Χειμώνας του 1914. Κάπου 800 χλμ. βορείως του Αρκτικού Κύκλου, στην τούνδρα της Σιβηρίας, όπου ο ήλιος δεν έχει ανατείλει εδώ και εβδομάδες κι ο αέρας είναι θολός από τις πυκνές νιφάδες χιονιού, οι τάρανδοι που σέρνουν ένα ξύλινο έλκηθρο καταρρέουν από την εξάντληση. Ξυλιασμένη από το κρύο και πεινασμένη, η γυναίκα που επιβαίνει στο έλκηθρο ακούει εμβρόντητη τον οδηγό της να παραδέχεται ότι έχουν χαθεί. Εκείνη όμως είναι εμμονικά προσηλωμένη στον στόχο της: πώς θα καταφέρει να συναντήσει τους Τούνγκου – σήμερα γνωστοί ως Εβενκς – τους αυτόχθονες που δεν είχαν έρθει ποτέ ως τότε σε επαφή με κάποια Ευρωπαία. Και περνά από το μυαλό της η σκέψη να σκοτώσει έναν από τους ταράνδους για να πιει το ζεστό και θρεπτικό του αίμα ώστε να μπορέσει να συνεχίσει το ταξίδι της.
Λίγο αργότερα η Μαρία Τσάπλικα καταφέρνει να συναντήσει τους αυτόχθονες κυνηγούς της Βόρειας Σιβηρίας. Πιθανόν δεν τους συστήνεται ως ερευνήτρια από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης που ασχολείται με έναν νέο για την εποχή επιστημονικό κλάδο, την ανθρωπολογία. Τους εξηγεί ότι θέλει να μάθει για τον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας και της οικογένειας, για τα έθιμά τους, για το πώς μαγειρεύουν έναν τάρανδο. Γρήγορα όμως συνειδητοποιεί ότι οι ρόλοι αντιστρέφονται. Και οι ντόπιοι δεν αρκούνται να δώσουν πληροφορίες, αλλά θέλουν κι εκείνοι, εν αγνοία τους, να κάνουν τη δική τους ανθρωπολογική μελέτη και να μάθουν από ποια τούνδρα έφτασε στη δική τους. Πώς κερδίζει τα προς το ζην αν δεν εμπορεύεται δέρματα αλεπούδων; Γιατί ενώ είναι τόσο νέα έχει λευκά μαλλιά; (Δεν είχαν ξαναδεί κάποιον ξανθό και ταύτισαν το ανοιχτό χρώμα των μαλλιών της με το γκρίζο.) Και πού είναι τα παιδιά της;
Η Μαρία Τσάπλικα είναι μία από τις πέντε πρωτοπόρες και ατρόμητες γυναίκες, από το έργο των οποίων έδιωξε τη σκόνη της λήθης η επίτιμη ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Ντάραμ, στη Βρετανία, Φράνσις Λάρσον με το βιβλίο «Ασύλληπτες Ακτές: οι κρυμμένες ηρωίδες της βρετανικής ανθρωπολογίας». Κι αν η Τσάπλικα ήταν αποφασισμένη να πετύχει, οι προσπάθειες που έπρεπε να καταβάλει ήταν πολύ μεγαλύτερες από αυτές που μπορεί να εικάζουμε βάσει των σημερινών δεδομένων, όπως αποκαλύπτει η συγγραφέας μέσα από αυτή τη συναρπαστική βιογραφία της πρώτης γενιάς επαγγελματιών γυναικών ανθρωπολόγων. Προκατάληψη, ανύπαρκτη ή μειωμένη χρηματοδότηση ερευνών, φρένο στην επαγγελματική εξέλιξη είναι μερικά μόνο από τα προβλήματα που είχαν να αντιμετωπίσουν οι πρώτες κυρίες που επέλεξαν να ασχοληθούν με την ανθρωπολογική έρευνα.
