Μετά από μια σειρά επιτυχιών του ελληνικού στρατού και καθοριστικών αποφάσεων, η πόλη έμελλε να περάσει ξανά σε ελληνικά χέρια, ενώ η ηρωική πράξη του Νικολάου Βότση να τορπιλίσει το τουρκικό θωρηκτό «Φετχί Μπουλέντ» συνέβαλε σημαντικά στο ηθικό των Ελλήνων.
Στο παρόν αφιέρωμα, καταγράφονται τα γεγονότα που σημάδεψαν εκείνες τις κρίσιμες ημέρες του Οκτωβρίου 1912, με νέες λεπτομέρειες να φωτίζουν τη στρατηγική και τις γεωπολιτικές πιέσεις που επέδρασαν στις αποφάσεις της εποχής.
Η ανατίναξη του «Φετχί Μπουλέντ» (18/10/1912)
Οχτώ μέρες πριν την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, μια αναπάντεχη επιτυχία του Νικολάου Βότση, η βύθιση μετά από τορπιλισμό στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης του τουρκικού θωρηκτού «Φετχί Μπουλέντ», προκάλεσε θύελλα ενθουσιασμού σε όλη την Ελλάδα, ιδιαίτερα δε στους Έλληνες κατοίκους της Θεσσαλονίκης.
Ο Υποπλοίαρχος Νικόλαος Βότσης, είχε γεννηθεί στην Ύδρα και καταγόταν από παλαιά ναυτική οικογένεια του νησιού. Όταν άρχισε ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος, ο Βότσης ήταν κυβερνήτης του τορπιλοβόλου «11». Αποστολή του ήταν να επιτηρεί την περιοχή του Ελευθεροχωρίου, στην παραλία της Κατερίνης, για να μην γίνει εκφόρτωση πολεμικών εφοδίων και τροφίμων προς τους Τούρκους. Ο Βότσης πλέοντας σε όλη την έκταση του Θερμαϊκού, αποφάσισε να δράσει όπως οι θρυλικοί πυροβολητές του 1821. Να μπει δηλαδή κρυφά στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και να βυθίσει το τουρκικό θωρηκτό «Φετχί Μπουλέντ» που ναυλοχούσε εκεί, αποτελώντας απειλή για τα ελληνικά στρατεύματα που πλησίαζαν στην πόλη.
Πραγματικά, το τορπιλοβόλο «11», μπήκε τη νύχτα της 18ης Οκτωβρίου στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Το βύθισμα του τορπιλοβόλου, επέτρεψε στον Βότση να το οδηγήσει στο λιμάνι χωρίς να το αντιληφθούν οι Τούρκοι πυροβολητές του Καραμπουρνού. Επίσης, ο Βότσης κατάφερε με το τορπιλοβόλο να αποφύγει το φράγμα των ναρκών που είχαν ποντίσει οι Τούρκοι για την προστασία του λιμανιού της Θεσσαλονίκης. Στις 11.30 μ.μ., ο Ν. Βότσης, εξαπέλυσε τις τορπίλες του και το «Φετχί Μπουλέντ», βυθίστηκε. Ο ιμάμης του πλοίου και 6 ναύτες που κοιμούνταν στην πλώρη του σκοτώθηκαν.
Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης
Από τις 22 Οκτωβρίου 1912, οι πρόξενοι των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, μετά την ήττα των Τούρκων στη μάχη των Γιαννιτσών, άρχισαν να κινούνται προς την κατεύθυνση της παράδοσης της Θεσσαλονίκης στους Έλληνες ειρηνικά. Ο Ταχσίν πασάς, επικεφαλής των τουρκικών δυνάμεων, αρχικά συμφώνησε αλλά στη συνέχεια άρχισε να κωλυσιεργεί , βλέποντας και την καθυστέρηση στις κινήσεις των Ελλήνων, λόγω της διστακτικότητας του Ελληνικού Γενικού Στρατηγείου. Ίσως πίστευε ότι θα λάβει ενισχύεις από τουρκικά στρατεύματα ή καθυστερούσε καθώς είχε μάθει ότι η Βουλγαρική μεραρχία υπό τον στρατηγό Todorov. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ήθελε ή να εξωθήσει Έλληνες και Βούλγαρους σε σύγκρουση ή να παραδώσει την πόλη στους Βούλγαρους.
Όμως, η τουρκική κυβέρνηση, καθώς ο βουλγαρικός στρατός βρισκόταν στα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης, έκρινε ότι αν η Βουλγαρία καταλάμβανε και τη Θεσσαλονίκη, θα σχημάτιζε ένα κράτος άμεσα απειλητικό για την οθωμανική αυτοκρατορία στη Βαλκανική. Έτσι, έδωσε εντολή στον Ταχσίν πασά να παραδώσει την Θεσσαλονίκη στους Έλληνες.
