Σαν σήμερα, στις 14 Φεβρουαρίου 1987, έφυγε από τη ζωή μία από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες του ελληνικού θεάτρου, ο σκηνοθέτης και ιδρυτής του «Θεάτρου Τέχνης», Κάρολος Κουν.
Λίγες ημέρες αργότερα μέσα από «ΤΟ ΒΗΜΑ» τον αποχαιρετούσε ένας άλλος σπουδαίος του ελληνικού πολιτισμού, ο Μάριος Πλωρίτης.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 14.2.1987, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
«Μακρύς ο λάκκος π’ άνοιξε και κλει το γίγαντά μας. ΣΟΛΩΜΟΣ
«Το μέγεθος του κάθε ανθρώπου το μαρτυράει, όχι τόσο η βίαιη οδύνη για το τέλος του, όσο η μακρόσυρτη πίκρα της απουσίας του – που όσο περνάνε οι καιροί, τόσο πιο πολύ βαθαίνει και πιο πολύ πληγώνει.
»Του Κάρολου Κουν το Έργο απλώθηκε, δέντρο πολύκλαδο και πολύχυμο, σε μισόν αιώνα. Ο Καλός Σπορέας έπλασε, φύτεψε, κλάδεψε, κάρπισε, φώτισε γενιές και γενιές ηθοποιών και θεατών…στάθηκε βρυσομάνα αστέρευτης έμπνευσης και ακόρεστης δημιουργίας.
»Μα πιστεύω αυτή η πολύκαρπη προσφορά του θα δειχτεί σε σ’ όλο της τον πλούτο, τώρα που σώπασε η “ παγά λαλέουσα” της “ποίησής” του…κι η έλλειψή της θα γίνεται πιο αιματηρή μέσα στους κορδακισμούς και τις κακοφωνίες των ημερών μας.
»Λείποντας, ο Κουν θα φωνάξει ακόμα πιο μεγάλος παρά όσο όταν βρισκόταν ανάμεσά μας. Κι αυτή η “επιβίωση” κι η “μεγέθυνση” – σε μια τέχνη, μάλιστα τόσο φευγαλέα όπως το θέατρο – είναι η επισφράγιση της “μοναδικότητας” του Κάρολου Κουν.
»Καλλιτέχνες της Σκηνή με ταλέντο μεγάλο, με παιδεία λαμπρή, με πλαστουργό πνοή, είχε – έχει – κι άλλος το Θέατρό μας.
»Ο Κουν, όμως, συνταίριαζε όσο κανένας τα χαρίσματα του ανεξάντλητου οραματιστή και του ανυποχώρητου μαχητή, τη μέθη του οίστρου και τη λαγαρότητα της κρίσης, την ορμή αλλά και την αντοχή, το φανατικό πάθος αλλά και το έλλογο πείσμα.
»Πιστός της αδιάσπαστης “συνέχειας” και λειτουργός της αλύγιστης “συνέπειας”, είχε του Μεγάλου Οικοδόμου την ιδιοφυία και την ευθύνη.
»Πόσες φορές “έχτισε” θέατρα, πόσες φορές έστησε θεατρικές ομάδες – κι όλο του γκρεμίζονταν και διαλύονταν απ’ τις θύελλες της ανέχειας και των δίσεχτων καιρών;
»Αλλά εκείνος άρχιζε ξανά και ξανά, με καινούργια υλικά, καινούργια όνειρα, καινούργιο αίμα – όπου πρώτος “δότης” ήταν πάντα ο ίδιος.
»Απ’ τη “Λαϊκή Σκηνή” του 1934-36 στο πρώτο “Θέατρο Τέχνης” του 1942-45, απ’ το δεύτερο “Θέατρο Τέχνης” του 1946-50 ως το Κυκλικό Θέατρο του 1954 και στο Θέατρο της Πλάκας του 1985, μια σειρά από πολύμοχθες γέννες, πολυδάκρυτους αφανισμούς, πολώδυνες αναγεννήσεις, με γονιό και γενάρχη εκείνον, ιερουργό και σφάγιο του δικού του βωμού.
(…)
»Αλλά όσο “μοναδικός” κι αν στάθηκε ο Κάρολος Κουν, όσο “μοναχικός κι αν ήταν σαν όλους τους δημιουργούς”, δεν έμεινα ποτέ απομονωμένος.
»To “περίσσευμα” και το “υστέρημα” του, το καλλιτεχνικό “βιός” του όλο, ήθελε να το μοιράζεται, να το μεταδίνει σ’ αυτούς που “μιλούσαν την ίδια γλώσσα μαζί του”…κι ύστερα, μαζί τους, να το μεταλαμπαδεύει στο κοινό.
»Αναζητούσε αδιάκοπα το ανθρώπινο “δούναι – λαβείν” – σαν άνθρωπος με τους φίλους του, σαν σκηνοθέτης με τους ηθουποιούς, σαν δάσκαλος με τους μαθητές του – …λαχταρούσε και πάσχιζε να δίνει και να παίρνει, ακόμα κι απ’ τον πιο μικρό, απ’ τον πιο άπειρο – που ήταν, ωστόσο, γι’ αυτό ακριβώς, πιο γνήσιος κι ανυπόκριτος…
»Για τους ρώσους συγγραφείς του 19ου αιώνα, έχει ειπωθεί πως “βγήκαν όλοι απ’ το Παλτό του Γκόγκολ” (εννονώντας, βέβαια, το πασίγνωστο διήγημά του δημιουργού του “Επιθεωρητή”). Τηρώντας όλες τις αναλογίες, θα μπορούσε να ειπωθεί πως “πάρα πολλοί άνθρωποι του θεάτρου μας, αλλά και θεατές, βγήκαν από το ‘ασκηταριό’ του Κουν”.
(…)
»Κανένας “συγγενής” δεν τον ξεπροβόδισε. Όμως, στο παρεκκλήσι, στη μητρόπολη, στην πομπή, στο κοιμητήρι, τον συντρόφευε ο σπαραγμός των “παιδιών” του, η οδύνη των φίλων του – όλων των πιο δικών από “δικούς” – αλλά κι η στοργή και το δέος αμέτρητων επώνυμων κι ανώνυμων.
»Έχοντας κάνει κανόνα ζωής και διδαχής την αγάπη και το σεβασμό για τον ανθρώπινο πόνο, ο Κουν έφυγε όσο λίγοι σεβαστός, αγαπημένος, πλήρης.
»Πόσοι αξιώθηκαν μια τέτοιαν Έξοδο;