Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
«Κάθε χρόνο, το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός ζητά από προσωπικότητες του ακαδημαϊκού κόσμου, της πολιτικής και των επιχειρήσεων να εντοπίσουν τους κύριους κινδύνους για το επόμενο έτος», γράφει η Wall Street Journal. Στις αρχές του 2020, ουδείς των στελεχών που μετείχαν στην έρευνα είχε αναφέρει τον κίνδυνο μιας μολυσματικής νόσου. Το 2021 επίσης, ο πληθωρισμός δεν είχε εμφανιστεί καν στη λίστα των πιθανών κινδύνων. «Η περίπτωση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ καταδεικνύει πόσο οι αντιλήψεις μας για τους πιθανούς κινδύνους είναι παραπλανητικές, ειδικά επειδή επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από το παρελθόν και δεν λαμβάνουν υπόψη απειλές που κανείς δεν είχε φανταστεί», σημειώνει η αμερικανική εφημερίδα.
Η έκρηξη του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, δείχνει ότι αυτή η απροσδόκητη οικονομική απειλή, θα ρίξει βαριά τη σκιά της ολόκληρο το 2022. Και βλέπουμε…
Ο πληθωρισμός αυξήθηκε στο 5% το 2021 στην ευρωζώνη ,κάτι που δεν είχε εμφανιστεί από τη δημιουργία της ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας Eurostat το 1997. Αυτός ο υψηλός πληθωρισμός θα μπορούσε να συνεχιστεί το 2022, με την ΕΚΤ να αναμένει επιστροφή στα φυσιολογικά επίπεδα το 2023 και το 2024, με πληθωρισμό γύρω στο 2%. Ωστόσο, οι διαφωνίες αυξάνονται στο ΔΣ της ΕΚΤ και η πίεση στην ηγεσία της τράπεζας να ανταποκριθεί στον πληθωρισμό συνεχίζεται, κυρίως από την Bundesbank .
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι τιμές καταναλωτή αυξήθηκαν κατά 7% το 2021, ρεκόρ για τα τελευταία 40 χρόνια και η Fed ανακοίνωσε ότι είναι πιθανό να αυξήσει τα επιτόκια τον Μάρτιο. Το ζήτημα του πληθωρισμού έγινε το νούμερο ένα πολιτικό θέμα για τον Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν.
Τιμές-μισθός
Για τον απλό πολίτη, η επιστροφή του πληθωρισμού θέτει σε πρώτη γραμμή το ζήτημα της «αγοραστικής δύναμης» .Ενα φάντασμα επανεμφανίζεται στην οικονομική σφαίρα: η σχέση τιμών-μισθών. Το γεγονός αυτό έχει ξεκινήσει μια σημαντική συζήτηση σε όλον τον κόσμο. Από τη μια πλευρά υπάρχουν εκείνοι που υποστηρίζουν ότι δεν πρέπει να ανησυχούμε πολύ, γιατί ο τρέχων πληθωρισμός είναι ένα παροδικό φαινόμενο ,που θα υποχωρήσει τους επόμενους μήνες. Από την άλλη υπάρχουν ειδικοί που ζητούν αύξηση του κόστους χρήματος και μείωση των δημοσίων δαπανών. Ο Γιούργκεν Σταρκ, Γερμανός οικονομολόγος και πρώην μέλος του ΔΣ της ΕΚΤ, λέει ότι ότι εάν η Τράπεζα συνεχίσει να ανέχεται τον αυξανόμενο πληθωρισμό, θα χάσει την αξιοπιστία της. «Τα σημερινά προβλήματα δεν επιλύονται αποτελεσματικά με μια γενική αύξηση των επιτοκίων, αλλά αντίθετα θα πρέπει να επιλυθούν από κυβερνήσεις και στοχευμένες πολιτικές», υποστηρίζουν οι Ολλανδοί οικονομολόγοι Γενς φαν ντε Κούστερ και Χίλκε φαν Ντόρσελαρ. Απαντώντας στον Γιούργκεν Σταρκ , οι δυο Ολλανδοί οικονομολόγοι επισημαίνουν ότι ο ίδιος ο Σταρκ πρωτοστάτησε στην αύξησης των επιτοκίων της ΕΚΤ το 2011, η οποία «επιδείνωσε δραματικά» την κρίση στην ευρωζώνη.
