Σε απελπισία ο εγχώριος κτηνοτροφικός κόσμος, καθώς το αποτύπωμα της εξάπλωσης της πανώλης είναι ήδη βαρύ για τους παραγωγούς, ενώ η καθυστέρηση στην εκρίζωση της νόσου εγκυμονεί τον κίνδυνο να δημιουργηθεί μια ηχηρή «μαύρη τρύπα» στον κλάδο.
Ο κτηνοτροφικός κόσμος βρίσκεται σχεδόν έναν μήνα σε καθεστώς «καραντίνας», καθώς χθες ξεκίνησε η μερική άρση των περιοριστικών μέτρων στις μετακινήσεις για τη σφαγή ζώων, δεδομένου ότι παραμένουν σε ισχύ έως τις 23 Αυγούστου 2024 οι μετακινήσεις αιγοπροβάτων για πάχυνση, αναπαραγωγή και προς θερινούς βοσκότοπους.
Επί της ουσίας ο Αύγουστος αποτελεί έναν χαμένο μήνα για τους κτηνοτρόφους. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ίδιων, τον Αύγουστο απορροφάται περί το 3,7% του συνόλου των σφάγιων, που με βάση τους υπολογισμούς του κτηνοτροφικού κόσμου υπολογίζεται σε περίπου 6-7 εκατ. ευρώ ζώα ετησίως στην εγχώρια αγορά.
Μέχρι στιγμής η απώλεια στην αγορά (από τη θανάτωση, αλλά κυρίως από την αδυναμία διάθεσης σφάγιων) υπολογίζεται σε τιμές λιανικής ότι προσεγγίζει τα 50 εκατ. ευρώ, ενώ εάν η αποτίμηση γίνει σε όρους εστίασης το συνολικό κόστος είναι υψηλότερο, ενώ ο αθέμιτος ανταγωνισμός από τις εισαγωγές ενδυναμώνεται. Αυτήν τη στιγμή στην εγχώρια αγορά δεν διατίθεται ελληνικό αρνί ή κατσίκι, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία (19/8/2024) του Οργανισμού Κεντρικών Αγορών και Αλιείας (ΟΚΑΑ).
Εξαίρεση αποτελούν τα αρνιά Ισπανίας και Ρουμανίας (χωρίς κεφάλι – συκωταριά), με τις τιμές χονδρικής να διαμορφώνονται στα 11 ευρώ, ενώ στα γιδοπρόβατα η διάθεση είναι μόνο από Ισπανία, με τη μέση τιμή στα 5,3 ευρώ. Όπως αναφέρει, μιλώντας στη «Ν», ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας Τάκης Πεβερέτος, «με τα σφαγεία να είναι κλειστά η περίοδος του Δεκαπενταύγουστου χάθηκε.
Πρόκειται για τη δεύτερη πιο εμπορική περίοδο μετά το Πάσχα. Ταυτόχρονα ο φόβος των καταναλωτών έχει επηρεάσει σημαντικά τη ζήτηση, ενώ ήδη μεγάλο μέρος της μειωμένης ζήτησης καλύφθηκε από τις εισαγωγές σφάγιων από τη Ρουμανία, οι οποίες συνεχίζονται όσο ισχύουν περιορισμοί για τα ελληνικά αρνιά και κατσίκια».
Στην εστίαση
Σύμφωνα με παράγοντες της εστίασης, η ζήτηση για αρνί και κατσίκι εμφανίζεται κυρίως σε τουριστικές περιοχές, καθώς οι ξένοι επισκέπτες θέλουν να δοκιμάσουν τοπικές συνταγές. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά τους εγχώριους καταναλωτές, υπάρχουν περιοχές όπου καταγράφεται πτώση ακόμα και 70%.
«Στην Κρήτη η κατανάλωση αρνιού αυτή την περίοδο είναι παραδοσιακά υψηλή, με αποτέλεσμα οι κτηνοτρόφοι να “κρατούν” για τον Αύγουστο περί τα 100 χιλ. αρνιά, για να καλύψουν τη ζήτηση σε πανηγύρια και γάμους – βαφτίσεις.
Ωστόσο, φέτος η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη, καθώς οι καταναλωτές είναι πολύ επιφυλακτικοί και φοβισμένοι, παρά το γεγονός ότι η νόσος δεν μεταφέρεται στον άνθρωπο» συμπληρώνει ο κ. Πεβερέτος.
Και μολονότι η λιανική και η εστίαση έχουν την ευελιξία να προσφέρουν άλλες επιλογές στους καταναλωτές, περιορίζοντας την όποια απώλεια στους τζίρους τους, οι κτηνοτρόφοι παραμένουν εγκλωβισμένοι.
Λουκέτο για 2 χρόνια
Εκτός από το υψηλό αδιάθετο στα αμνοερίφια, θα πρέπει να σημειωθεί ότι στις περιπτώσεις των περιοχών όπου έχει υπάρξει κρούσμα και με βάση τα σχετικά πρωτόκολλα έχει επέλθει θανάτωση όλου του ζωικού κεφαλαίου, ακόμα και στο ενδεχόμενο να μπορεί αυτό να ανανεωθεί στο ακέραιο, οι εκμεταλλεύσεις θα πρέπει να παραμείνουν κλειστές για δύο χρόνια, με αποτέλεσμα να χάνεται σημαντική υπεραξία των επενδύσεων σε εγκαταστάσεις και εξοπλισμό. «Η ανανέωση του ζωικού κεφαλαίου δεν είναι απλή υπόθεση.
