Όσοι συναναστρέφονταν τον Γιώργο Μοσχούρη τα τελευταία χρόνια, υποστήριζαν ότι είχε αλλάξει πολύ και δεν θύμιζε πια τον σκληρό της νύχτας που είχε απασχολήσει αρκετές φορές τις Αρχές. Δήλωνε μετανιωμένος για το παρελθόν, όποτε το έφερνε η κουβέντα, και συχνά έπαιζε με ένα κομποσκοίνι που του είχαν φέρει από το Άγιο Όρος όταν ήταν στη φυλακή, το οποίο δεν αποχωριζόταν ποτέ.
Κάποιοι, όμως, δεν τον είχαν ξεχάσει, όπως έγινε και με άλλους ηγέτες της Greek Mafia και το τέλος του «Θαμνάκια» όπως τον αποκαλούσαν στους κύκλους της νύχτας, γράφτηκε με τις σφαίρες από ένα Καλάσνικοφ.
Ο Μοσχούρης έβγαινε από ένα διαγνωστικό κέντρο στο Χαλάνδρι, όταν δέχθηκε πυροβολισμούς από άγνωστους που επέβαιναν σε όχημα και σκοτώθηκε ακαριαία. Παλιός γνώριμος των Αρχών και ένα από τα ηγετικά στελέχη της Greek Mafia, δεν είχε απασχολήσει την ΕΛΑΣ τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ενώ είχε πλέον εμπλακεί σε νόμιμες επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Στην πρόσφατη δικογραφία που αφορούσε τους τσιγαράδες από την Ουκρανία και το Καζακστάν με αρχηγό τον Έντικ – ή αλλιώς «Η φωνή» – το όνομα του αναφερόταν «προφητικά» ίσως, ως ο επόμενος στόχος στη λίστα εκκαθαρίσεων που αφορούσε ηγετικά στελέχη της Greek Mafia: «Οι επόμενες δολοφονίες που θα κάνει η ομάδα του Έντικ είναι οι (αναφέρεται όνομα) και ΜΟΣΧΟΥΡΗΣ Γεώργιος».
Άλλη μια αναφορά στον δολοφονημένο πλέον Μοσχούρη, στην ίδια δικογραφία ήταν ότι ο Εντικ θα τους σκότωνε γιατί ήταν τα τελευταία εμπόδια για να έχει τον πλήρη έλεγχο της «νύχτας».
Το πρωτοπαλίκαρο της νύχτας
Ο Μοσχούρης έγινε ευρύτερα γνωστός το καλοκαίρι του 2002 όταν το όνομά του «φιγουράριζε» μαζί με αυτά του Βασίλη Στεφανάκου, του Αριστείδη Λακιώτη και του Γιάννη Σκαφτούρου μαζί με άλλα 40 άτομα στην ογκώδη δικογραφία για την ελληνική μαφία.
Όπως ανέφεραν τα έγγραφα οι εμπλεκόμενοι αναλάμβαναν την εκτέλεση «συμβολαίων θανάτου», εκβιασμούς, δολοφονικές επιθέσεις, καθώς και λαθρεμπόριο τσιγάρων και υγρών καυσίμων.
Χωρίζονταν σε τέσσερις ομάδες και ο Μοσχούρης ανήκε στην δεύτερη αφού σύμφωνα με τους αστυνομικούς ήταν το πρωτοπαλίκαρο του Γεράσιμου Λούτσου, γνωστού νονού της νύχτας.
Τότε διέφευγε της σύλληψης, αλλά τελικά ήρθε η ώρα του να περάσει το κατώφλι των φυλακών, εκεί όπου όπως λέγεται άρχισε σταδιακά να αλλάζει.
Φέρεται, σύμφωνα με όσα υποστηρίζουν άνθρωποι που τον συναναστράφηκαν, ότι ήρθε πιο κοντά στον Θεό, όσο παράδοξο και αν φαντάζει αυτό για έναν σκληρό της νύχτας αν και τα όσα έκανε όταν βγήκε έξω δε συνηγορούσαν σε κάτι τέτοιο.
Ο «αόρατος» νονός και η απόπειρα δολοφονίας
Το 2002 ο Γιώργος Μοσχούρης διένυε την τρίτη δεκαετία της ζωής του, και σύμφωνα με τα όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας, εξαφανίστηκε από το προσκήνιο αλλά συνέχισε να δραστηριοποιείται στο παρασκήνιο.
Έντεκα χρόνια μετά, το όνομά του επανέρχεται στη δημοσιότητα, για την απόπειρα δολοφονίας ιδιοκτήτη νυχτερινού κέντρου επί της λεωφόρου Συγγρού. Μαζί με άλλο ένα άτομο στήνουν καρτέρι έξω από το σπίτι του επιχειρηματία στην Ηλιούπολη και όταν εκείνος επιστρέφει, του επιτίθενται και τον χτυπάνε αρχικά με μπουνιές ενώ στη συνέχεια με το κοντάκι ενός όπλου. Ο επιχειρηματίας πάνω στην απελπισία του αρχίζει να τρέχει και ο Μοσχούρης με τον συνεργό του τον πυροβολούν πάνω από δέκα φορές, ενώ στην προσπάθεια διαφυγής του σκαρφαλώνει σε έναν τοίχο, πηδάει και προσγειώνεται στην οροφή ενός παρκαρισμένου αυτοκινήτου.
Το 2015 το όνομά του απασχολεί ξανά την ΕΛΑΣ αφού στην δικογραφία που αφορούσε τρεις σπείρες που κατηγορήθηκαν ότι «πούλαγαν» προστασία σε 150 καταστήματα στον νομό Αττικής, εμφανίζεται ως ο αρχηγός μιας εκ των τριών ομάδων.
Τον Ιούλιο του 2020, ένα ζεστό βράδυ έξω από την «Ηπειρώτισσα» στη λεωφόρο Βάρης-Κορωπίου ο Μοσχούρης έρχεται αντιμέτωπος με δύο μαυροφορεμένους άντρες που κατεβαίνουν από μια μαύρη μηχανή Honda Transalp. Αντιλαμβανόμενος ότι πάνε τον «φάνε» τρέχει να καλυφθεί πίσω από το θωρακισμένο του αυτοκίνητο, όταν αρχίζουν οι πυροβολισμοί, ενώ θα δεχθεί δύο σφαίρες, μια στο χέρι του και μία στο στομάχι. Οι επίδοξοι εκτελεστές φεύγουν πιστεύοντας ότι τον σκότωσαν, ενώ οι Αρχές θα περισυλλέξουν δεκατρείς κάλυκες και ο Μοσχούρης θα μεταφερθεί τραυματισμένος στο νοσοκομείο.
Πέντε χρόνια μετά το τέλος του θα γραφτεί από τις ριπές ενός καλάσνικοφ έξω από ένα διαγνωστικό κέντρο στο Χαλάνδρι, ενώ το αυτοκίνητο των δραστών θα εντοπιστεί λίγη ώρα μετά καμένο, ώστε οι αρχές να μην μπορούν να περισυλλέξουν τίποτε.