Με μια φωτογραφία στην οποία «αιχμαλώτισε» μαζί με φίλους του που κρατούσαν φλασιέρες, μια φωτεινή στιγμή από ένα σημείο του κατασκότεινου σπηλαίου Αγγίτη (Μααρά), διδάκτορας γεωλογίας του ΑΠΘ απέσπασε την πρώτη θέση στις προτιμήσεις του κοινού, σε διεθνή διαγωνισμό σπηλαιοφωτογραφίας.
«Δεν είμαι φωτογράφος, είμαι γεωλόγος», δήλωσε ο Χρήστος Πέννος, ο οποίος εργάζεται ως επισκέπτης Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μπέργκεν, στη Νορβηγία. Μάλιστα, από το 2014 οπότε και μετακόμισε στη Νορβηγία, ξεκίνησε την έρευνά του για το σπήλαιο του πηγών Αγγίτη καθώς και την έρευνα σε σπήλαια του Αρκτικού κύκλου, με στόχο τις αλλαγές του γήινου ανάγλυφου και τις παλαιοκλιματικές μεταβολές.
«Έχω διαπιστώσει στις μελέτες μου, δραματική μείωση των παγοαποθέσεων σε σπήλαια, λόγω της κλιματικής αλλαγής που επιφέρει αύξηση των βροχοπτώσεων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να χάνουμε σημαντικά αρχεία που αφορούν παλαιοκλιματικές πληροφορίες», αναφέρει. Η φωτογραφία του, που βραβεύτηκε ανάμεσα σε περίπου 350 συμμετοχές, υποβλήθηκε στο διεθνή διαγωνισμό σπηλαιοφωτογραφίας, με διοργανωτές το Slovak Museum of Nature Protection and Speleology, το Slovak Speleological Society, το Slovak Caves Administration και τον δήμο Liptovský Mikuláš της Σλοβακίας.
«Η λήψη έγινε το καλοκαίρι του 2020 κατά την επίσκεψή μου στο σπήλαιο μαζί με τους σπηλαιοεξερευνητές Γιώργο Σωτηριάδη, Σταύρο Ζαχαριάδη και Αργύρη Μανώλα. Η δουλειά ήταν ομαδική αφού το σπήλαιο δεν έχει καθόλου φως και χρειάστηκε η συνεργασία όλων μας για να βγάλουμε τις φωτογραφίες. Τοποθετηθήκαμε δηλαδή σε συγκεκριμένες θέσεις με φλασιέρες, υπολογίζοντας τις σκιές και το φως και βγάλαμε τη φωτογραφία με τη φιγούρα του Γιώργου Σωτηριάδη μέσα στο σπήλαιο προκειμένου να πετύχουμε την καλύτερη κατανόηση του μεγέθους του σπηλαίου», εξήγησε ο κ. Πέννος, προσθέτοντας ότι όλοι τους είναι και μέλη του σπηλαιολογικού συλλόγου Πρωτέας Θεσσαλονίκης.
Η επίσκεψη, το καλοκαίρι, στο σπήλαιο των πηγών Αγγίτη που είναι το μεγαλύτερο σε μήκος σπήλαιο στην Ελλάδα (περίπου 10 χιλιόμετρα), έγινε προκειμένου ο κ. Πέννος να καταγράψει τις ενδείξεις από αισθητήρες που έχει τοποθετήσει στον χώρο για να συλλέγει διάφορα στοιχεία στο πλαίσιο της έρευνάς του.
Το σπήλαιο πηγών Αγγίτη (Μααράς) τοποθετείται βόρεια της υδρολογικής λεκάνης Δράμας, που περιβάλλεται από τα όρη Φαλακρό, Μενοίκιο, Παγγαίο και Σύμβολο. Βρίσκεται 25 χλμ. βορειοδυτικά της Δράμας και 500μ. από τον οικισμό Αγγίτης του Δήμου Προσοτσάνης. Θεωρείται μέχρι στιγμής το μεγαλύτερο ποτάμιο σπήλαιο στην Ελλάδα, με μήκος περί τα 15 χιλιόμετρα, εκ των οποίων τα 12,5 περίπου έχουν χαρτογραφηθεί.
Η ιδιαιτερότητα του έγκειται στο γεγονός ότι στο δάπεδό του κυλάει ο ποταμός Αγγίτης. Ο πλούσιος διάκοσμός του περιλαμβάνει τεράστιους σταλακτίτες. Το σπήλαιο είναι επισκέψιμο σε μήκος 500 μέτρων ενώ συνολικά εκτείνεται σε μήκος άνω των 12 χιλιομέτρων. Εντυπωσιακή είναι η έξοδος του ποταμού μέσα από το βουνό. Στον υπόγειο ποταμό του σπηλαίου καταλήγουν μεταξύ άλλων, τα νερά του λεκανοπεδίου του Κάτω Νευροκοπίου.
Το τμήμα του σπηλαίου που έχει εξερευνηθεί φθάνει τα 7.800 μ. ενώ περιλαμβάνει συνολικά 10.200 μ. στοών. Έτσι, αποτελεί το μεγαλύτερο σπήλαιο στην Ελλάδα καθώς το γνωστό μέχρι σήμερα τμήμα είναι 5.278 μ. σε ευθεία. Επίσης, είναι το δεύτερο μεγαλύτερο σε μήκος διαδρομών σπήλαιο στην Ελλάδα (πρώτο το Σπήλαιο Δυρού με 12.000 μ.).
Είναι γνωστό και με το όνομα σπήλαιο Μααρά, η ετυμολογία του οποίου είναι είτε από τα αραβικά και σημαίνει μικρό σπήλαιο είτε από τα εβραϊκά που σημαίνει νερό από το βουνό.
Ένα πολύ μικρό τμήμα του σπηλαίου στην έξοδο του ποταμού ήταν γνωστό από την αρχαιότητα. Στην περιοχή έχουν βρεθεί πολλά αρχαιολογικά ευρήματα καθώς και ένας χαυλιόδοντας από μαμούθ, που φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Δράμας.
Στο σπήλαιο έχουν βρεθεί επίσης μοναδικά είδη ψαριών, όπως η μπριάνα και το τυλινάρι σε βάθη 6.500 μέτρων, καθώς και ένα μοναδικό είδος ημιδιάφανης πετροκαραβίδας Austropotamobius torrentium σε βάθος 7.100 μέτρων. Στο σπήλαιο έχει αναφερθεί η ύπαρξη διάφανων ψαριών.
Το σπήλαιο βρίσκεται στο Δήμο Προσοτσάνης Δράμας και είναι προσβάσιμο από τη Δράμα, την Καβάλα και τη Θεσσαλονίκη. Έχει αξιοποιηθεί και είναι επισκέψιμο από το 2001.
Πηγή: naftemporiki.gr