Στην τουρκική προκλητικότητα αναφέρθηκε ο Έλληνας Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης κατά τη διάρκεια συζήτησης στο London School of Economics τo βράδυ της Δευτέρας με τον καθηγητή Κέβιν Φέδερστοουν, διευθυντή του Ελληνικού Παρατηρητηρίου που έκλεισε 25 χρόνια λειτουργίας.
«Είναι πολύ ξεκάθαρο σε μένα ότι η σχέση μεταξύ της ΕΕ -όχι μόνο της Ελλάδας- και της Τουρκίας έχει γίνει πολύ πιο περίπλοκη τα τελευταία χρόνια. Η Τουρκία προωθεί πολύ ξεκάθαρα μια ατζέντα αναθεωρητισμού και προβάλλει παλαιές αυτοκρατορικές φιλοδοξίες, που δημιουργούν προβλήματα σε όλους τους γείτονές της, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Εμείς είμαστε από τη μία πλευρά πλήρως προσηλωμένοι στον ανοιχτό διάλογο με την Τουρκία και ταυτόχρονα καθιστούμε σαφές ότι θα υπερασπιστούμε την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματά μας και δε θα αποδεχθούμε οποιοδήποτε τετελεσμένο αναφορικά με την περιοχή μας», είπε ο κ. Μητσοτάκης.
Χαρακτήρισε δε «απαράδεκτες» τις τουρκικές απειλές κατά της κυριαρχίας των ελληνικών νησιών και καυτηρίασε μεταξύ άλλων τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τέμενος και τη χρήση του μεταναστευτικού ως «όπλου» από την Άγκυρα.
Στη συζήτηση με τον καθηγητή Φεδερστοουν, ο κ. Μητσοτάκης ρωτήθηκε επίσης για τις εκλογές. Είπε ότι θεωρεί «απολύτως εφικτή» την αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας με βάση το σύστημα στη δεύτερη κάλπη, που απαιτεί ένα ποσοστό 37%-38%.
Σχολίασε ότι ο σχηματισμός συνασπισμών στην Ελλάδα είναι ένα «πολύ περίπλοκο σενάριο» και ότι η χώρα χρειάζεται μια κυβέρνηση που μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις γρήγορα, επομένως μία μονοκομματική κυβέρνηση, η οποία θα αξιοποιεί όμως ταλέντα από άλλους πολιτικούς χώρους.
Σημείωσε δε ότι ως προς την προοπτική κάποιας συνεργασίας δεν αναλογίζεται τη σύμπραξη με την άκρα δεξιά.
Για το θέμα των παρακολουθήσεων είπε ότι δεν έπρεπε να συμβεί στην περίπτωση του Νίκου Ανδρουλάκη και για αυτό κάποιοι απομακρύνθηκαν από τις θέσεις τους. Έκανε επίσης λόγο για «θεσμικό σφάλμα», το οποίο διορθώνει ο νέος νόμος που ορίζει πως για την παρακολούθηση πολιτικών προσώπων απαιτείται η έγκριση δύο δικαστών και του προέδρου της Βουλής σε ρόλο «πολιτικού φίλτρου».
Ο κ. Μητσοτάκης πρόσθεσε πως υπάρχει αρκετή βεβαιότητα ότι παράνομο λογισμικό παρακολούθησης ήταν ενεργό στην Ελλάδα πριν αναλάβει τη διακυβέρνηση η Νέα Δημοκρατία.
Σε ερώτηση για τη διεκδίκηση της επανένωσης των Γλυπτών του Παρθενώνα, αν και είπε ότι δε θέλει να υπεισέλθει σε λεπτομέρειες των συζητήσεων που γίνονται, δήλωσε πως επιτελείται πρόοδος προς μια αμοιβαία επωφελή λύση (‘win-win’). Όπως είπε, αυτή η λύση θα μπορούσε να οδηγήσει στην επανένωση των Γλυπτών στην Αθήνα ενώ παράλληλα θα λαμβάνει υπόψη τις ανησυχίες του Βρετανικού Μουσείου. Συμπλήρωσε ότι διαισθάνεται τη δυναμική του αιτήματος επανένωσης και ότι η βρετανική κοινή γνώμη είναι υποστηρικτική.
Σε άλλα θέματα, ο κ. Μητσοτάκης είπε ότι οι έρευνες για τις καταγγελίες στην Κιβωτό του Κόσμου προχωρούν γρήγορα, ενώ απέρριψε τους ισχυρισμούς ότι υπάρχει ζήτημα ελευθεροτυπίας στην Ελλάδα.
Είπε μάλιστα ότι είναι «σκουπίδια» η μελέτη που έφερνε την Ελλάδα στην 108ή θέση για την ελευθερία των ΜΜΕ πίσω από το Τσαντ και 30 δικτατορίες. Σχολίασε μάλιστα ότι αν γράφονταν στη Βρετανία αυτά που γράφονται για τον ίδιο και την οικογένειά του στην Ελλάδα, θα υπήρχε σοβαρό πρόβλημα.
Αναφορικά με τις καταγγελίες περί επαναπροώθησης προσφύγων από τις ελληνικές αρχές, ο κ. Μητσοτάκης είπε ότι τα ξένα ΜΜΕ δεν είναι πάντα αντικειμενικά. Κατονόμασε το Spiegel ως περιοδικό που ενώ κατέβασε ρεπορτάζ καταγγελίας για τη μεταχείριση προσφύγων και για τον υποτιθέμενο θάνατο ενός μικρού κοριτσιού, «δεν είχε τα κότσια να απολογηθεί», έχοντας όμως δημιουργήσει τις αρνητικές εντυπώσεις για την Ελλάδα.
Ο κ. Μητσοτάκης είπε επίσης ότι η κυβέρνησή του ανέτρεψε ως απαράδεκτη την πολιτική «ανοιχτών θυρών» της προηγούμενης διακυβέρνησης, με έλεγχο των συνόρων αλλά και με προστασία της ανθρώπινης ζωής.
Σημείωσε δε ότι οι εγκαταστάσεις στη Μόρια ήταν «φρικτές», αλλά και ότι «η Μόρια δεν υπάρχει πια», καθώς έχει αντικατασταθεί από υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις με χρηματοδότηση από την ΕΕ, όπως επίσης στη Σάμο.