Το πρωί της 15ης Ιουλίου 1974, καθώς οι πραξικοπηματίες της Χούντας των Αθηνών και της ΕΟΚΑ Β’ λαμβάνουν το σύνθημα «Αλέξανδρος εισήλθε εις νοσοκομείο» και εκτελούν την εντολή ανατροπής του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’, η Λεμεσός ακόμη δεν γνώριζε πως θα ζούσε μια από τις πιο αιματηρές μέρες της σύγχρονης ιστορίας της.
Στη Λεμεσό δρούσε το πιο σκληροπυρηνικό κομμάτι της ΕΟΚΑ Β’ και τα μέλη της «είχαν δύναμη, ήταν αιμοσταγείς και φανατικοί», δηλώνει στο ΚΥΠΕ ο Πρόεδρος του Παγκύπριου Συνδέσμου Δημοκρατικών Αντιστασιακών, Τάσος Σάββα, ο οποίος υπό τη διοίκηση του Επίτιμου Προέδρου του Συνδέσμου και τότε υπεύθυνου του ΟΠΕ Λεμεσού, Ηλία Κυριακίδη, πολέμησε κατά των πραξικοπηματιών από το κτίριο του Κεντρικού Αστυνομικού Σταθμού της πόλης.
Μάχες αντίστασης δόθηκαν και στους άλλους δυο Αστυνομικούς Σταθμούς, στον Άγιο Νικόλαο και στον Άγιο Ιωάννη, αλλά και σε χώρους που έμειναν γραμμένοι στα δεφτέρια της Λεμεσιανής ιστορίας, όπως η πολυκατοικία «Εφτάπατο», αλλά και ο Δημόσιος Κήπος και το Κολόσσι, όπου οι εκ Πάφου ορμώμενοι αντιστασιακοί έπεσαν σε ενέδρες.
Ως έφεδρος αξιωματικός και εκτελώντας χρέη ειδικού αστυνομικού, ο 29χρονος τότε Τάσος Σάββα μεταβαίνει λίγο πριν τις 9:00 στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό, όπου ήδη βρισκόταν σε εξέλιξη η ανταλλαγή πυρών με την γειτονική 4ην Ανωτέρα Στρατιωτική Διοίκηση Λεμεσού.
Μια ώρα αργότερα, προσθέτει, η «Ανωτέρα» είχε καταληφθεί από τους αντιστασιακούς, ενώ κατά τη σύλληψη των στρατιωτικών ένα όπλο εκπυρσοκροτεί και τραυματίζει θανάσιμα τον Έλληνα ταγματάρχη πεζικού Κωνσταντίνο Ζερβό. Μεταφέρεται με αυτοκίνητο, στο γειτονικό νοσοκομείο Λεμεσού (σήμερα παλιό νοσοκομείο), από τον λοχία της Αστυνομίας, Χριστόδουλο Συμεωνίδη, ο οποίος θα πέσει και ο ίδιος νεκρός, 24 ώρες αργότερα, από τις σφαίρες μελών της ΕΟΚΑ Β’, στην περιοχή του αστυνομικού σταθμού Αγίου Ιωάννη.
Εν τω μεταξύ η Κεντρική Αστυνομία βάλλεται από τα δυτικά, με τους υπερασπιστές της, όπως μας αναφέρει ο Τάσος Σάββα, να τους καθηλώνουν με ριπές πολυβόλου. «Κάποιοι μπήκαν σε ένα σπίτι και μας έβαλλαν από ένα παράθυρο. Άλλοι μας έβαλλαν από το μακαρονοποιείο», συνεχίζει και προσθέτει «είπαμε με τον Ηλία Κυριακίδη να στείλουμε τον Τάκη Μαλακτό, τον τερματοφύλακα της ΑΕΛ, σε μια πολυκατοικία στην οδό Ειρήνης. Κατάφερε να φτάσει, ν’ ανέβει πάνω και να τους καθηλώσει».
