Αν ήταν δύσκολο σε έναν απλό πολίτη να κρατήσει την αξιοπρέπειά του και να αντισταθεί στα πέτρινα χρόνια της Δεξιάς με τον «Συναγερμό» του Αλέξανδρου Παπάγου, για τον δημοσιογράφο της εποχής τα πράγματα ήταν ακόμα πιο πολύπλοκα. Ο Σπύρος Λιναρδάτος είχε την… τύχη να ζήσει «από τα μέσα» ως συντάκτης της «Ελληνικής Ημέρας» και της «Αυγής» την τραγωδία των διωγμών χιλιάδων προοδευτικών ανθρώπων. Και στάθηκε, όπως και άλλοι συνάδελφοί του, όρθιος απέναντι στο μισαλλόδοξο μετεμφυλιακό κράτος της Δεξιάς, το οποίο διά πυρός και σιδήρου εξολόθρευσε, μεταξύ πολλών άλλων, τον ανθό της προοδευτικής ελληνικής διανόησης.
Στο βιβλίο του, που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Προσκήνιο – Άγγελος Σιδεράτος», ο Σπύρος Λιναρδάτος δίνει ορισμένες εικόνες από τα μαύρα χρόνια της δεκαετίας του ’50. Και καταγράφει στο έργο του, που προλογίζουν ο Νίκος Κωνσταντόπουλος και ο Γιάγκος Πεσμαζόγλου, απίστευτες σκηνές από τις περιπέτειες της οικογένειάς του, αλλά και συντρόφων του.
«ΤΑ ΝΕΑ», 7.12.1999, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ίσως η πιο συγκλονιστική από αυτές τις σκηνές είναι όταν πηγαίνει ως απεσταλμένος της «Αυγής», το 1953, στην Κεφαλονιά για να γράψει για τους καταστρεπτικούς σεισμούς. Στο νησί φθάνει με χίλια βάσανα και αφού ο Παπάγος έχει απαγορεύσει στην αντιπροσωπεία της ΕΔΑ να επισκεφθεί τους τόπους της καταστροφής (και της Ζακύνθου).
Στο Ληξούρι, στην πατρίδα του, τον ξεναγούν στα ερείπια. «Περνάμε από την άλλη πλευρά του ποταμού και μου δείχνουν. Εδώ είναι το σπίτι σας. Αυτός ο σωρός οι πέτρες, τα ξύλα, τα χώματα!» Και ενώ οι εικόνες της καταστροφής του σπιτιού είναι ακόμα νωπές, η Χωροφυλακή συλλαμβάνει τον δημοσιογράφο ως επικίνδυνο! Τον πηγαίνουν στην Πάτρα, όπου φυσικά τον ταλαιπωρούν. «Με έβαλαν σ’ ένα μεγάλο κελί με τσιμέντο κάτω μαζί με πολλούς άλλους κρατούμενους, κυρίως ποινικούς» γράφει στο βιβλίο του «Πολιτικοί & Πολιτική, 70 χρόνια αναμνήσεις – αγώνες -ντοκουμέντα».
«ΤΑ ΝΕΑ», 7.12.1999, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
«Ο βίος ήταν αβίωτος. Η βούτα (σ.σ. ουροδοχείο σε θάλαμο φυλακισμένων) ήταν μέσα στο κελί για όλες τις ανάγκες. Βρωμούσε ο τόπος. Ήρθε και ο δικηγόρος Γιάννης Σκαλτσάς, παλιός αγωνιστής της κομμουνιστικής Αριστεράς, αν και παραμερισμένος και αιρετικός ως πολύ ανεξάρτητος. Τον είχε ειδοποιήσει η Αυγή. Μου είπε ότι μου είχαν βγάλει απόφαση της αρμόδιας επιτροπής για εκτόπιση στον Άη Στράτη».
[…]
Ήταν πολύ δύσκολη υπόθεση να είσαι στη δεκαετία του ’50 συντάκτης της «Αυγής». Οι διώξεις, η πενιχρή αμοιβή, ακόμα και οι εσωτερικές διαφωνίες, φόρτιζαν το κλίμα. Ο Σπύρος Λιναρδάτος δίνει με παραστατικό τρόπο εικόνες από την εποχή, φωτίζοντας από μια άλλη —τη δημοσιογραφική— σκοπιά την «πέτρινη» εποχή του Αλέξανδρου Παπάγου, ο οποίος κέρδισε, με τις ευλογίες του παλατιού και της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα, τις εκλογές του ’52.
