Ραγδαίες είναι οι εξελίξεις στη δίκη για τη δολοφονία του Άλκη Καμπανού.
Το θανατηφόρο τραύμα παραδέχτηκε ότι προκάλεσε ο δεύτερος από τους 12 κατηγορούμενους, κατά τη διάρκεια της απολογίας του, ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης, όπου εκδικάζεται η υπόθεση δολοφονίας του Άλκη και τραυματισμού των δύο φίλων του, στην περιοχή Χαριλάου.
Ο συνοδηγός του πρώτου από τα τρία οχήματα που έφθασαν στο σημείο ομολόγησε ότι ήταν αυτός που έπληξε με μαχαίρι το δεξί πόδι του 19χρονου θύματος, με αποτέλεσμα την τρώση της μηριαίας αρτηρίας που τον οδήγησε στο θάνατο.
«Θέλω να πω ότι εγώ είμαι αυτός που χτύπησα τον Άλκη στο πόδι. Δεν το θυμάμαι καλά απλά παρακολουθώντας αυτό το δικαστήριο τις τελευταίες τρεις εβδομάδες το συνειδητοποίησα ακούγοντας όλους τους ιατροδικαστές και όλη τη διαδικασία. Πρέπει οι γονείς να ξέρουν την αλήθεια» είπε.
«Ήταν από το δικό μου μαχαίρι»
«Από την αρχή έχω παραδεχτεί τη συμμετοχή μου στην επίθεση σε βάρος των Άλκη και των υπολοίπων παιδιών. Μέσα από τη φυλακή έχω συνειδητοποιήσει το κακό που προξένησα. Ζητώ τεράστια συγγνώμη από την οικογένεια του. Ειδικά από τους γονείς του Άλκη. Ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω, δυστυχώς. Μακάρι να ήμουν εγώ στη θέση του Άλκη. Εγώ τον χτύπησα στο πόδι μια. Δεν το θυμάμαι τόσο καλά. Το συνειδητοποίησα, ακούγοντας τις καταθέσεις των ιατροδικαστών. Τις επόμενες μέρες ακούγοντας τι έγινε, σοκαρίστηκα. Θέλω οι γονείς να γνωρίζουν την αλήθεια. Δεν το θυμόμουν τόσο καθαρά αν το έκανα. Είχα αμφιβολίες. Τώρα είμαι πεπεισμένος ότι έγινε από μένα. Είδα φωτογραφίες και κατάλαβα ότι ήταν από το δικό μου μαχαίρι. Είμαι σίγουρος και πεπεισμένος. Αναγνωρίζω το κακό που προξένησα στην οικογένεια και ειδικά σε αυτούς τους γονείς. Αυτή είναι η αλήθεια» ανέφερε ο κατηγορούμενος, κατά την έναρξη της απολογίας του.
Από τους υπόλοιπους 11 κατηγορούμενους κάποιοι ζήτησαν συγγνώμη και άλλοι αρνήθηκαν τις πράξεις που τους αποδίδονται, διευκρινίζοντας ότι δεν χτύπησαν τον άτυχο Άλκη Καμπανό.
«Πήγαμε για οπαδικό επεισόδιο»
«Δεν πήγαμε να σκοτώσουμε» παρά μόνο «να κυνηγήσουμε, να χτυπήσουμε κάποιον» είχε δηλώσει ο πρώτος κατηγορούμενος, περιγράφοντας το χρονικό της δολοφονικής -όπως εξελίχθηκε- επίθεσης, ζητώντας συγγνώμη για την εμπλοκή του στην «τραγική αυτή ιστορία», όπως είπε.
«Υπήρχε η συζήτηση ότι κάτι έγινε στο Ωραιόκαστρο και ότι κάποιοι κυνήγησαν κάποιους δικούς μας. Συζητήσαμε να πάμε προς τη Χαριλάου να κάνουμε οπαδικό επεισόδιο. Να κυνηγήσουμε, να χτυπήσουμε κάποιον, αλλά όχι να γίνει αυτό που έγινε. Έτσι μας ήρθε εκείνη τη στιγμή. Ήταν απόφαση όλων» σημείωσε και συμπλήρωσε ότι κάποιους από τους υπόλοιπους 11 τους γνώριζε παραπάνω, άλλους λιγότερο, τον δε τελευταίο καθόλου.
«Ψάχναμε οπαδούς του Άρη»
«Πηγαίναμε αργά, ψάχνοντας παρέες οπαδών του Άρη» ανέφερε, επισημαίνοντας ότι βρέθηκε επικεφαλής της πορείας των τριών αυτοκινήτων, επειδή γνώριζε καλύτερα την περιοχή της ανατολικής Θεσσαλονίκης. Ερωτηθείς για το τι όπλα είχαν μαζί τους, ο 24χρονος απάντησε πως «καθένας πήρε μαζί του ό,τι ήθελε» κι ότι ο ίδιος ήταν άοπλος.
«Περνώντας από κατάστημα take-away καφέ, είδαμε δυστυχώς την παρέα του Άλκη. Σταμάτησα, άναψα αλάρμ, σταμάτησε και το όχημα που ήταν από πίσω, το τρίτο έστριψε. Κατέβηκαν τρία άτομα από το αμάξι μου και πήγανε προς το σημείο. Εγώ δεν κατέβηκα, περίμενα να δω τι θα γίνει. Από το πίσω αμάξι δεν κατέβηκε κανένας. Μετά ήρθαν άλλοι τρεις από το τρίτο αυτοκίνητο».
Στη συνέχεια αναφέρθηκε στην επίθεση όπως την αντιλήφθηκε ο ίδιος, καθώς, όπως είπε, δεν είχε καθαρό οπτικό πεδίο από το σημείο όπου βρισκόταν. «Έγινε μία συνομιλία, ρωτήθηκαν (τα θύματα) τι ομάδα είστε και απάντησαν: «Αρειανάρα ρε…». Ξεκίνησε η μανούρα. Έβλεπα κλωτσιές και μπουνιές. Ένα άτομο από την παρέα του Άλκη έτρεξε προς την Πλαστήρα, τον κυνήγησε ο 4ος κατηγορούμενος. Πήγα να βγω από το αυτοκίνητο, αλλά γύρισα και μπήκα μέσα διότι δεν είχα βάλει χειρόφρενο. Τη δεύτερη φορά που πήγα να βγω, είδα να περνάει ένας φίλος του Άλκη. Έφτασα μέχρι τη μέση του δρόμου αλλά έφυγα προς τα κάτω» ανέφερε.
Τη στιγμή εκείνη, όπως απολογήθηκε, είδε κάποια άτομα να ανεβαίνουν από την οδό Παπαναστασίου και σε συνδυασμό με το όλο σκηνικό που διαμορφώθηκε («άκουγα φωνές, βρισιές, βογγητά) «κοκάλωσε». «Φώναξα πάμε-πάμε, να φύγουμε».