Τρία στρατιωτικά φορτηγά με Υποψήφιους Έφεδρους Αξιωματικούς έκαναν αργότερα την εμφάνιση τους, από την περιοχή της «Ανωτέρας», ενδεχομένως χωρίς να γνωρίζουν ότι την είχαμε καταλάβει, σημειώνει. « Έφταναν έχοντας μεγάφωνα που έπαιζαν τον Εθνικό Ύμνο και με Ελληνικές Σημαίες. Έγινε μάχη, είδα 4-5 στρατιώτες να πέφτουν νεκροί από τα πυρά μας και οι υπόλοιποι παραδόθηκαν», συμπληρώνει.
Καθώς η αντίσταση στον Κεντρικό Αστυνομικό σταθμό συνεχίζεται, ένα απρόσμενο γεγονός δίνει ελπίδα και αναπτερώνει το ηθικό των ανδρών, λέει ο Τάσος Σάββα, καθώς ο Πρόεδρος Μακάριος επικοινωνεί, μέσω ασυρμάτου, πριν ακόμη η υπόλοιπη Κύπρος γνωρίζει πως είναι ζωντανός. Ζητά από τον Ηλία Κυριακίδη να συνεχιστεί η αντίσταση και να ενημερωθεί ο εκπρόσωπος της Κύπρου στα Ηνωμένα Έθνη, ώστε να συγκληθεί σύσκεψη του Συμβουλίου Ασφαλείας για την κατάσταση στο νησί.
Τα όσα έζησαν εκείνη τη μαύρη μέρα στη Λεμεσό, περιέγραψαν στο ΚΥΠΕ και ο πρώην Δήμαρχος, Αντρέας Χρίστου, ο τότε ειδικός αστυνομικός και αργότερα ένας εκ των στενότερων συνεργατών του Βάσου Λυσσαρίδη, Λεωνίδας Παναγιώτου, καθώς και ο συνταξιούχος λοχίας της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, Νίκος Γεωργίου, ο οποίος επέβαινε στο «λεωφορείο της Αντίστασης», στο Κολόσσι.
Ο 26χρονος τότε Αντρέας Χρίστου, όπως μας αναφέρει, μόλις γίνεται γνωστό το πραξικόπημα μεταβαίνει στην ΠΕΟ, «όπου είχε συγκεντρωθεί ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων, οι οποίοι ανέμεναν κάποιες οδηγίες από το κόμμα και τη συντεχνία για το τι να κάνουν και όλοι ζητούσαν να επικοινωνήσουν με την Αστυνομία, αν υπήρχε διαθέσιμος οπλισμός».
Γύρω στις 10:00, συνεχίζει, καταφθάνει μια μικρή ομάδα αντιστασιακών με επικεφαλής τον Ευτύχιο Παναγιώτου (μετέπειτα οδηγός των Δημάρχων Κοντίδη και Χρίστου), για να κατευθυνθεί προς τον αστυνομικό σταθμό Αγίου Νικολάου. Ωστόσο, γίνεται αντιληπτό ότι προς την ΠΕΟ πλησιάζουν στρατιώτες και τότε «ο Ευτύχιος έδωσε εντολές να βγούμε στην ταράτσα».
«Είπα στον Ευτύχιο ότι ήθελα κι εγώ να πάω μαζί τους αλλά δεν είχα όπλο και τότε έβγαλε το προσωπικό του πιστόλι και μου το έδωσε, ενώ ακολούθως ανέβηκα μαζί τους στην ταράτσα του κτιρίου», αναφέρει ο Αντρέας Χρίστου.
Όταν Έλληνας αξιωματικός στέλνει προειδοποιητικό μήνυμα πως το κτίριο της ΠΕΟ θα δεχθεί πλήγμα αν ευσταθούν πληροφορίες για ένοπλες ομάδες, η μικρή ομάδα των αντιστασιακών αποχωρεί και κατευθύνεται προς τον αστυνομικό σταθμό Αγίου Ιωάννη, όπου ακολούθησε ολονύχτια μάχη.