Σε άρθρο τους, Κούστερ και Ντόρσελαρ, τονίζουν ότι οι κεντρικές τράπεζες δεν έχουν στην πραγματικότητα ένα «μαγικό κουμπί που μπορούν να πατήσουν και να σταματήσει τον πληθωρισμό ανώδυνα». Εξηγούν ότι η αύξηση των επιτοκίων είναι ένα μέσο, το οποίο θα μειώσει τη ζήτηση σε όλους τους οικονομικούς τομείς. Αυξάνει το κόστος δανεισμού για εταιρείες και κυβερνήσεις. Με την πάροδο του χρόνου, αυτό μειώνει τις τιμές. Αλλά συνοδεύεται με υψηλότερη ανεργία, αύξηση των χρεοκοπιών και της κυβερνητικής λιτότητας.
Πλαφόν στις τιμές;
Η Γερμανίδα οικονομολόγος Ιζαμπέλα Βέμπερ, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αμχερστ της Μασαχουσέτης με άρθρο της στη βρετανική εφημερίδα Guardian, υποστηρίζει ότι «χρειάζεται μια σοβαρή συζήτηση για το αν θα εισαχθούν μορφές ελέγχου των τιμών, όπως συνέβη στις Ηνωμένες Πολιτείες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο». Το New York Magazine αναφέρει ότι αυτό μπορεί να γίνει «σε τομείς όπου υπάρχουν εταιρείες με de facto μονοπωλιακή δύναμη, παρά στη σπανιότητα των προϊόντων» ,για παράδειγμα σε αυτόν των φαρμάκων. Και αυτό θα μπορούσε να έχει θετικά αποτελέσματα για τους καταναλωτές»
Η ελβετική φιλελεύθερη εφημερίδα Neue Zurcher Zeitung αντέδρασε πάντως σε αυτή την πρόταση: «Οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι δεν μπορούν να πιστέψουν πώς υπάρχουν ακόμη κάποιοι ,που προτείνουν τον έλεγχο των τιμών, ως εργαλείο για την καταπολέμηση του πληθωρισμού» γράφει η ΝΖΖ και υπενθυμίζει τα ατυχή αποτελέσματα της ανάλογης πολιτικής στη δεκαετία του 1970 από την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών. «Τον Αύγουστο του 1971, ο πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον αποφάσισε να παγώσει τις τιμές και τους μισθούς για ενενήντα ημέρες, πεπεισμένος ότι θα μπορούσε να περιορίσει τον πληθωρισμό. Στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα εξαφανίστηκε πολύ σύντομα. Ο πληθωρισμός συνέχισε να είναι ανεξέλεγκτος», σημειώνει η ελβετική εφημερίδα.
Ο παράγων «απληστία»
Κατά την Ιζαμπέλα Βέμπερ, ένας κρίσιμος αλλά σε μεγάλο βαθμό παραμελημένος παράγοντας, πίσω από τον πληθωρισμό, είναι τα εκρηκτικά κέρδη ορισμένων εταιρειών. «Το 2021, τα περιθώρια κέρδους των αμερικανικών μη χρηματοπιστωτικών εταιρειών έφθασαν σε επίπεδα που παρατηρήθηκαν μόνο τα χρόνια μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο». Στη συζήτηση παρενέβη ο νομπελίστας Πολ Κρούγκμαν ,ο οποίος μιλώντας για το άρθρο του Weber, έγραψε στο Twitter: «Δεν είμαι φανατικός της ελεύθερης αγοράς. Αλλά αυτό είναι πραγματικά ανόητο».
Ο διάσημος Αμερικανός οικονομολόγος αργότερα πάντως διέγραψε το tweet ζητώντας συγγνώμη και υποστηρίζοντας ότι «είναι λάθος να χρησιμοποιείς υψηλούς τόνους εναντίον κάποιου που διαφωνεί με καλή πίστη, ανεξάρτητα από το πόσο συμφωνείς με τα επιχειρήματά του. Ειδικά γνωρίζοντας ότι υπάρχουν πάρα πολλοί κακόπιστοι άνθρωποι τριγύρω ».
