έτσι, το σχετικά χαμηλό ιδιωτικό χρέος μειώνει τα ευάλωτα σημεία και ενισχύει την ανθεκτικότητα σε περιόδους κρίσης ή οικονομικής δυσπραγίας. Εν τω μεταξύ, η κεφαλαιακή επάρκεια του τραπεζικού συστήματος είναι η υψηλότερη που έχει υπάρξει ποτέ, με δείκτη κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 κοντά στο 20% στο τέλος Δεκεμβρίου 2022.
Συμπέρασμα
Η ανησυχία παραμένει στη διάσταση της πολιτικής. Τα επιτόκια μπορεί να αυξηθούν περαιτέρω και να παραμείνουν υπερβολικά υψηλά για πολύ καιρό. Αυτό συνεπάγεται υφεσιακή τάση. Τώρα, μια ήπια ύφεση είναι πάντα μέρος του επιχειρηματικού κύκλου, αλλά δεν θέλουμε αυτό το σφιχτό νομισματικό περιβάλλον να οδηγήσει σε μια πιο σοβαρή ύφεση, διότι αυτό θα έχει πιο σοβαρές και πιο διαρκείς αρνητικές συνέπειες. Πόσο ψηλά είμαστε διατεθειμένοι να ανεβάσουμε τα επιτόκια για να μειώσουμε τον πληθωρισμό στο 2%; Αυτός είναι ένας τομέας αβεβαιότητας και πρέπει να παραμείνουμε προσεκτικοί. Γενικότερα, ενώ αισθανόμαστε άνετα με το τραπεζικό μας μοντέλο, όπως και για την ισχύ του ρυθμιστικού πλαισίου και την επάρκεια των κεφαλαιακών μας αποθεμάτων, πρέπει να παραμείνουμε σε εγρήγορση για τους καθοδικούς κινδύνους. Δεν βρισκόμαστε στο τέλος αυτής της κρίσης και η αβεβαιότητα είναι μεγάλη.