«Τα χρήματα από την εφημερίδα, που καμιά φορά δεν μπορούσαν και να μας τα δώσουν και τα καθυστερούσαν, δεν έφταναν. Ήτανε πολύ λίγα. Γι’ αυτό προσπαθούσα να τσοντάρω με μεταφράσεις. […] Η Ασφάλεια, με κυβερνητική ασφαλώς γραμμή ή απλώς έγκριση, εξαπέλυσε πογκρόμ εναντίον αριστερών εκδοτών και μεταφραστών. Ανάμεσα σε πολλούς άλλους έπιασαν και έστειλαν στον Άη Στράτη δύο βασικούς συντάκτες της Αυγής, τον Χαρίλαο Μάνο και τον Στάθη Ευσταθιάδη. Ήταν κι οι δύο αδειούχοι εξόριστοι και δε χρειάζονταν ούτε καν οι τυποποιημένες αποφάσεις εκτοπίσεως για τη σύλληψη και το μπαρκάρισμά τους για τον Άη Στράτη. Χρειάστηκε κινητοποίηση δημοσιογράφων και πολιτικών για να αφεθούν ελεύθεροι ύστερα από ένα διάστημα. Για πολλούς αριστερούς που δεν είχαν δυνατότητα να διοριστούν στο δημόσιο και ήταν δύσκολο να βρουν δουλειά ακόμα και στον ιδιωτικό τομέα, οι εκδόσεις βιβλίων ήταν μία δυνατότητα βιοπορισμού. Ήταν ένα επάγγελμα που δεν χρειαζόταν πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων. Αλλά και αυτή τη δυνατότητα οι φανατικοί της Δεξιάς, της Κεντροδεξιάς, οι στρατοκράτες και οι ασφάλειες ήθελαν να τους τη στερήσουν για να τους υποχρεώσουν σε υποταγή και αποκήρυξη της ιδεολογίας και του κόμματός τους. Αυτή ήταν η ανάπηρη μετεμφυλιακή ελληνική δημοκρατία».
[…]
«ΤΑ ΝΕΑ», 7.12.1999, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Στα πέτρινα χρόνια της δεκαετίας του ’50, όταν η αμερικανική πρεσβεία έπαιζε ανοιχτά και χωρίς προσχήματα πολύ ενεργό ρόλο στην πολιτική ζωή του τόπου, οι δημοσιογράφοι δέχονταν πολλές πιέσεις. Και βεβαίως αυτό εκφραζόταν κυρίως στον χώρο των πολιτικών συντακτών, σε μια εποχή που το πρες ρουμ —όπως τονίζει ο συγγραφέας— ήταν ένα κλειστό κλαμπ!
«Το 1952, λίγες μέρες πριν από την επίσημη αναγγελία ότι η κυβέρνηση έδωσε την άδεια να κυκλοφορήσει η Αυγή ως καθημερινή εφημερίδα, οι διευθυντές της Ελληνικής Ημέρας μάς κάλεσαν και μας είπαν ότι όσοι πρόκειται να πάμε στο δημοσιογραφικό όργανο της Αριστεράς, να το πούμε για να απολυθούμε, γιατί δεν είναι δυνατό να μείνουμε και στις δύο εφημερίδες. Έτσι απολυθήκαμε οι τρεις: ο Χαΐνογλου, που θα ήταν ο αρχισυντάκτης της νέας εφημερίδας της Αριστεράς, ο Τσαλόγλου και εγώ. Βέβαια θα προτιμούσαμε να μέναμε και στην Ελληνική Ημέρα, γιατί κανένας τότε δεν πίστευε ότι θα ζήσει πολύ η Αυγή. Το να δουλεύει κανείς σε δύο εφημερίδες ήταν και είναι συνηθισμένο. Οπωσδήποτε εμείς απολυθήκαμε και αφοσιωθήκαμε στη νέα εφημερίδα. Σε λίγο ακολούθησε και ο Στάθης Ευσταθιάδης. Εμένα μου ανέθεσαν να κάνω ελεύθερο ρεπορτάζ, αλλά στην αρχή, επειδή είχαμε προεκλογικό αγώνα, με έβαλαν να γράφω και σχόλια. Εκείνη την περίοδο απολύθηκε από τις φυλακές και ο Λεωνίδας Κύρκος. Τον προσέλαβαν στην Αυγή και ανέθεσαν στους δυο μας τον πολιτικό σχολιασμό στη διάρκεια του προεκλογικού αγώνα. Πιστοί στη γραμμή του Ζαχαριάδη που συνοψιζόταν στο σύνθημα τι Πλαστήρας, τι Παπάγος, κατακεραυνώναμε όσους δημόσια υποστήριζαν άλλη πολιτική. Μια τέτοια πιο ευέλικτη πολιτική, πιο φιλική προς το Κέντρο απέναντι στη συναγερμική Δεξιά, υποστήριζαν οι Ηλίας Ηλιού, Γιώργος Βασιλόπουλος, Θανάσης Τσουπαρόπουλος, Κώστας Τσαλόγλου κ.ά. Εμείς οι δύο τουλάχιστον, όπως και τα περισσότερα στελέχη της Αριστεράς, ήμαστε τότε ευθυγραμμισμένοι όχι μόνο από πειθαρχία, αλλά και από εμπιστοσύνη και θαυμασμό στην ηγεσία. Η αλήθεια πρέπει να λέγεται. Αργότερα θα διαφοροποιηθούμε, και όχι πια την ίδια περίοδο και με τον ίδιο τρόπο και ούτε στην ίδια κατεύθυνση. Αλλά το 1952 ήταν πολύ μακριά ακόμα απο το 1968. Στις εκλογές που έγιναν με πλειοψηφικό νίκησε ο Συναγερμός των Παπάγου – Μαρκεζίνη κ.λπ. Η Αριστερά δεν έβγαλε βουλευτή. […]
