Κινδυνεύει η λειτουργία της
Την 1η Σεπτεμβρίου οι δύο μόνιμοι συμπαραστάτες της Σχολής, ο Σύνδεσμος Μεγαλοσχολιτών και ο Σύλλογος Φίλων της Πατριαρχικής Μεγάλης του Γένους Σχολής, εξέδωσαν από κοινού μία ανακοίνωση σε δραματικό τόνο: «Με εξαιρετικά μεγάλη ανησυχία πληροφορηθήκαμε από τον κ. Δημήτρη Ζώτο, διευθυντή της Σχολής, ότι συνεχίζεται η καθοδική πορεία του εξέχοντος εκπαιδευτικού οργανισμού, φτάνοντας φέτος στο ακραίο σημείο να μην έχει καμία νέα εγγραφή στην Α’ Γυμνασίου.

Οι δύο φορείς, έντονα θορυβημένοι από τα τεκταινόμενα στην Κωνσταντινούπολη, χαρακτηρίζουν τον κίνδυνο παύσης λειτουργίας της Σχολής ύστερα από 571 χρόνια ευδόκιμης λειτουργίας «επαίσχυντο για τον Ελληνισμό». Η πληθυσμιακή κατάρρευση των Ελλήνων κατοίκων Κωνσταντινουπόλεως είναι η προφανής, ενστικτώδης ερμηνεία για τον μαρασμό της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Η οποία έχει απομείνει με περίπου 30 μαθητές, μόλις 4-5 αποφοίτους ανά έτος, ενώ οι καθηγητές παραδίδουν μαθήματα σε τάξεις τεραστίων διαστάσεων, ενίοτε ακόμη και σε ένα μόνο παιδί. Ο σχολάρχης Δημήτρης Ζώτος, όμως, πέραν της αυτονόητης αιτίας, στην επιστολή του προς το ελληνικό προξενείο στην Κωνσταντινούπολη και λοιπούς ενδιαφερομένους, αναδεικνύει ένα σοβαρό πρόβλημα, εντελώς διαφορετικής φύσης από την απίσχνανση της ελληνικής παρουσίας.

Αναφέρεται σε έναν, μάλλον αθέμιτο, ανταγωνισμό μεταξύ των ελληνικών μειονοτικών σχολείων της Πόλης ως εξής: «Τα τελευταία 20 χρόνια ένα ιδιαίτερα ανησυχητικό φαινόμενο υπονομεύει τη βιωσιμότητα της Σχολής: τα παιδιά οικογενειών από την Ελλάδα που εγκαθίστανται στην Κωνσταντινούπολη κατευθύνονται σχεδόν συστηματικά σε άλλα εκπαιδευτήρια, στερώντας από την ΠΜΓΣ τον απαραίτητο μαθητικό πληθυσμό που θα εξασφάλιζε την απρόσκοπτη συνέχιση του έργου της. Η άτυπη συμφωνία που είχε συναφθεί το 2017 μεταξύ των διευθύνσεων των τριών ιστορικών σχολείων (ΠΜΓΣ, Ζάππειο, Ζωγράφειο) για ισόρροπη κατανομή των μαθητών και την εξασφάλιση της λειτουργίας όλων, δυστυχώς, εφαρμόστηκε μόνο για ένα έτος. Η εγκατάλειψή της είχε ως αποτέλεσμα δυσανάλογη μείωση του μαθητικού δυναμικού της Μεγάλης του Γένους Σχολής, η οποία φέτος κινδυνεύει να λειτουργήσει με λιγότερους από 30 μαθητές».
Οι Τούρκοι θα την έσωζαν
Το θεμελιώδες οξύμωρο σε ό,τι αφορά την ύπαρξη της Μεγάλης του Γένους Σχολής είναι εγγεγραμμένο στην ίδια την ταυτότητά της: ως ένα εξ ορισμού μειονοτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα, δέχεται μόνο μαθητές ελληνικής καταγωγής. Παρόλο που υπάρχει ενδιαφέρον από αρκετές αμιγώς τουρκικές οικογένειες, οι οποίες φέρονται πρόθυμες να εγγράψουν τα παιδιά τους στο θρυλικό «Κόκκινο Σχολείο» του Φαναρίου (ή «Φενέρ» στα τουρκικά).

