Κλυδωνισμούς στην πολιτική σκηνή και έναν ακόμη γύρο αντιπαράθεσης κυβέρνησης και αντιπολίτευσης προκαλούν οι νέες καταγγελίες για τις παρακολουθήσεις, αυτή τη φορά με αιχμή δημοσίευμα του «Documento», για λίστα πολιτικών, υπουργών της κυβέρνησης, δημοσιογράφων και άλλων προσώπων που – κατά την εφημερίδα – φέρεται να έχουν τεθεί υπό παρακολούθηση.
Το δημοσίευμα προκάλεσε χθες την παρέμβαση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ισίδωρου Ντογιάκου, ο οποίος έδωσε εντολή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από την Εισαγγελία Πρωτοδικών. Συγκεκριμένα ο κ. Ντογιάκος ζήτησε από την εισαγγελία Πρωτοδικών να καλέσει άμεσα τον εκδότη και δημοσιογράφο της εφημερίδας Κώστα Βαξεβάνη για να εξεταστεί και να προσκομίσει όσα στοιχεία διαθέτει.
Πριν από λίγο ο Κώστας Βαξεβανης συνοδευόμενος από τον δικηγόρο του έφτασε στον Άρειο Πάγο. Αν και ο κ. Βαξεβάνης κλήθηκε να καταθέσει στην προϊσταμένη της ποινικής δίωξης, ο εκδότης ήθελε να επισκεφτεί πρώτα τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
Υπενθυμίζεται ότι στην παραγγελία που διαβίβασε στον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός είχε ζητήσει να κληθούν και να εξεταστούν και τυχόν άλλα άτομα τα οποία θα προτείνει ο δημοσιογράφος, ή θα προκύψουν από την έρευνα.
Σχολιάζοντας το δημοσίευμα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου ανέφερε χθες πως «όσα αναφέρονται στην εφημερίδα του κ. Βαξεβάνη χρειάζεται να διερευνηθούν διεξοδικά από τις αρμόδιες αρχές και ιδιαίτερα από την ελληνική δικαιοσύνη παρότι δεν προκύπτει καμία τεκμηρίωση του δημοσιεύματος». Όπως επεσήμανε στο επίμαχο δημοσίευμα «πλεονάζουν οι αφηγήσεις και απουσιάζουν τα στοιχεία».
Το Μαξίμου χαρακτηρίζει «φαιδρές» τις κατηγορίες ότι ο πρωθυπουργός παρακολουθούσε υπουργούς του, τις συζύγους τους, επιχειρηματίες, δημοσιογράφους και πολιτικούς αντιπάλους και σημειώνει πως στόχος τους είναι να πλήξουν την κυβέρνηση, να δημιουργήσουν πρόβλημα στη Νέα Δημοκρατία και να βάλουν νερό στο μύλο κέντρων που έχουν ενοχληθεί από την κυβέρνηση.
ΣΥΡΙΖΑ: Διεθνής διασυρμός
Για «διεθνή διασυρμό» μετά από «τις συγκλονιστικές αποκαλύψεις του Documento ότι ο Κ. Μητσοτάκης παρακολουθεί ακόμα και τους υπουργούς του» έκανε λόγο από την πλευρά της η Γραμματέας της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία Ράνια Σβίγκου. Όπως σημείωσε «αυτή η κυβέρνηση πρέπει να φύγει το συντομότερο» καθώς «είναι ζήτημα Δημοκρατίας».
Υπενθυμίζεται ότι την περασμένη εβδομάδα ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας άσκησε σφοδρή κριτική στον πρωθυοπυργό, κατηγορώντας τον ότι «για άλλη μια φορά κρύφτηκε σαν τη στρουθοκάμηλο για το σκάνδαλο των παράνομων παρακολουθήσεων» καθώς «δεν ήρθε να απαντήσει στη Βουλή, κρύφτηκε από την εξεταστική επιτροπή του Ευρωκοινοβουλίου, όπως έκρυψε και από αυτήν της ελληνικής Βουλής τους φυσικούς αυτουργούς του εγκλήματος».
Επανέλαβε ακόμη πως ενώ ο κ. Μητσοτάκης «επιλέγει το σκοτάδι, το κακόβουλο λογισμικό παρακολούθησης εξακολουθεί να λειτουργεί» και πρόσθεσε πως «η χώρα όμως δεν μπορεί να οδηγηθεί σε εκλογές υπό αυτή την συνθήκη».
Ν. Ανδρουλάκης: Το βάρος πέφτει στην ελληνική Δικαιοσύνη
Παράλληλα με δήλωσή του με φόντο όσα διακινούνται τις τελευταίες ημέρες για «πολιτικούς, επιχειρηματίες και δημοσιογράφους, που φέρονται να έχουν πέσει θύματα παράνομων παρακολουθήσεων» ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής Νίκος Ανδρουλάκης σημείωσε πως «το ‘απόρρητο’, που από την αρχή της υπόθεσης έχει εργαλειοποιήσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, οδηγεί τη διαφάνεια στο απόσπασμα». Όπως ανέφερε ο κ. Ανδρουλάκης «το ‘απόρρητο’ επιτρέπει τίποτα να μην μπορεί να επιβεβαιωθεί ή να διαψευστεί συντηρώντας μια δυσώδη κατάσταση».
Παρατήρησε ακόμη πως «τρεις μήνες μετά την κατάθεση στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου της μηνυτήριας αναφοράς μου για την χρήση του Predator στην Ελλάδα και της δεύτερης συμπληρωματικής το Σεπτέμβριο για την παράνομη παρακολούθηση μου από την ΕΥΠ, η κυβέρνηση των ‘νόμιμων λαθών’ και της συσκότισης δεν έχει κάνει απολύτως τίποτα για την αποκάλυψη των υπαιτίων, που δημιούργησαν και λειτούργησαν ένα παράκεντρο διαφθοράς κατά παράβαση του νόμου και του Συντάγματος».
«Στο σημείο που έχουμε φτάσει» τόνισε ο κ. Ανδρουλάκης «το βάρος πέφτει στην ελληνική Δικαιοσύνη που οφείλει να διερευνήσει ενδελεχώς την υπόθεση».