Από τη δήλωση του Ζοσέπ Μπορέλ ότι το ζήτημα της Ουκρανίας θα κριθεί στο πεδίο των μαχών και την τοποθέτηση του Μπάιντεν ότι αυτό που γίνεται από τη Ρωσία είναι «γενοκτονία», μέχρι την εκτίμηση του Πούτιν ότι οι διαπραγματεύσεις με την Ουκρανία βρίσκονται σε αδιέξοδο, όλα δείχνουν πώς αυτή τη φάση τα ζητήματα που αφορούν την Ουκρανία θα κριθούν στο πεδίο των μαχών με την όποια πολιτική διαπραγμάτευση, εάν και εφόσον γίνενι, να μετατίθεται για μετά σε ένα τοπίο ριζικά διαφοροποιημένο.
Η ρωσική επικέντρωση στο Ντονμπάς
Υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση ως προς το ποια ήταν η αρχική στοχοθεσία της Ρωσίας. Μπορεί αρκετές πληροφορίες μας λείπουν, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι υπήρξε μια επένδυση στη δυνατότητα μιας σχετικά γρήγορης κατάρρευσης της ουκρανικής κυβέρνησης, ώστε πιο γρήγορα να υπάρξει μια διαπραγμάτευση που θα εξασφάλιζε την ουδετερότητα της Ουκρανίας, την αναγνώριση της ενσωμάτωσης της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία και την αναγνώριση της κυριαρχίας των «λαϊκών δημοκρατιών» στο Ντονμπάς, μαζί με τον περιορισμό των αμυντικών δυνατοτήτων της Ουκρανίας.
Αυτό θα προϋπέθετε αφενός μια τέτοια πολιτική επιλογή της ουκρανικής κυβέρνησης, αφετέρου, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τη συναίνεση των δυτικών κυβερνήσεων και πρώτα και κύρια των ΗΠΑ.
Όμως, οι δυτικές κυβερνήσεις επέλεξαν να ρίξουν το βάρος τους στις πολύ αυστηρές κυρώσεις, με σκοπό σοβαρά οικονομικά πλήγματα σε βάρος της Ρωσίας, αφετέρου στην ενίσχυση της ουκρανικής πλευράς με το είδος φορητού κυρίως εξοπλισμού που μπορεί να επιτρέψει μια αποτελεσματική άμυνα. Ουσιαστικά είναι μια πολιτική επένδυση αν όχι στην ήττα της Ρωσίας, τουλάχιστον στο να έχει πολύ μεγάλη φθορά και πολύ μεγάλο κόστος από την «ειδική στρατιωτική επιχείρηση».
Με το ενδεχόμενο μιας μείζονος πολιτικής και διπλωματικής πρωτοβουλίας για την κατάπαυση του πυρός το ενδιαφέρον μετατοπίζεται τις εξελίξεις στα πεδία των μαχών. Οι ρωσικές δυνάμεις αυτή τη στιγμή δείχνουν να επικεντρώνουν στο Ντονμπάς, δηλαδή σε μια μεγάλη επιχείρηση, να μπορέσουν αφενός να καταλάβουν το δυνατό μεγαλύτερο μέρος αυτής της έκτασης αλλά και να διαλύσουν τη δυνατότητα των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων να προβάλουν αντίσταση ή να δοκιμάσουν στο μέλλον να αμφισβητήσουν την όποια νέα χάραξη των συνόρων εντός του ουκρανικού εδάφους. Άλλωστε, ήδη διαφαίνεται η προοπτική της πλήρους κατάληψης της Μαριούπολης.
Αυτό θα σήμαινε ότι η Ρωσία θα μπορούσε να ορίσει ως «νικηφόρα» για τη μεριά της ολοκλήρωση των επιχειρήσεων την κατάληψη του μεγαλύτερου μέρους του Ντονμπάς σε συνεργασία με τις τοπικές δυνάμεις και τη διάλυση των πιο αξιόμαχων δυνάμεων της Ουκρανίας, σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη συστηματική καταστροφή αμυντικών υποδομών σε όλο το ουκρανικό έδαφος.
