Το Νταχάου (Dachau) ήταν το πρώτο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία, που αποτέλεσε πρότυπο και εκπαιδευτικό κέντρο για όλα τα άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης που οργανώθηκαν από τα Ες-Ες (SS). Άνοιξε τις πύλες του στις 22 Μαρτίου 1933 για να δεχτεί τους πρώτους αντιφρονούντες γερμανούς (κομμουνιστές και σοσιαλδημοκράτες στην πλειονότητά τους), 52 ημέρες αφότου ο Αδόλφος Χίτλερ έγινε καγκελάριος. Καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του, το Νταχάου παρέμεινε κατά βάση στρατόπεδο» συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων.
Το Νταχάου ήταν χτισμένο στα περίχωρα της πόλης Νταχάου, περί τα 16 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Μονάχου, σ’ ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο πυρομαχικών, που είχε επιλέξει ο αρχιναζί Χάινριχ Χίμλερ. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, το αρχικό στρατόπεδο απέκτησε περί τα 150 παραρτήματα, που ήταν διασκορπισμένα σε όλη τη νότια Γερμανία και την Αυστρία και όλα ονομάζονταν Νταχάου.
Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του, τουλάχιστον 160.000 αιχμάλωτοι πέρασαν από το βασικό στρατόπεδο και 90.000 από τα παραρτήματά του. Τα ελλιπή αρχεία που διασώθηκαν δείχνουν ότι τουλάχιστον 32.000 από τους κρατουμένους σε αυτά τα στρατόπεδα πέθαναν από «φυσική εξασθένηση», από ασθένειες, υποσιτισμό και σωματικό καταναγκασμό. Αναρίθμητοι άλλοι – κυρίως Εβραίοι – μεταφέρθηκαν με πλοία σε στρατόπεδα εξόντωσης κρατουμένων στην Πολωνία.
Η σύνθεση των κρατουμένων αντανακλούσε τις προτεραιότητες των Ναζί. Οι πρώτοι έγκλειστοι ήταν σοσιαλδημοκράτες, κομμουνιστές και άλλοι αντιφρονούντες. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ύπαρξής του, το Νταχάου παρέμεινε ένα «πολιτικό στρατόπεδο», στο οποίο οι πολιτικοί κρατούμενοι διατήρησαν εξέχοντα ρόλο.
Αργότερα στους κρατούμενους συμπεριλήφθηκαν Ρομά, ομοφυλόφιλοι, Μάρτυρες του Ιεχωβά, Καθολικοί και Προτεστάντες ιερωμένοι, ποινικοί από τη Γερμανία και την Αυστρία, καθώς και πολίτες από τις υπό κατοχή χώρες (οι πιο γνωστοί Έλληνες ήταν ο αρχιστράτηγος και πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπάγος και ο γ.γ. του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης).
Οι Εβραίοι μεταφέρθηκαν στο Νταχάου μετά τη «Νύχτα των Κρυστάλλων», τον Νοέμβριο του 1938. Αρχικά, είχαν τη δυνατότητα ν’ απελευθερωθούν εάν έφευγαν από την Γερμανία. Όταν άρχισε η συστηματική εξόντωσή τους το 1942, πολλοί στάλθηκαν από το Νταχάου στα στρατόπεδα εξόντωσης. Το Νταχάου δέχτηκε ξανά τους Εβραίους μετά τις «πορείες θανάτου» τον χειμώνα του 1944–1945, που αποτέλεσαν μία από τις τελευταίες φάσεις του Ολοκαυτώματος.
Το βασικό στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου απελευθερώθηκε από τους Αμερικανούς στις 29 Απριλίου 1945 και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή υποδίκων Ναζί, που ανέμεναν να δικαστούν στη Νυρεμβέργη.
Το Νταχάου υπήρξε το πρώτο και σπουδαιότερο στρατόπεδο, όπου γερμανοί γιατροί και άλλοι επιστήμονες πραγματοποιούσαν πειράματα πάνω σε κρατουμένους χωρίς τη συγκατάθεσή τους. Μερικά από τα πειράματα στα οποία κρατούμενοι χρησιμοποιήθηκαν ως πειραματόζωα ήταν: η εξακρίβωση της επίδρασης που έχουν στον άνθρωπο οι απότομες αυξομειώσεις της ατμοσφαιρικής πίεσης, η μελέτη των επιδράσεων της ψύξης στους θερμόαιμους οργανισμούς, η μόλυνση των κρατουμένων με ελονοσία και η εφαρμογή εν συνεχεία θεραπειών με άγνωστες επιπτώσεις και η δοκιμή πόσης του θαλάσσιου νερού για να εξακριβωθούν οι επιπτώσεις ή δοκιμή στέρησης τροφής ή νερού.
Τα πειράματα αυτά, που συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς και οι σκληρές συνθήκες διαβίωσης, έκαναν το Νταχάου ένα από τα πιο διαβόητα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μετά τον πόλεμο, οι επιστήμονες και οι γιατροί του Νταχάου και των άλλων στρατοπέδων δικάστηκαν στη Νυρεμβέργη, στη «Δίκη των Γιατρών» (9 Δεκεμβρίου 1946 – 20 Αυγούστου 1947), επτά από τους οποίους καταδικάστηκαν σε θάνατο κι εκτελέστηκαν δι’ απαγχονισμού.
Πηγή: SanSimera.gr