Σε συνέντευξή του το 2023, όταν ακόμη ο αριθμός των μαθητών ήταν 41 αντί για τους σημερινούς 33, ο σχολάρχης Δημήτρης Ζώτος εξηγούσε σε τουρκικό μέσο ότι «εφόσον η Μεγάλη του Γένους Σχολή είναι ένα μειονοτικό σχολείο, μπορούμε να λειτουργούμε απαρέγκλιτα στο πλαίσιο των διεθνών συνθηκών και με βάση τα πρωτόκολλα που έχουν υπογραφεί μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Κι όταν καλείται να απαντήσει στο κρίσιμο ερώτημα για το εάν θα δεχόταν να εγγράψει στη Σχολή παιδιά από άλλες μειονότητες, εκτός της ελληνικής, ο κ. Ζώτος δεν διστάζει να απαντήσει: «Γιατί όχι; Εμείς εκπαιδευτικοί είμαστε. Η αποστολή μας είναι να διδάσκουμε τα παιδιά, επομένως θα ήταν ωραία αν απευθυνόμασταν σε περισσότερους μαθητές. Βέβαια, τα πάντα εξαρτώνται από τις διακρατικές διαπραγματεύσεις Ελλάδας και Τουρκίας».
Ολοκληρωμένη παιδεία
Σε ό,τι αφορά το εκπαιδευτικό πρόγραμμα αυτό καθαυτό, η Μεγάλη του Γένους Σχολή καλύπτει όλα τα μαθήματα που προβλέπει το τουρκικό υπουργείο Παιδείας, συν την εκμάθηση ελληνικών και αγγλικών. Συμπληρωματικά και τιμώντας μια απαράμιλλη σε διάρκεια παράδοση αριστείας, η Σχολή παραμένει συντονισμένη με το πνεύμα της εποχής – εξ ου και από πέρυσι οι μαθητές μυούνται στην Τεχνητή Νοημοσύνη και τη ρομποτική, ενώ όλα τα μαθήματα θετικής κατεύθυνσης παραδίδονται στα ελληνικά. Στην πράξη, περίπου το 70% του προγράμματος στη Μεγάλη του Γένους Σχολή είναι ελληνόφωνο, ενώ στα τουρκικά διδάσκονται μόνο τα απολύτως απαραίτητα μαθήματα.

Ο σχολάρχης Ζώτος και το διοικητικό συμβούλιο της Μεγάλης του Γένους Σχολής δίνουν μεγάλη έμφαση στην αίγλη του σχολείου ως ενός από τα κορυφαία της Τουρκίας σε ό,τι αφορά την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Εντούτοις, ο κ. Ζώτος είναι της άποψης ότι, ενδεχομένως, το πρόγραμμα της Σχολής να είναι υπερβολικά πληθωρικό, ιδιαίτερα για το τετραετές Λύκειο. Σε σύγκριση με την επικρατούσα τάση στον δυτικό κόσμο και τον περιορισμό των διδακτικών αντικειμένων, η Μεγάλη του Γένους Σχολή εμμένει στο παλαιότερο όραμα της ολοκληρωμένης, ανθρωπιστικής και επιστημονικής παιδείας, στο πρότυπο του Διαφωτισμού. Συμπεριλαμβάνοντας στο ωρολόγιο πρόγραμμα πεδία που ποικίλλουν από τη Φυσική και την Αστρονομία έως τη Φιλοσοφία, τη Μελέτη των Θρησκειών, την Αγωγή του Πολίτη κ.ά. Ασφαλώς όμως, η Ελληνική Ιστορία εξαιρείται, όπως προβλέπεται από τις διμερείς συμφωνίες για τα μειονοτικά σχολεία, στα οποία διδάσκεται η τοπική και η παγκόσμια Ιστορία.
SOS για τον Ελληνισμό
Παρ’ όλα αυτά, ο κ. Ζώτος εξαίρει τον ουσιαστικό ρόλο της Μεγάλης του Γένους Σχολής, ως κιβωτού του Ελληνισμού στην Τουρκία. Μιλώντας στην ΕΡΤ ο σχολάρχης είπε: «Εκτός των υποχρέωσεών μας ως εκπαιδευτικών, έχουμε μια τεράστια ευθύνη εμείς ως Ελληνες της Κωνσταντινούπολης να φροντίσουμε ώστε τα παιδιά να μάθουν ποιοι είμαστε, το τι βιώσαμε, γιατί είμαστε εδώ. Και γιατί πρέπει να συνεχίσουμε. Σε εμάς επαφίεται να εμβολιάσουμε τους μαθητές με την ελληνική συνείδηση. Διότι η ελληνική ταυτότητα συνεπάγεται ευθύνες. Εκπροσωπούμε μια κουλτούρα που έχει δημιουργήσει την έννοια της δημοκρατίας, της επιστήμης, της δικαιοσύνης. Θεωρούμε πατρίδα μας την Ελλάδα και γι’ αυτό τη λατρεύουμε. Αλλά πατρίδα μας είναι και εδώ, η χώρα όπου ζούμε, η Τουρκία. Οπότε και τα παιδιά μας πρέπει να γνωρίζουν πως πρέπει να ζήσουν με τον συνάνθρωπό τους εδώ, χωρίς αρνητικά συναισθήματα. Πρέπει κάθε παιδί να αγαπάει τη χώρα όπου βρίσκεται, διότι εμείς εδώ γεννηθήκαμε.
Ομως, η ελληνικότητα είναι πολύ σημαντική, γιατί όλα τα ερεθίσματα αυτή τη στιγμή εδώ στην Κωνσταντινούπολη, τριγύρω μας, είναι στα τουρκικά. Δεν είναι σαν τα χρόνια που έζησαν οι πατέρες μας και οι παππούδες μας, σε εποχές πολύ διαφορετικές. Τότε τα πάντα γύρω τους ήταν ελληνικά. Υπήρχαν οι συνοικίες όπου ήταν μόνο Ελληνες και οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να μιλήσουν την τουρκική γλώσσα. Τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Και μέσα σε αυτή τη μεγάλη κοινωνία, πρέπει εμείς να κρατήσουμε την ταυτότητά μας. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, να κρατήσουμε τη γλώσσα μας, τα έθιμά μας και τα σχολικά ιδρύματά μας».
Φωτογραφίες: Getty images / Ideal Images