Στις 16.20 της 25/10/1912, οι Ευρωπαίοι πρόξενοι συνοδεύοντας τον Τούρκο στρατηγό Σαδίκ, έφτασαν στο Ελληνικό Στρατηγείο, και δήλωσαν στον Διάδοχο Κωνσταντίνο ότι ο αρχιστράτηγος Ταχσίν είναι έτοιμος να του παραδώσει την Θεσσαλονίκη. Ο Κωνσταντίνος όμως προέβαλε σκληρούς όρους και έδωσε στον Ταχσίν προθεσμία 16 ωρών για να απαντήσει κατά πόσο τους αποδέχεται.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που παρακολουθούσε με αγωνία την πορεία του βουλγαρικού στρατού προς τη Θεσσαλονίκη, όταν έμαθε ότι ο Κωνσταντίνος δεν μπήκε άμεσα στην πόλη στις 25 Οκτωβρίου, εξοργίστηκε. Έστειλε στον Κωνσταντίνο το ακόλουθο τηλεγράφημα:
«Αρχηγόν στρατού: Παραγγέλεσθε να αποδεχθείτε προσφερόμενην παράδοσιν της Θεσσαλονίκης και να εισέλθετε εις ταύτην άνευ χρονοτριβής. Καθιστώ υμάς υπεύθυνον δια πάσαν αναβολήν, έστω και στιγμής.
Υπουργός Στρατιωτικών Ελευθ. Βενιζέλος».
(Αριθμ. πρωτοκόλλου υπουργ. Στρατιωτικών, 80,20).
Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 1912
Στις 00.30, ο Διάδοχος λαμβάνει τηλεγράφημα από τον Λάμπρο Κορομηλά που τον ενημερώνει ότι στις 24 Οκτωβρίου οι Βούλγαροι κατέλαβαν τις Σέρρες και συνεχίζουν την πορεία τους προς τη Θεσσαλονίκη. Στις 5 π.μ. έφτασαν στο Τοπσίν (σήμερα Γέφυρα), μετά από εντολή του Ταχσίν Πασά, ο ταξίαρχος του πυροβολικού Chefic πασάς με τον διευθυντή πολιτικών υποθέσεων, ελληνικής καταγωγής Καραμπιμπέρη. Τους δέχθηκε ο τότε επιτελάρχης Β. Δούσμανης με εντολή του Κωνσταντίνου και ζήτησε την παράδοση της πόλης άνευ όρων. Η αντιπροσωπεία των Τούρκων ζήτησε να παραμείνουν στη διάθεση του Ταχσίν πασά 5.000 όπλα για την εκγύμναση των νεοσύλλεκτων και την προστασία των άοπλων αιχμαλώτων. Το αίτημα δεν έγινε δεκτό και οι Τούρκοι ζήτησαν δίωρη προθεσμία για να απαντήσουν.
Στις 9.30 π.μ. με βάση το εκπονηθέν σχέδιο στρατιάς, μονάδες του πεζικού και η ταξιαρχία ιππικού κινήθηκαν προς τη Θεσσαλονίκη, σφίγγοντας τον κλοιό γύρω από τους Τούρκους.
Στις 10.00 π.μ. οι πρόξενοι συναντήθηκαν και πάλι στο Διοικητήριο με τον βαλή, τους εκπροσώπους των κοινοτήτων και τον Chefic πασά ,εκπρόσωπο του Ταχσίν πασά που εξακολουθούσε να επιμένει στην εξαίρεση των 5.000 όπλων. Οι πρόξενοι θεώρησαν ότι η στάση αυτή έκρυβε υστεροβουλία και αποχώρησαν αρνούμενοι να συμμετάσχουν σε περαιτέρω διαπραγματεύσεις, επιρρίπτοντας στον Ταχσίν πασά την ευθύνη για ό, τι θα συνέβαινε.
Ο βαλής με τον Chefic πασά έφυγαν για να συναντηθούν με τον Ταχσίν στο στρατηγείο στο Νταούτ Μπαλί (Ωραιόκαστρο). Ο Ταχσίν δεν άλλαξε γνώμη και έστειλε πάλι τους Chefic-Καραμπιμπέρη στη Γέφυρα. Συναντήθηκαν ξανά με τον Β. Δούσμανη ο οποίος χαρακτήρισε απαράδεκτο τον όρο για τα 5.000 όπλα. Οι Τούρκοι επέστρεψαν στη Θεσσαλονίκη και ο Δούσμανης έσπευσε να ενημερώσει τον Διάδοχο.
Στις 12.30 το στρατηγείο έλαβε τηλεγράφημα από (άγνωστο) πράκτορα που βρισκόταν μέσα στη Θεσσαλονίκη, που υποστήριζε ότι:
«Παρά τοις αρμοδίοις κύκλοις υπάρχει πεποίθησις ότι ο Ταχσίν συνεργούντος και αυτού του βαλή καταφεύγουν εις τας χρονοτριβάς ταύτας ελπίζοντες επέμβασιν Ευρωπαϊκήν ότι δε άμεσον κτύπημα θα επιφέρει το ποθούμενον».