Ο Αντρέας Χρίστου παραμένει στην ΠΕΟ, έχοντας παραδώσει πίσω το όπλο, ενώ ακολούθως λαμβάνει εντολή να μεταβεί στο γειτονικό κτίριο του ΑΚΕΛ, με ένα άλλο μέλος του κόμματος, όπου για μια ώρα καίνε έγγραφα σε ένα βαρέλι.
Γύρω στο μεσημέρι φτάνουν στην ΠΕΟ στρατιώτες και μέλη της ΕΟΚΑ Β’ που, σύμφωνα με τον κ.Χρίστου, «ασχημονούσαν, ύβριζαν, ζήτησαν να μπουν στα γραφεία αλλά δεν έκαναν μεγάλες ζημιές».
Την ίδια ώρα, πολίτες βρίσκονται συγκεντρωμένοι έξω από την Μητρόπολη Λεμεσού, όπου αποφασίζεται η πραγματοποίηση διαδήλωσης, με το πλήθος να φέρει σημαίες και δυο μεγάλες φωτογραφίες του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’, φωνάζοντας συνθήματα ενάντια στο φασισμό και τη χούντα.
Ο κ.Χρίστου μας παραπέμπει στη μαρτυρία του αδελφού του, Αρτέμιου Χρίστου, όπως καταγράφεται στο «Χρονικό της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας» (έκδοση Κ.Ε. ΑΚΕΛ, 1975). Όπως αναφέρει, η διαδήλωση ενισχύεται στην πορεία της, καθώς διέρχεται τον κεντρικό αστυνομικό σταθμό και ακολουθεί βορειοανατολική πορεία, μέχρι την οδό Θεσσαλονίκης. Εκεί, στρατιώτες πυροβολούν στον αέρα προς εκφοβισμό, ενώ ακολούθως μέλη της ΕΟΚΑ Β’ αρχίζουν να πυροβολούν απευθείας το πλήθος, τραυματίζοντας κάποιους και έτσι η διαδήλωση διαλύεται.
Κατά το μεσημέρι ξεκινά και η επίθεση των πραξικοπηματιών στον αστυνομικό σταθμό Αγίου Νικολάου, όπου είχε μεταβεί ο ειδικός αστυνομικός και μέλος της Προεδρικής Φρουράς, Λεωνίδας Παναγιώτου, ο οποίος βρισκόταν εκτός υπηρεσίας.
«Ήμασταν πέντε αστυνομικοί και επτά πολίτες, που έφεραν όπλα» είπε και πρόσθεσε «το βράδυ ο στρατός είχε φέρει πολυβόλα, τα οποία τοποθετήθηκαν στο ‘Εφτάπατον’, που είχε ήδη καταληφθεί από τους πραξικοπηματίες μετά από μάχη και ο σταθμός δέχθηκε πυρά από τη μια άκρη στην άλλη, ενώ εμείς βρισκόμασταν κρυμμένοι περιμετρικά του».
Το βράδυ της 15ης Ιουλίου 1974 καταφθάνει στη Λεμεσό η αυτοκινητοπομπή περίπου χιλίων αντιστασιακών από την Πάφο, οι οποίοι κατάφεραν, υπό την οργάνωση της Ένωσης Αγωνιστών Πάφου, να επικρατήσουν στην πόλη τους, καταλαμβάνοντας έγκαιρα τα στρατόπεδα της Εθνικής Φρουράς. Το πρώτο όμως λεωφορείο, γνωστό ως «λεωφορείο της αντίστασης» πέφτει σε ενέδρα στο Κολόσσι.
