Στη Γλυφάδα σε μια γειτονιά που ήξεραν πολλοί επειδή ο Αριστοτέλης Ωνάσης διατηρούσε μια πολύ ωραία κατοικία, ελάχιστοι τον είχαν δει μερικά 24ωρα πριν από την παραμονή της μεγάλης γιορτής.
Ο άνθρωπος που τα ήθελε όλα-και σε πολύ μεγάλο βαθμό τα είχε-ήταν πλέον σκιά του εαυτού του, μια ύπαρξη βυθισμένη στην θλίψη που γεννά μια απώλεια που δεν ξεπερνιέται.
Ο θάνατος του γιου του Αλέξανδρου μετά από την πτώση του αεροπλάνου που οδηγούσε τον περασμένο Ιανουάριο, διέλυσε και τον ίδιο.
Μέσα σε λίγους μήνες μεταμορφώθηκε σε έναν κουρασμένο άνδρα, που είχε χάσει κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή, παρότι ανήκε στην ελίτ των δισεκατομμυριούχων του πλανήτη και του διεθνούς jet set.
Δεν έβρισκε πλέον καμία χαρά κοιτώντας μέσα από το αυτοκίνητο την Αθήνα που είχε στολιστεί για να γιορτάσει τον ερχομό του κυρίου.
Γι’ αυτόν δεν υπήρχαν πια γιορτές και λαμπερά ρεβεγιόν.
Όταν τέλειωσε το ραντεβού του επέστρεψε στην Γλυφάδα, ενώ λίγες ώρες μετά κι ενώ το κρύο ήταν αρκετά τσουχτερό, η αδερφή του Ωνάση Άρτεμις Γαρουφαλίδη τον επισκέφθηκε στην κατοικία του.
Δεν ήθελε να σκέφτεται ότι μπορεί να ήταν τα τελευταία Χριστούγεννα του Αρίστου αλλά ανησυχούσε γι’ αυτόν, κυρίως επειδή έδειχνε να έχει παραδοθεί στην μοίρα του.

Χαμένος στις σκέψεις
Ο θάνατος του ανιψιού της άλλαξε εν μια νυκτί την μοίρα της δυναστείας και «μεταμόρφωσε» τον Ωνάση, που έδειχνε ότι είχε γεράσει απότομα μέσα σε λίγους μήνες.
Η μυασθένεια απο την οποία είχε προσβληθεί επιδείνωνε ακόμη περισσότερο την ψυχολογία του ανθρώπου που είχε γίνει εξώφυλλο στο Time και στις μεγαλύτερες εφημερίδες του κόσμου για τα επιτεύγματα και τους έρωτες του με ορισμένες από τις διασημότερες γυναίκες της υφηλίου.
Ήταν χαμένος στις σκέψεις του και η καρδιά της σφίχθηκε, ίσως επειδή συναισθανόταν αδιόρατα ότι ο Αρίστος μπορεί και να όδευε προς το τέλος της μυθιστορηματικής διαδρομής του.
Αναρωτήθηκε μέσα της, αν αυτά αυτά ήταν τα τελευταία Χριστούγεννα που τον έβλεπε όταν έφυγε αφήνοντας τον μόνο του.
Τρεις μήνες αργότερα, ένα βροχερό πρωί του Μάρτη στο Παρίσι, ο μυθικός Σμυρνιός «έφυγε» στο Αμερικάνικο Νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν.
Εκεί όπου παρακαλούσε τους γιατρούς να τον αφήσουν να πεθάνει, έχοντας γίνει μια «σκιά» ή ένα μάτσο κόκαλα, όπως φάνηκε σε μια φωτογραφία που τράβηξε από μακριά ένας παπαράτσι σκαρφαλωμένος σε μια ταράτσα.
Εκείνη τη μέρα του Δεκέμβρη όμως λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά από τα Νότια Προάστια, μια γνωστή του Έλληνα μεγιστάνα, η γοητευτική Ντέλλα Ρουφογάλη βίωνε την δική της θλίψη.
Ο σύζυγός της Μιχάλης Ρουφογάλης, πρώην πανίσχυρος αρχηγός της ΚΥΠ των Συνταγματαρχών βρισκόταν πλέον στην φυλακή.
Η ίδια ήξερε καλά τον Ωνάση και πίστευε ότι αν του μιλούσε θα μπορούσε να βοηθήσει κάπως τον σύζυγό της, οπότε αποφάσισε να πάει να τον δει από κοντά στην βίλα του στην Γλυφάδα, μια από τις επόμενες μέρες.
Τελικά επέλεξε να πάει νωρίς το βραδάκι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και όταν έφτασε στο σπίτι χτύπησε το κουδούνι της πόρτας και περίμενε κάποιον από το προσωπικό να της ανοίξει.
Εξεπλάγην όταν της άνοιξε ο ίδιος ο Ωνάσης και η έκπληξή της έγινε ακόμη πιο μεγάλη όταν διαπίστωσε ότι ο μεγιστάνας ήταν εντελώς μόνος του στο σπίτι.

