Οι επικεφαλής του Facebook και του Twitter- Μαρκ Ζάκερμπεργκ και Τζακ Ντόρσεϊ- δέχτηκαν κριτική σχετκά με τους χειρισμούς τους κατά τις εκλογές των ΗΠΑ, στη νέα τους εμφάνιση ενώπιον της Γερουσίας.
Όπως αναφέρει το BBC, οι Δημοκρατικοί έθεταν το ερώτημα κατά πόσον οι ενέργειες που έγιναν για να υποδειχθούν οι ισχυρισμοί του Τραμπ ως αμφιλεγόμενοι/ αμφισβητούμενοι ήταν αρκετοί, ενώ οι Ρεπουμπλικανοί της Δικαστικής Επιτροπής ρωτούσαν κατά πόσον οι εταιρείες τεχνολογίας πρέπει να αναλαμβάνουν τέτοιου είδους δράση γενικότερα. Πρόκειται για τη δεύτερη φορά που οι διευθύνοντες σύμβουλοι εξετάζονται με αυτόν τον τρόπο μέσα σε τρεις βδομάδες: Τον προηγούμενο μήνα είχαν εμφανιστεί ενώπιον της Επιτροπής Εμπορίου.
Για άλλη μια φορά σημαντικό θέμα ήταν το Section 230, που προστατεύει τις εταιρείες από μηνύσεις σχετικά με υλικό που αναρτάται στις πλατφόρμες τους από τους χρήστες. Ο εκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, έχει πει ότι χρειάζεται αναθεώρηση, καθώς ενθαρρύνει την εξάπλωση ψεμάτων, και αρκετοί Δημοκρατικοί γερουσιαστές τον ακολούθησαν σε αυτή τη γραμμή. Οι Ρεπουμπλικανοί κατηγορούν τις εταιρείες κοινωνικής δικτύωσης για μεροληψία σε βάρος των συντηρητικών απόψεων και λένε ότι λαμβάνοουν αποφάσεις δημοσιογραφικού/ συντακτικού τύπου σχετικά με το τι κατεβαίνει, τι υποδεικνύεται και τι αφήνεται ανέγγιχτο. Αυτό, όπως λένε, τους καθιστά εκδότες και όχι απλά διανομής πληροφοριών, και ως εκ τούτου δεν θα έπρεπε να καλύπτονται από το Section 230, όπως έχει σήμερα.
«Ο ομοσπονδιακός νόμος σας έδωσε τη δυνατότητα να αναπτυχθείτε χωρίς να πλήττεστε από αγωγές…χρησιμοποιήσατε αυτή τη δύναμη για να γίνετε ανεξέλεγκτοι» είπε ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Μπλάκμπερν.
Ο πρόεδρος της επιτροπής, γερουσιαστής Λίντσεϊ Γκράχαμ, είπε πως «όταν έχεις εταιρείες που έχουν τη δύναμη των κυβερνήσεων, έχουν μεγαλύτερη δύναμη από παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης, κάτι πρέπει να γίνει».
Οι δύο διευθύνοντες σύμβουλοι υπεραμύνθηκαν των χειρισμών τους κατά τις εκλογές, αν και ο Ντόρσεϊ παραδέχτηκε ότι η απόφαση του Twitter να μπλοκάρει links σε μια αμφιλεγόμενη έρευνα της New York Post για τον γιο του Τζο Μπάιντεν, Χάιντερ, ήταν «λάθος» και ότι η αποτυχία να αποκατασταθούν τα tweets της εφημερίδας για το δημοσίευμα είχε απαιτήσει περαιτέρω αλλαγές κανόνων/ πολιτικής. «Ελπίζω πως αυτό,,,δείχνει τη δυνατότητά μας να λαμβάνουμε feedback, να παραδεχόμαστε λάθη και να κάνουμε όλες τις αλλαγές διαφανείς στο κοινό» είπε.
Ο Ζάκερμπεργκ απέφυγε να αναφερθεί στο ζήτημα ευθέως, μα αμφισβήτησε πρόσφατους ισχυρισμούς των Δημοκρατικών πως το Facebook αργεί να κατεβάζει αναρτήσεις που προτρέπουν σε εξεγέρσεις και βία. «Ενισχύσαμε την επιβολή μας ενάντια σε πολιτοφυλακές και δίκτυα συνωμοσιολογιών όπως το QΑnon για να εμποδίσουμε τη χρήση του δικτύου μας για τη διοργάνωση βίας ή αναταραχής» είπε.
Ένα ερώτημα που τέθηκε είναι γιατί το Facebook δεν απαγόρευσε τον πρώην σύμβουλο του Τραμπ, Στιβ Μπάνον, ο οποίος είχε ζητήσει «αποκεφαλισμό» του λοιμωξιολόγου Άντονι Φάουτσι και του διευθυντή του FBI, Κρίστοφερ Ρέι, σε βίντεο που ανέβασε σε Twitter και Facebook. Το Twitter τον έδιωξε από την υπηρεσία του, μα το Facebook απλά πάγωσε τη σελίδα του.
Ο Ζάκερμπεργκ είπε πως ο Μπάνον δεν είχε παραβιάσει τους κανόνες του, μα δεν είχε κάνει αρκετές παραβιάσεις για να αποκλειστεί μόνιμα. Όταν ο γερουσιαστής Μπλούμενταλ ζήτησε επανεξέταση, ο Ζάκερμπεργκ απάντησε πως «οι κανόνες μας δεν υποδεικνύουν να κάνουμε αυτό».
Ο Ζάκερμπεργκ επίσης αμφισβήτησε αναφορές πως το Facebook είχε συγχωρέσει παρασπονδίες από τους γιους του Τραμπ και την ιστοσελίδα Breitbart, μεταξύ άλλων, για να αποφευχθούν κατηγορίες ή προκαταλήψεις από συντηρητικούς.
Ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Τεντ Κρουζ ρώτησε γιατί το Twitter βάζει υποδείξεις «πρακτικά σε κάθε δήλωση περί νοθείας». Ο Ντόρσεϊ είπε πως είναι πεποίθησή του πως πρέπει να παρουσιάζεται το ευρύτερο πλαίσιο και να συνδέονται οι χρήστες στη «μεγαλύτερη συζήτηση», με τον Κρουζ να απαντά πως «ανεβάζετε μια σελίδα που λέει “η νοθεία κάθε είδους είναι εξαιρετικά σπάνια στις ΗΠΑ”. Αυτό δεν συνδέει σε μια ευρύτερη συζήτηση. Αυτό είναι αμφιλεγόμενη ανάληψη θέσης». Όπως πρόσθεσε, το Twitter είχε δίκιο να πάρει μια τέτοια θέση, αρκεί να αποδεχτεί πως είναι εκδότης και να αφήσει τους μηχανισμούς προστασίας του Section 230. Επίσης, προκάλεσε και τις δύο εταιρείες να αποκαλύψουν πόσες φορές μπλόκαραν Ρεπουμπλικανούς και πόσες Δημοκρατικούς υποψηφίους στις εκλογές του 2016, του 2018 και του 2020. Κανείς από τους δύο δεν δεσμεύτηκε ξεκάθαρα να κάνει κάτι τέτοιο.