Συγκλονιστική η μαρτυρία του 17χρονου τότε Νίκου Γεωργίου, από την Έμπα, ο οποίος επέβαινε στο λεωφορείο με άλλους 25 συναγωνιστές του. Δυο εξ αυτών, ο 37χρονος Δημήτρης Ζηνιέρης, από τη Χλώρακα και ο 17χρονος συμμαθητής του, Αντρέας Μακαρίου, από την Έμπα, πέφτουν νεκροί από τα πυρά των πραξικοπηματιών.
Όπως αναφέρει στο ΚΥΠΕ ο κ.Γεωργίου, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της αυτοκινητοπομπής ενημερώθηκε για τον κίνδυνο και άλλαξε πορεία, «εμείς είχαμε ήδη προχωρήσει προς το Κολόσσι, όπου δεχθήκαμε καταιγιστικά πυρά».
«Έπεσα κάτω στον διάδρομο του λεωφορείου, έπινα το αίμα που κυλούσε από τους συναγωνιστές μου που τραυματίστηκαν. Έσκισα τη φανέλα μου σε δέκα κομμάτια για να δέσουμε τις πληγές τους, το τύπου καμπάνα τζιν που φορούσα είχε γίνει ασήκωτο από το αίμα που εμποτίστηκε. Ήμασταν σαν αρνιά στη σφαγή», περιγράφει.
Σε κάποια στιγμή, συνεχίζει, ακούστηκε πως θα τους έριχναν χειροβομβίδα και ο ίδιος επιχείρησε να βγει από την πίσω πόρτα του λεωφορείου, όταν διαπίστωσε ότι σφαίρες πέρασαν μπροστά από το κορμί του. «Είχα Άγιο. Έπεσα ξανά μέσα στο λεωφορείο. Ο συμμαθητής μου, ο Αντρέας Μακαρίου, φώναξε πως θα βγει έξω και του είπα να μην το κάνει γιατί θα δεχόταν πυρά, αλλά πετάχτηκε έξω και άκουσα ένα αχ», συμπληρώνει.
Όσοι δεν κατάφεραν να διαφύγουν εκμεταλλευόμενοι το σκοτάδι, συλλαμβάνονται και ρίχνονται «σαν σακιά, ζωντανοί και νεκροί», σε στρατιωτικό φορτηγό για να μεταφερθούν στο στρατόπεδο Πολεμιδιών.
Σύμφωνα με τον κ.Γεωργίου, «παρακαλούσαμε τους κληρωτούς στρατιώτες να μας αφήσουν ελεύθερους και να μην μας εκτελέσουν και εν τέλει μας άφησαν στην αυλή μιας εκκλησίας, που αργότερα έμαθα πως ήταν η εκκλησία της Αγίας Φύλας».
«Κατά καλή μας τύχη περνούσαν δύο ασθενοφόρα και μας μετέφεραν όλους στο παλιό νοσοκομείο Λεμεσού, όπου είδα ένα χάος, νεκρούς και τραυματίες μέσα σε διαδρόμους, ενώ γύρω στις 4 τα ξημερώματα της Τρίτης έφτασαν μέλη της ΕΟΚΑ Β’ και συνέλαβαν εκείνους που θεωρούσαν αντιστασιακούς, μεταξύ αυτών και εγώ».
Την ώρα της μάχης στο Κολόσσι, η υπόλοιπη αυτοκινητοπομπή από την Πάφο, που σκόπευε να κατευθυνθεί προς τη Λευκωσία, καθηλώνεται μπροστά από το δημόσιο κήπο της Λεμεσού, όπου δέχεται επίθεση από πραξικοπηματίες και ακολουθεί ανταλλαγή πυροβολισμών.
Σε συνεργασία με τους αντιστασιακούς της Λεμεσού, κάποιοι Παφίτες μεταβαίνουν προς ενίσχυση των αστυνομικών σταθμών αλλά και αλλού, όμως οι δυνάμεις των πραξικοπηματιών υπερτερούσαν και έτσι, τις πρωινές ώρες της 16ης Ιουλίου, οι μαχητές της αντίστασης καλούνται να εγκαταλείψουν τους αστυνομικούς σταθμούς της πόλης.