Αυτό προφανώς θα απαιτήσει μεγαλύτερη συγκέντρωση δυνάμεων από τη Ρωσία και ταυτόχρονα μια μάχη που θα είναι αρκετά παρατεταμένη παρά τον διαφορετικό σχηματισμό δύναμης. Με μόνη σίγουρη έκβαση πολύ περισσότερα θύματα ανάμεσα στον άμαχο πληθυσμό.
Η δύσκολη επόμενη μέρα
Όλα αυτά δεν σημαίνουν μια εύκολη επόμενη μέρα. Ακόμη και εάν υποθέσουμε ότι έρχεται μια στιγμή που οι ρωσικές δυνάμεις και οι τοπικές δυνάμεις των «λαϊκών δημοκρατιών» θεωρήσουν ότι πέτυχαν το σκοπό τους ως προς τις εκτάσεις που ελέγχουν και αυτό οδηγήσει σε μια εκ των πραγμάτων κατάπαυση του πυρός θα απέχουμε μια ειρήνευση.
Ούτε η Ουκρανία ούτε η Δύση δείχνουν αυτή τη στιγμή διατεθειμένες να αναγνωρίσουν μια τέτοια έκβαση. Άρα θα την αντιμετωπίζουν ως μια εκδοχή «παράνομης κατοχής», θα επιμείνουν σε ένα φάσμα τιμωρητικών κυρώσεων, σε μια προσπάθεια να παραταθεί η τωρινή συνθήκη αποκοπής της Ρωσίας από σημαντικές συναλλαγές αλλά και από τη λειτουργία ουσιαστικά διεθνών οργανισμών. Σε αυτό θα συμβάλουν και οι αναμενόμενες έρευνες και παραπομπές στο Διεθνής Ποινικό Δικαστήριο για εγκλήματα πολέμου.
Παράλληλα, εκ των πραγμάτων η φόρτιση και η ένταση εκεί όπου οι χώρες της ΕΕ (από ό,τι φαίνεται σχετικά σύντομα όλες μέλη του ΝΑΤΟ) θα συναντούν τη Ρωσία, με διάφορες μορφές. Αλλά πιθανότητα και η νέα «γραμμή επαφής» στην Ουκρανία, όπως και η προηγούμενη που είχε διαμορφωθεί το 2014, θα έχει συχνές αψιμαχίες, συνοριακά επεισόδια, εντάσεις, ενώ θα είναι στρατιωτικοποιημένη με έντονο και βαρύ τρόπο.
Αυτό θα διαμορφώνει όρους για επανάληψη σκηνικών έντασης, αλλά και για μια Ευρώπη περισσότερο παρά ποτέ διαιρεμένη. Η μεταφορά ακόμη περισσότερων νατοϊκών δυνάμεων και εξοπλισμού στη νέα διαχωριστική γραμμή Δύσης και Ανατολής θα προσφέρει μια αίσθηση ασφάλειας, όμως την ίδια στιγμή θα σημαίνει ότι η Ευρώπη θα παραμείνει το βασικό θέατρο επιχειρήσεων μας εξελισσόμενης παγκόσμιας αναμέτρησης.
Την ίδια στιγμή η αναμενόμενη συνέχεια των κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας θα μεταφράζεται τουλάχιστον για την Ευρώπη αναμέτρηση με το σημαντικό κόστος τους για τις ευρωπαϊκές χώρες, τη νέα συνθήκη ενεργειακής εξάρτησης από τις ΗΠΑ, τις υφεσιακές δυναμικές και τη σημαντική αύξηση του κόστους ζωής ειδικά για τα λαϊκά και εργατικά στρώματα.
Και βέβαια η συνέχεια ενός ιδιότυπου πολεμικού κλίματος θα επιφέρει ανάλογες «φορτίσεις» και στη δημόσια σφαίρα, την ώρα που θα έχει επίδραση και στο πώς θα αντιμετωπίζονται και διαφορετικές απόψεις.
Προφανώς και η μορφή που θα πάρουν τα πράγματα θα εξαρτηθεί από διάφορους παράγοντες και ούτως ή άλλως μιλάμε για ένα αχαρτογράφητο τοπίο. Όμως, το σίγουρο είναι θα έχουμε μπει σε μια νέα εποχή μεγαλύτερης έντασης και κινδύνων ανάφλεξης.