Τα 100-150 ευρώ/ζώο που υπολογίζουν να δώσουν ως αποζημίωση δεν φτάνουν να καλύψουν ούτε το μισό του κόστους αγοράς νέου ζώου. Και μέχρι να τα δώσουν; Ο κόσμος τι θα κάνει; Δεν υπάρχουν εφεδρικά κοπάδια. Κάποιες οικογένειες καταστράφηκαν. Πρέπει να ομαλοποιηθεί άμεσα η κατάσταση» αναφέρουν εκπρόσωποι των παραγωγών.
Σημειώνεται ότι με βάση τα τελευταία στοιχεία στην Ελλάδα έχουν καταγραφεί συνολικά 48 κρούσματα, ενώ έχουν θανατωθεί 20.300 ζώα. Ωστόσο, όσο περνάει ο καιρός, η κατάσταση θα επιδεινώνεται και το μεγάλο στοίχημα είναι να μη χαθεί και δεύτερος ή τρίτος μήνας.
Οι διαπραγματεύσεις του Σεπτεμβρίου
Ο Σεπτέμβριος θα αποτελέσει κομβικό μήνα για τις εξελίξεις, καθώς είναι η περίοδος όπου γίνονται διαπραγματεύσεις για τα νέα συμβόλαια μεταξύ παραγωγών και γαλακτοβιομηχανίας, τα οποία συνήθως «κλειδώνουν» στα τέλη Οκτώβρη – αρχές Νοέμβρη, ωστόσο είθισται να δίνονται νωρίτερα κάποιες προκαταβολές στους παραγωγούς.
Εάν παραμείνει ωστόσο το καθεστώς αβεβαιότητας, τότε εύλογα θα υπάρξει αδυναμία στο κλείσιμο συμβολαίων, εξέλιξη που μεταφράζεται και σε άμεση απώλεια προκαταβολών στον κτηνοτροφικό κόσμο, πιέζοντας περαιτέρω την ήδη περιορισμένη ρευστότητα που διαθέτουν.
Ταυτόχρονα η έλλειψη ρευστότητας δημιουργεί «εύφορο έδαφος» ανάπτυξης μη εξυπηρετούμενων δανείων προς τα τραπεζικά ιδρύματα από έναν κλάδο που μέσα από επενδύσεις σε εκσυγχρονισμό των εκμεταλλεύσεων και των πρακτικών παραγωγής επιδιώκει τα τελευταία χρόνια να καταστεί, όχι μονάχα βιώσιμος, αλλά και ανταγωνιστικός.
Οι εγχώριοι παραγωγοί βρίσκονται τα τελευταία χρόνια σε μια συνθήκη αλλεπάλληλων stress tests και σε αυτό το πλαίσιο επισημαίνουν ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για «παρατεταμένο» lockdown, καθώς οι επιπτώσεις σε κατανάλωση, ρευστότητα, παραγωγή θα είναι ολέθριες.
Υπό το πρίσμα αυτό ο Σύνδεσμος Ελληνικής Κτηνοτροφίας απευθύνει κάλεσμα σε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς και οργανώσεις που εκπροσωπούν τη μεγάλη πλειοψηφία των κτηνοτρόφων, σφαγείων, κρεοπωλείων κ.λπ. για συνάντηση την ερχόμενη Παρασκευή στο Συνεδριακό Κέντρο Σίνδου «Κωνσταντίνος Θεοφάνης» στη Θεσσαλονίκη.
Επιδίωξη της συνάντησης είναι να προωθηθεί, μέσω διαβούλευσης, μια ενιαία γραμμή διεκδίκησης λύσεων στα ζητήματα που πλήττουν την ελληνική κτηνοτροφία και δη την αιγοπροβατοτροφία. Αξίζει να επισημανθεί ότι σύμφωνα με τα στοιχεία που καταγράφονται στο Στρατηγικό Σχέδιο για την ΚΑΠ δηλώθηκαν στο ΟΣΔΕ το 2022 16.064.663 αιγοπρόβατα.
Την ίδια ώρα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, στην Ελλάδα, το 2022 ο αριθμός των προβάτων ανήλθε σε 7.378.357 και ο αριθμός των αιγών ανήλθε σε 2.960.884 ζώα, γεγονός που δημιουργεί μεγάλη απόκλιση. Επίσης, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Κομισιόν, η εγχώρια παραγωγή σφάγιων αιγοπρόβειου κρέατος περιορίστηκε το 2023 σε 62 χιλ. τόνους, παρουσιάζοντας σημαντική μείωση ως προς το 2022 (-7,7%) και ακόμα μεγαλύτερη σε σύγκριση με τον μέσο όρο της προηγούμενης πενταετίας (-10%).
Η μείωση της εγχώριας παραγωγής συνέβαλε στη σημαντική άνοδο των εισαγωγών, ο όγκος των οποίων ανήλθε το 2023 σε 6.946 τόνους, παρουσιάζοντας έντονη αύξηση ως προς το 2022 (+30%), σε συνέχεια της προηγούμενης (+43%).
Πηγή: Ναυτεμπορική