Τραγικό τέλος
Και η αλήθεια είναι πως το 1916 η Τσάπλικα εξελέγη ως η πρώτη γυναίκα λέκτορας στην έδρα της Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Οχι όμως επειδή αναγνωρίστηκε η αξία της, αλλά διότι εκ του κανονισμού έπρεπε η θέση να μη μείνει κενή. Κι εκείνη την εποχή οι κατάλληλοι άνδρες υποψήφιοι πολεμούσαν στο μέτωπο. Η συγγραφέας του επιτυχημένου βιβλίου «Ενας χρόνος στη Σιβηρία» (1916), η οποία κατέγραψε μια πραγματικότητα η οποία έπαψε να υφίσταται μετά την κατασκευή του Υπερσιβηρικού Σιδηροδρόμου, αναγκάστηκε να μετακινηθεί στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ. Το τελειωτικό χτύπημα ήρθε το 1921 όταν η γεννημένη στην Πολωνία ερευνήτρια απέτυχε να εξασφαλίσει μια υποτροφία που θα της επέτρεπε να επιστρέψει στη Σιβηρία να συνεχίσει το έργο της. Εξαντλημένη πλέον από την πολύχρονη προσπάθεια συγκέντρωσης πόρων και από την ικεσία προς τους αρμοδίους, έθεσε τέλος στη ζωή της παίρνοντας πέντε χάπια διχλωριούχου υδραργύρου. Ηταν 36 ετών.
Η ιστορία της Τσάπλικα δεν είναι η πιο θλιβερή από τις πέντε που συγκέντρωσε η Λάρσον στο βιβλίο της. Η Μπεατρίς Μπλάκγουντ ξεκίνησε για τα Νησιά του Σολομώντα τη δεκαετία του 1920. Αποφάσισε να βρει μια πρωτόγονη κοινότητα με την οποία θα ασχολούνταν, όταν ο υπεύθυνος αυστραλός ανθρωπολόγος Ερνστ Τσίνερι τής ανέθεσε οικισμούς που βρίσκονταν σε κοντινή απόσταση από το τοπικό αστυνομικό τμήμα, καθώς του είχε γίνει εμμονή η ιδέα ότι οι ευρωπαίες γυναίκες βιάζονται από τους ντόπιους, παρά το γεγονός ότι δεν είχε καταγραφεί κανένα ανάλογο περιστατικό.
Οταν έφτασε στον προορισμό της η Μπλάκγουντ και διαπίστωσε ότι οι φυλές που της επιτρεπόταν να μελετήσει δεν είχαν διατηρήσει τα πρωτόγονα εκείνα στοιχεία που η ίδια ήθελε να ερευνήσει, αλλά είχαν αλλοιωθεί από την παρουσία των αποίκων, αγνόησε την εντολή. Φόρεσε παντελόνια – οι φούστες ήταν ακατάλληλες για τη ζούγκλα – και προχώρησε πέρα από την ελεγχόμενη από την κυβέρνηση περιοχή για να επισκεφτεί χωριά όπου οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν ακόμα πέτρινα τσεκούρια. Αρκετά απογοητευμένη ολοκλήρωσε την καριέρα της ως επικεφαλής καταλογογράφησης στο Μουσείο Πιτ Ρίβερς. Οι συνάδελφοί της άσκησαν πίεση στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης για να της απονεμηθεί ο τίτλος της επίτιμης διδάκτορος, αλλά ο θάνατος έφτασε πριν από τον τιμητικό τίτλο για την Μπλάκγουντ.
Σε άσυλο
Ακόμα και όταν υπήρχαν τα χρήματα, αυτό δεν σήμαινε ότι μια ερευνήτρια είχε την ελευθερία να κάνει και να πει ό,τι ήθελε. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Κάθριν Ρούτλετζ, κόρη βιομηχάνου, η οποία είχε την οικονομική δυνατότητα να χρηματοδοτήσει τη δική της αποστολή στο νησί του Πάσχα, στον Ειρηνικό Ωκεανό, φτιάχνοντας το πλεούμενο για το ταξίδι και υποστηρίζοντας οικονομικά την επιστημονική ομάδα που θα τη συνόδευε. Οταν έφτασε στην ακτή, ωστόσο, έπεσε θύμα της χαμηλής αυτοεκτίμησής της. Οι ιθαγενείς τής είπαν ότι τα μνημειώδη αγάλματα που φρουρούσαν την ακτογραμμή «περπάτησαν» ως εκεί από το λατομείο της ενδοχώρας όπου είχαν κατασκευαστεί. Αλλά αυτό ακούστηκε τόσο υπερβολικό στα αφτιά της Ρούτλετζ ώστε απέφυγε να το αναφέρει φοβούμενη ότι θα φανεί αναξιόπιστη. Χρειάστηκαν έξι δεκαετίες δουλειάς και ένας νορβηγός επιστήμονας, ο Θορ Χάιγερνταλ, για να διαπιστωθεί ότι τα αγάλματα είχαν τόσο χαμηλό κέντρο βάρους που ήταν πράγματι πολύ πιθανό να «περπάτησαν» από το λατομείο ως την ακτή, αν οι κάτοικοι τα μετέφεραν με τον ίδιο τρόπο που μεταφέρουμε σήμερα ένα βαρύ ψυγείο. Η Ρούτλετζ κατέληξε σε ψυχιατρικό άσυλο.