Ποιο το μέλλον για τη Ρωσία
Στις περισσότερες αναλύσεις αναφέρεται ότι στον ορίζοντα υπάρχει και μια βαθιά οικονομική και τελικά πολιτική κρίση και για τη Ρωσία. Και αυτό γιατί οι κυρώσεις έχουν ένα οικονομικό κόστος συνολικά για τη ρωσική οικονομία, ιδίως για τις πιο διεθνοποιημένες μερίδες της. Βεβαίως την ίδια στιγμή, η Ρωσία εξακολουθεί να έχει πόρους από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο και έχει καταφέρει να σταθεροποιήσει το νόμισμά της, παρότι υπάρχει το πρόβλημα σε σχέση με την αποπληρωμή του χρέους εξαιτίας των κυρώσεων σε βάρος των συναλλαγματικών τα διαθεσίμων στο εξωτερικό. Ούτως ή άλλως, θα προσανατολιστεί περισσότερο προς συναλλαγές με τις χώρες που θα επιβάλουν κυρώσεις.
Ως προς το πολιτικό κλίμα, προς το παρόν δεν φαίνεται μια μεγάλη κρίση νομιμοποίησης του Πούτιν, την ώρα που ένα σημαντικό μέρος της αντιπολίτευσης στηρίζει την πολιτική. Υπάρχουν, όμως, σημάδια δυσαρέσκεια στη νεολαία και σε όλο εκείνο το αντιφατικό φάσμα κοινωνικών και πολιτικών ρευμάτων που και πριν αντιδρούσαν στη ρωσική κυβέρνηση. Σίγουρα, όμως, η συνθήκη που διαμορφώνεται αρκετά πιο αυταρχική, όπως φάνηκε και από τον τρόπο που αντιμετωπίστηκαν οι εν πολλοίς συμβολικές κινητοποιήσεις που έγιναν κατά του πολέμου, ενώ επιστρέφει ένας πολύ πιο έντονος εθνικισμός. Ούτως ή άλλως, ο ίδιος ο Πούτιν είχε κάνει σαφές ότι στην πραγματικότητα το δικό του όραμα είναι αυτό ενός νέου συντηρητισμού (κάτι που εξηγεί και τις πάντα αρνητικές αναφορές του στην Οκτωβριανή Επανάσταση).
Και ο υπόλοιπος κόσμος;
Την ίδια στιγμή μένει δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ένα σημαντικό μέρος του πλανήτη δεν έχει θελήσει να πάρει σαφή θέση υπέρ της μίας της άλλης πλευράς. Είναι προφανές ότι οι ΗΠΑ ιδίως θα πιέσουν ένα σύνολο χωρών να τοποθετηθούν – ενδεικτικός ο τρόπος που θέτουν σήμερα ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ινδία, παρότι όλο το προηγούμενο διάστημα, που η κυβέρνηση Μόντι ήταν εξίσου αυταρχική και αντιδημοκρατική αλλά οι ΗΠΑ ήθελαν να εντάξουν την Ινδία στη δική τους αρχιτεκτονική ασφαλείας στον Ινδοειρηνικό, το θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν ετίθετο. Η πίεση αυτή θα μπορούσε να γίνει, όπως έχουμε δει και στην περίπτωση του Ιράν, κυρίως μέσα από κυρώσεις που θα αφορούν και όσους συναλλάσσονται με τη Ρωσία ή τη βοηθούν να υφίσταται το κόστος των κυρώσεων.
Όμως, είναι πιθανό αρκετές χώρες, που θα θέλουν να έχουν πρόσβαση ιδίως στους ενεργειακούς πόρους της Ρωσίας αλλά και προϊόντα που παράγει, μάλλον δεν θα ακολουθήσουν ένα δρόμο αυστηρών κυρώσεων, κάτι που τελικά θα κατατείνει περισσότερο προς έναν περισσότερο διαιρεμένο κόσμο, με παράλληλα δίκτυα όχι μόνο πολιτικών συστρατεύσεων αλλά και οικονομικών συναλλαγών.