Το ’54 είχα ήδη επαφές με πολιτικούς. Δεν ήμουνα ακόμα πολιτικός συντάκτης εφημερίδας. Πολιτικός συντάκτης ήταν ο Χαρίλαος Μάνος, που κι αυτός στην αρχή δεν είχε τη δυνατότητα να μπει στο πρες ρουμ, δηλαδή στην αίθουσα που συγκεντρώνονταν οι πολιτικοί συντάκτες (ήταν μέσα στο υπουργείο Εξωτερικών, και αργότερα πήγε στην οδό Ζαλοκώστα, στο ισόγειο του κτιρίου του υπουργείου Προεδρίας). Οι πολιτικοί συντάκτες εκείνην την εποχή ήταν μια κλειστή ομάδα παλαιών δημοσιογράφων, που δύσκολα δέχονταν άλλους να μπουν στο κλαμπ τους, που θα λέγαμε τώρα. Ήταν όλοι τους μέλη της Ενώσεως Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ). Η ΕΣΗΕΑ ήταν τότε κλειστό, σχεδόν οικογενειακό κληρονομικό σωματείο, που για να μπεις χρειαζόσουν την έγκριση της κάστας. Δε δεχόταν οπωσδήποτε αριστερούς, αλλά και άλλους νέους δημοσιογράφους. Γι’ αυτό εμείς είχαμε ενταχθεί στην Ένωση Συντακτών Αθηναϊκού Τύπου (ΕΣΑΤ), που στην αρχή ήταν για τους συντάκτες του περιοδικού Τύπου, αλλά την κάναμε περίπου ανταγωνιστική της ΕΣΗΕΑ, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών.
«ΤΑ ΝΕΑ», 7.12.1999, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Η Αυγή, κατ’ ανάγκην, όπως και στα άλλα ρεπορτάζ (αστυνομικά, στρατιωτικά κ.λπ.), ήταν υποχρεωμένη από τα πράγματα να χρησιμοποιεί διπλούς συντάκτες ή και τριπλούς. Ο ένας ήταν αυτός που έδινε το επίσημο ρεπορτάζ, και σε μας τότε στο πολιτικό ήταν ο Γ. Βούρος, και ο άλλος, αυτός που πραγματικά το διαμόρφωνε, συγκεντρώνοντας πληροφορίες και από την ΕΔΑ και από άλλες πηγές. Σε μας ήταν ο Χαρίλαος Μάνος, που αργότερα είχε και βοηθό για τα διπλωματικά ιδιαίτερα θέματα τον Γιάννη Παπάζογλου. Αυτή η κατάσταση άρχισε να αλλάζει μόνο στο τέλος της επταετίας Καραμανλή. Και ριζικά άλλαξε μόνο στη διάρκεια της διακυβερνήσεως από το Κέντρο.
*Αποσπάσματα από άρθρο του αείμνηστου δημοσιογράφου και συγγραφέα Γιάννη Ε. Διακογιάννη (1957-2006), που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Τα Νέα» την Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 1999.
Ο Σπύρος Λιναρδάτος
Ο Σπύρος Λιναρδάτος (1923-2004), στον οποίον ήταν αφιερωμένο το κείμενο του Διακογιάννη (με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του «Πολιτικοί & Πολιτική, 70 χρόνια αναμνήσεις – αγώνες -ντοκουμέντα»), υπήρξε διακεκριμένος δημοσιογράφος (πρύτανης του πολιτικού ρεπορτάζ, προικισμένος με άρτια μόρφωση και υψηλού επιπέδου πολιτική κρίση), συγγραφέας και μεταφραστής, με ενεργό συμμετοχή στους αγώνες της Αριστεράς και στον πολιτικό βίο της χώρας εν γένει.
Στην κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου, εξ αριστερών, ο Ηρακλής Τζάθας (αρχισυντάκτης), ο Σπύρος Λιναρδάτος και ο Θανάσης Τσουπαρόπουλος στα γραφεία της «Αυγής», στα δύσκολα χρόνια της παρανομίας του ΚΚΕ.