Οι πιο ήπιοι τόνοι που ζήτησε ο Κρούγκμαν υπαγορεύτηκαν επίσης από την αντίδραση πολλών οικονομολόγων αλλά και πολιτικών υπέρ της θέσης της Ιζαμπέλα Βέμπερ. Αρκετοί Δημοκρατικοί στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως η γερουσιαστής Ελίζαμπεθ Γουόρεν, κουνούν εδώ και καιρό το δάχτυλο στις «άπληστες εταιρείες» για να εξηγήσουν τις αυξήσεις των τιμών. Υπάρχουν επίσης οικονομολόγοι που αναφέρονται στη «Σύγχρονη Νομισματική Θεωρία», μια σχολή σκέψης που βλέπει τις δημόσιες δαπάνες που χρηματοδοτούνται από τις Κεντρικές Τράπεζες ως τον καθοριστικό παράγοντα για την ανάπτυξη της οικονομίας.
Με δεδομένο όμως ότι η απληστία δεν μπορεί να ελεγχθεί ,διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία, η Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο ανακοίνωσαν σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού, ιδίως λόγω του πληθωρισμού.
Αύξηση του κατώτατου μισθού
Στη Γερμανία ,ο κατώτατος μισθός εισήχθη μόλις το 2015 στη χώρα και αναμένεται να αυξηθεί κατά 25% μέχρι τον Οκτώβριο του 2022, από 9,82 ευρώ σε 12 ευρώ την ώρα. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, αυτή η αύξηση το 2022 θα πρέπει να φτάσει το 7%, και σχεδόν κατά 4% στην Ισπανία. Αυτή είναι η τέταρτη αύξηση του κατώτατου μισθού υπό την κυβέρνηση του Πέδρο Σάντσες, στόχος της οποίας είναι να αυξήσει αυτό το εισόδημα στο 60% του μέσου μισθού μέχρι το τέλος της σημερινής βουλευτικής περιόδου, το 2023. «Δεν θα υπάρξει οικονομική ανάκαμψη εάν δεν είναι δίκαια, αν δεν φτάσει σε όλα τα στρώματα της κοινωνίας», τόνισε ο σοσιαλιστής Ισπανός πρωθυπουργός. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ , μεταξύ 2010 και 2020, η Ισπανία είναι αυτή που γνώρισε τη μεγαλύτερη αύξηση στον κατώτατο μισθό: +45% σε 10 χρόνια, το μεγαλύτερο μέρος αυτής της αύξησης σημειώθηκε από το 2018 και την άφιξη του Πέδρο Σάντσεθ στην εξουσία. Οι χώρες που έχουν δει τον κατώτατο μισθό τους να αυξάνεται περισσότερο κατά την περίοδο αυτή είναι το Ηνωμένο Βασίλειο (+25%) και η Πορτογαλία (+23,4%).
Τον Δεκέμβριο του 2021, τα 27 κράτη μέλη της ΕΕ υιοθέτησαν μια κοινή θέση σχετικά με νέους ευρωπαϊκούς κανόνες που αποσκοπούν στη βελτίωση των χαμηλών μισθών, χωρίς ωστόσο να θέσουν ένα ενιαίο ευρωπαϊκό κατώτατο όριο. Μένει να δούμε αν η συστηματική αύξηση του κατώτατου μισθού οδηγεί σε απώλεια ανταγωνιστικότητας, λέει ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών, Μπρουνό Λεμέρ. «Όταν αυξάνεις υπερβολικά το επίπεδο του κατώτατου μισθού, διατρέχεις τον κίνδυνο να μην γίνουν προσλήψεις από τις εταιρείες» ,τόνισε ο Μπρουνό Λεμέρ στο δίκτυο BFM TV . Στη Γερμανία πάντως, η καθιέρωση του κατώτατου μισθού το 2015, δεν είχε αρνητικές επιπτώσεις στην απασχόληση.Αντίθετα βέβαια, η αύξηση του κατώτατου μισθού στην Ισπανία το 2019 είχε αποτρέψει τη δημιουργία 90.000 έως 170.000 θέσεων εργασίας και οδήγησε στην καταστροφή 24.000 άλλων, σύμφωνα με μελέτη της Τράπεζας της Ισπανίας.