Την ίδια τύχη είχε η Γουίνφρεντ Μπλάκμαν, η οποία εργάστηκε στην κοιλάδα του Νείλου τη δεκαετία του 1920. Από μια φτωχή, αλλά με ευγενική καταγωγή οικογένεια η Μπλάκμαν έζησε 19 χρόνια με τους αγρότες της Ανω Αιγύπτου. Οι μάχες μεταξύ χωριών ήταν συχνές και ο πιο αξιόπιστος οδηγός της δολοφονήθηκε, αλλά εκείνη επέμενε να κρατά σημειώσεις και να φωτογραφίζει.
Η Μπάρμπρα Φράιερ-Μαρέκο, από μια τυπική οικογένεια της μεσαίας τάξης στο Σάρεϊ, δούλευε και έζησε στα πλινθόκτιστα χωριά του Νέου Μεξικού και της Αριζόνα. Εντρύφησε, όπως κανένας άντρας ανθρωπολόγος δεν θα μπορούσε να κάνει, στις γυναικείες εργασίες όπως η αποφλοίωση του αραβοσίτου, τα κεντήματα, η προετοιμασία παραδοσιακών φαρμάκων.
Επιφυλακτικότητα και άρνηση
Στόχος του βιβλίου της Φράνσις Λάρσον δεν είναι μόνο να διηγηθεί τις περιπέτειες και τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι πρώτες βρετανίδες ανθρωπολόγοι στο επιστημονικό πεδίο, αλλά τις προσεγγίζει και ως γυναίκες που είχαν να αντιμετωπίσουν την επιφυλακτικότητα και συχνά την άρνηση του ανδρικού φύλου. Δεν είναι τυχαίο ότι μία αυτοκτόνησε, δύο κατέληξαν σε ψυχιατρείο και δύο ακόμη αποσύρθηκαν. Οσες από τις πρώτες ανθρωπολόγους, σύμφωνα με τη συγγραφέα, ξεπέρασαν τα όρια δεν οφείλεται στο ότι ασχολήθηκαν με τον συγκεκριμένο επιστημονικό κλάδο, αλλά η όποια βλάβη προήλθε από τα παρελκόμενα της ενασχόλησής τους με την επιστήμη.
Η έρευνα πεδίου ήταν μια απόδραση από την αυστηρή αγγλική κοινωνία και προσέφερε μια προσωρινή ελευθερία που χανόταν όταν επέστρεφαν στην πατρίδα. Εκείνες είχαν αλλάξει, όχι όμως και ο αναμενόμενος ρόλος τους στην κοινωνία. Και οι πέντε γυναίκες – όλες τους χωρίς παιδιά – έπρεπε να ανεχτούν σε αρκετές περιπτώσεις μη υποστηρικτικούς άνδρες, συμπεριλαμβανομένων των άπορων πατέρων, των συζύγων και των εραστών που κρυφά ή φανερά ήταν ικανοποιημένοι από την αποτυχία τους. Γεγονότα που η Λάρσον εντόπισε μέσα από τις λιγοστές διαθέσιμες πηγές τις οποίες μελέτησε προσεκτικά, αποδίδοντας ουσιαστικά πέντε ενδιαφέρουσες και άγνωστες στο ευρύ κοινό βιογραφίες μέσα από το πρίσμα της κοινωνιολογίας, μετατρέποντας τελικά εκείνες τις πρωτοπόρες ερευνήτριες, διακριτικά, σε πολύτιμο υλικό μελέτης της εποχής τους.
ΠΗΓΗ: in.gr