Κάθισαν στο σαλόνι και η Ντέλλα Ρουφογάλη του εξέθεσε την κατάσταση γύρω από τα όσα συνέβαιναν σε σχέση με τον φυλακισμένο σύζυγό της.
Χρόνια μετά σε συνέντευξή που παραχώρησε επισήμανε ότι απόρησε που μια τέτοια μέρα ένας τόσο ισχυρός άνδρας ήταν ολομόναχος μέσα στην βίλα του.
Ο ίδιος της εξομολογήθηκε ότι είχε διώξει όλο το προσωπικό εκείνη την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1975 για να μείνει μόνος του στην κατοικία της Γλυφάδας, παρότι θα μπορούσε να είναι όπου επιθυμούσε.
Οι προσκλήσεις για ρεβεγιόν από το Παρίσι και την Νέα Υόρκη μέχρι τα σαλέ ισχυρών στο Γκστάαντ και το Σεν Μόριτς ήταν πολλές, όμως ο εξωστρεφής Σμυρνιός που έστησε μια αυτοκρατορία δεν ήθελε να πάει πουθενά.
Το μόνο που ήθελε ήταν να ζούσε ο γιος του, ο διάδοχος, το παιδί για το οποίο είχε δημιουργήσει τα πάντα, μόνο που αυτό ήταν κάτι ανέφικτο.
Υποσχέθηκε στην Ντέλλα Ρουφογάλλη να κοιτάξει το θέμα της, την αποχαιρέτησε και βυθίστηκε ξανά στον κόσμο της θλίψης του και σε εκείνη τη μοιραία μέρα τον Ιανουάριο του 1973, τότε που ο χρόνος γι’ αυτόν σταμάτησε.
Τότε που του τηλεφώνησαν για να του πουν ότι ο γιος του είχε ένα ατύχημα με εκείνο το καταραμένο αμφίβιο της Piaggio, που πιλοτάριζε πολύ συχνά.
Ώρες μετά μια νοσοκόμα στο ΚΑΤ τον θυμόταν να κάθεται στα σκαλιά με τα μαλλιά του μπερδεμένα και να καπνίζει, ενώ οι ελπίδες ανάνηψης για τον Αλέξανδρο που νοσηλευόταν διασωληνωμένος με βαρύτατες κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις είχαν εκλείψει.
Αυτός που θα κληρονομούσε την αυτοκρατορία που είχε στήσει ο άνθρωπος με την μυθιστορηματική διαδρομή, τους διάσημους έρωτες και τα μεγάλα deals, ήταν κλινικά νεκρός.
Κάποιοι από αυτούς που ήταν παρόντες σε αυτές τις δραματικές στιγμές, είπαν μετά ότι από την στιγμή που ο Ωνάσης έδωσε την εντολή να αποσυνδέσουν τα μηχανήματα που κρατούσαν στην ζωή τον γιο του, ήταν πλέον ένας άνθρωπος που παραδόθηκε στην μοίρα του.

Στην συνέντευξη τύπου που έδωσε λίγες ώρες αργότερα κατέρρευσε μετά από τις πρώτες λέξεις στους δημοσιογράφους όταν τους είπε σχεδόν δακρυσμένος: «Ο Αλέξανδρος ήταν ένα καλό παιδί».
Αυτός ήταν πλέον ένας ζωντανός-νεκρός που μετρούσε αντίστροφα τον χρόνο για να «λυτρωθεί» από τον πόνο και να πάει να τον συναντήσει.



