Ο αμερικανικός πολιτικός κύκλος χαρακτηρίζεται από ορισμένα κρίσιμα ορόσημα. Ένα από αυτά είναι οι εκλογές που γίνονται στο μέσο της εκάστοτε προεδρικής θητείας (mid-term elections), δηλαδή τον επόμενο Νοέμβριο. Σε αυτές επανεκλέγεται το σύνολο των μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων, το ένα τρίτο της Γερουσίας, ενώ υπάρχουν και αρκετές εκλογές Κυβερνητών. Για τον εκάστοτε πρόεδρο το κρίσιμο σημείο είναι εάν το κόμμα του έχει την πλειοψηφία στο Κογκρέσο, δηλαδή την πλειοψηφία στη Βουλή και τη Γερουσία, γιατί αυτή είναι μια αναγκαία συνθήκη για να μπορεί να νομοθετεί με σχετικά μεγαλύτερη ευκολία, αντί να χρειάζεται να κάνει διαρκή διαπραγμάτευση με τους αντιπάλους του, που θα προσπαθούν διαρκώς να κάνουν τη ζωή του πιο δύσκολη.
Οι συσχετισμοί στα δυο νομοθετικά σώματα δεν διαμορφώνονται με τον ίδιο τρόπο. Η Βουλή των αντιπροσώπων στηρίζεται σε μονοεδρικές περιφέρειες που υποτίθεται ότι κάπως έχουν μια αναλογία πληθυσμιακή, κάτι που σημαίνει ότι συνήθως η Βουλή αποτυπώνει τον «εθνικό πολιτικό συσχετισμό», αν και έχει σημασία ότι σε αρκετές Πολιτείες υπάρχει το περιθώριο χάραξης των ορίων εκλογικών περιφερειών με όρους που επιτρέπουν ουσιαστικά ένα επηρεασμό του εκλογικού αποτελέσματος, ανάλογα με το πώς κατανέμονται πληθυσμοί που παραδοσιακά πηγαίνουν με το ένα κόμμα. Αντιθέτως η Γερουσία, όπου υπάρχουν απλώς δύο γερουσιαστές ανά Πολιτεία ανεξαρτήτως μεγέθους οι συσχετισμοί δεν αναλογούν πάντα στους «εθνικούς».
Οι Δημοκρατικοί τα προηγούμενα χρόνια διατήρησαν τον έλεγχο της Βουλής και στις εκλογές του 2020 κατάφεραν να αποκτήσουν οριακά την πλειοψηφία της Γερουσίας (το σώμα έχει στην πραγματικότητα ισοψηφία, όμως μετράει και η ψήφος της Αντιπροέδρου). Αυτό σημαίνει ότι ελέγχουν το Κογκρέσο, αν και ο έλεγχός έχει όρια καθώς για να μπορούν να περάσουν τα περισσότερα νομοθετήματα και από τη Γερουσία, χρειάζονται τη συναίνεση και Ρεπουμπλικάνων γερουσιαστών, καθώς δεν έχουν την ενισχυμένη πλειοψηφία που μπορεί να σπάσει την θεσμοθετημένη παρελκυστική πρακτική του filibuster.
Το κόστος από την κατάσταση της οικονομίας
Μεγάλο μέρος των εξαγγελιών του Τζο Μπάιντεν ιδίως στην αρχή της θητείας του, με τα μεγάλα πακέτα στήριξης των εργαζομένων και τόνωσης της οικονομίας είχαν να κάνουν ακριβώς με την προσπάθεια να διαμορφώσει μια θετική δυναμική που να μπορεί να οδηγήσει σε εκ νέου Δημοκρατικό έλεγχο του Κογκρέσου. Αυτό με τη σειρά του θα άνοιγε καλύτερους για την επανεκλογή του ίδιου, ή όποιου άλλου Δημοκρατικού υποψηφίου.
Όμως, τα πράγματα δεν πήγαν τόσο καλά. Τα πακέτα που τελικά εγκρίθηκαν ήταν μικρότερα, ενώ παρότι η απασχόληση παραμένει σε υψηλά επίπεδα και η χώρα φαινόταν σε οδεύει σε μια μεταπανδημική ανάκαμψη, εντούτοις η συγκυρία του πολέμου οδήγησε σε μια εντυπωσιακή αύξηση του πληθωρισμού που ήδη γεννά προβλήματα στα αμερικανικά νοικοκυριά. Τον Μάιο έτρεχε στο 8,6% και τον Ιούνιο αναμένεται να είναι ακόμη πιο πάνω. Με τον πληθωρισμό στην ενέργεια να αγγίζει το 34,6% και τον πληθωρισμό στα τρόφιμα να είναι στο 10,1% είναι σαφές ότι πλήττονται κυρίως στρώματα στα οποία επενδύουν οι Δημοκρατικοί.
Το μόνο σημείο που δείχνει να παραμένει ακόμη ισχυρό χαρτί των Δημοκρατικών είναι η απασχόληση. Το δεύτερο τρίμηνο του 2022 δημιουργήθηκαν περισσότερες θέσεις εργασίας από οποιοδήποτε τρίμηνο τα τελευταία 40 χρόνια, ενώ αυτή τη στιγμή περισσότεροι αμερικανοί δουλεύουν στον ιδιωτικό τομέα από οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια της θητείας του Ντόναλντ Τραμπ.
Η δυσαρέσκεια για τον Μπάιντεν αυξάνει
Μια πρόσφατη δημοσκόπηση για τους New York Times έδειξε ότι η Αμερική είναι μια αγχωμένη και δυσαρεστημένη χώρα. Μόνο το 13% δήλωσε ότι η χώρα πηγαίνει στη σωστή κατεύθυνση, ενώ το 64% των δημοκρατικών ψηφοφόρων πιστεύει ότι υποψήφιος πρέπει να είναι κάποιος άλλος από τον Τζο Μπάιντεν.
Ως προς τους λόγους που οι Δημοκρατικοί δεν θέλουν τον Τζο Μπάιντεν για υποψήφιο, το 33% αναφέρει την ηλικία του (ο κ. Μπάιντεν είναι 79 ετών) και το 32% αναφέρει την κακή του υγεία.
Ανάμεσα στο σύνολο των ψηφοφόρων η θετική γνώμη για τον Τζο Μπάιντεν φτάνει μόνο στο 33%, ενώ το 60% αποδοκιμάζει λίγο έως πολύ την απόδοσή του. Εάν γίνονταν τώρα εκλογές το 44% θα το ψήφιζε, ενώ το 41% θα ψήφισε τον Ντόναλντ Τραμπ.
Μια άλλη έρευνα του Πανεπιστημίου Monmouth επίσης είχε πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία. Οι θετικές γνώμες για τον Τζο Μπαίντεν είναι στο 36%, σε μια διαρκή σχεδόν πτώση από το 54% που είχε όταν ξεκινούσε τη θητεία του.
Υπάρχει μεγάλη αποδοκιμασία για το Κογκρέσο συνολικά, με μόλις το 15% να απαντά ότι «κάνει καλά τη δουλειά του». Μάλιστα σε αυτή την έρευνα μόνο το 10% απάντησε ότι πράγματα πηγαίνουν στη «σωστή κατεύθυνση». Ως προς τα προβλήματα που ιεραρχούν, ως τα πιο σημαντικά, οι ψηφοφόροι αυτά είναι: 33% ο πληθωρισμός, 15% οι τιμές της βενζίνης, 9% η οικονομία, 6% οι λογαριασμοί και το κόστος για τα ψώνια. Μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι το θέμα των αμβλώσεων θεωρείται το πιο σοβαρό πρόβλημα για το 5% και αυτό της οπλοκατοχής για το 3%. Επιπλέον, μόνο το 8% θεωρεί ότι οι πολιτικές της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης είχαν έναν θετικό αντίκτυπο ως προς τα προβλήματα, ενώ το 57% θεωρούν ότι είχαν αρνητικό αντίκτυπο και το 34% ότι δεν είχαν πραγματικό αντίκτυπο. Ακόμη και για το μέλλον, μόνο το 23% απάντησε ότι οι πολιτικές της ομοσπονδιακής κυβέρνησης θα καταφέρουν να βοηθήσουν με το πρόβλημα.
Επιπλέον, ο Τζο Μπάιντεν υφίσταται έντονη κριτική για το γεγονός ότι δεν χάραξε μια στρατηγική για την πιο έγκαιρη υπεράσπιση του δικαιώματος στην άμβλωση, πριν έρθει η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου.
Να σημειώσουμε εδώ ότι οι Δημοκρατικοί θα δώσουν μεγάλη έμφαση στο ζήτημα των αμβλώσεων ως κίνητρο για να συσπειρώσουν τη βάση τους, όμως ταυτόχρονα χρεώνονται και ως ήττα ότι με Δημοκρατικό πρόεδρο και Δημοκρατικό έλεγχο στο Κογκρέσο υπήρξε αυτή η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, χωρίς να έχουν πάρει κάποιες πρωτοβουλίες.
Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό ότι σε ορισμένες περιπτώσεις οι Δημοκρατικοί επενδύουν στις εκλογικές μάχες για το Κογκρέσο σε υποψηφίους που αποπνέουν έναν πιο προοδευτικό τόνο από τον Μπάιντεν, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι σε ορισμένες περιπτώσεις οι υποψήφιοί τους προσπαθούν να αποφύγουν την ταύτιση μαζί του.
Ο κίνδυνος να χαθεί το Κογκρέσο
Αυτό σημαίνει ότι αυτή τη στιγμή οι Δημοκρατικοί έχουν έναν πραγματικό κίνδυνο να χάσουν τον έλεγχο του Κογκρέσου. Αυτό αφορά τόσο τον έλεγχο της Βουλής, όπου μια έρευνα του Politico έδειξε ότι το πολιτικό κλίμα αλλά και οι δημογραφικές αλλαγές έχουν ως αποτέλεσμα να υπάρχουν 20 κρίσιμες κομητείες που το αποτέλεσμά τους θα κρίνει τελικά τον συσχετισμό στη Βουλή των Αντιπροσώπων, όσο όμως και τον έλεγχο της Γερουσίας παρότι ο αρχικός τους σχεδιασμός ήταν να βελτιώσουν την θέση τους στις ταλαντευόμενες Πολιτείες (swing States) που ούτως ή άλλως είναι κρίσιμες και στην προεδρική εκλογή και άρα να διευρύνουν τον έλεγχο της Γερουσίας. Σε μια τέτοια περίπτωση τα πράγματα γίνονται δύσκολα και η πίεση για έναν ή μία υποψήφια άλλη από τον Τζον Μπάιντεν θα αυξάνεται.