Νεκροί από τις μάχες καταλήγουν σε ομαδικούς τάφους στο κοιμητήριο Αγίου Νικολάου, ενώ οι φήμες για ταφή ακόμη και τραυματιών ενισχύονται μέσα από την εξ ακοής μαρτυρία που έλαβε, από τον νεκροθάφτη παππού του, ο τέως Επαρχιακός Γραμματέας της ΠΕΟ, Δημήτρης Χριστοδούλου.
Όπως ανέφερε στο ΚΥΠΕ ο κ.Χριστοδούλου, «ως 17χρονος μαθητής τότε, αυτό που θυμάμαι χαρακτηριστικά από τα λεγόμενα του παππού μου, του Χριστόδουλου Τήλλυρου, ήταν πως τον πήραν νύχτα να ανοίξει λάκκους στο κοιμητήριο και όπως έριχναν μέσα τους νεκρούς, είδε ένα χέρι να κινείται».
Η επικράτηση του πραξικοπήματος βρίσκει τους υπερασπιστές της Δημοκρατίας στο στόχαστρο της ΕΟΚΑ Β’, μέλη της οποίας προχωρούν σε συλλήψεις, ανακρίσεις , ξυλοδαρμούς, αλλά και δολοφονίες αντιστασιακών, όπως αυτές που καταγράφονται, σε Ακρωτήρι, Άγιο Τύχωνα και Ζακάκι.
Στις 16 Ιουλίου συλλαμβάνονται στο Ακρωτήρι ο εθνοφρουρός Φίλιππος Κρητιώτης, από το Στατό και οι αστυνομικοί του εφεδρικού σώματος, Χαράλαμπος Κυρίλλου, από τη Χλώρακα, Νίκος Σολωμού , από τον Παχύαμμο και Αντρέας Κέστας, από τη Λεμεσό, ενώ επιχειρούσαν να συνεχίσουν τον αγώνα στην Πάφο. Τα άψυχα σώματα τους εντοπίστηκαν παραμορφωμένα και κακοποιημένα στο δάσος Πολεμιδιών.
Την ίδια μέρα συλλαμβάνονται στην περιοχή Παρεκκλησιάς και δολοφονούνται, στον Άγιο Τύχωνα, τα αδέλφια Χαράλαμπος και Αναστάσης Χριστοφή, από το Φικάρδου, ο φίλος τους Παντελάκης Χαραλάμπους από τη Λαζανιά και το μέλος του εφεδρικού Χριστάκης Κόμπος από τη Λεμεσό.
Νεκρός από ενέδρα στο Ζακάκι πέφτει, επίσης στις 16 Ιουλίου, ο αστυνομικός Ανδρέας Παπαδόπουλος, ο οποίος, μαζί με άλλους αντιστασιακούς, προσπαθούσε να επιστρέψει στην Πάφο.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία από την ιστοσελίδα του Γραφείου Επιτρόπου Προεδρίας, συνολικά 18 άτομα συγκαταλέγονται στον κατάλογο πεσόντων αντιστασιακών κατά τις μέρες του πραξικοπήματος στην πόλη και Επαρχία Λεμεσού ενώ τρεις πολίτες περιλαμβάνονται στον κατάλογο των θυμάτων, μεταξύ αυτών και ένα 8χρονο αγοράκι. Στη Λεμεσό καταγράφονται, εξάλλου, ως πεσόντες κατά το πραξικόπημα, επτά στρατιώτες και ένας πολίτης, καθώς και ο Ελλαδίτης ταγματάρχης που τραυματίστηκε θανάσιμα στην 4η Ανωτέρα Στρατιωτική Διοίκηση.
Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος, στις 15 Ιουλίου, ο Παγκύπριος Σύνδεσμος Δημοκρατικών Αντιστασιακών τιμά την μνήμη αυτών που αντιστάθηκαν και θυσιάστηκαν τις μέρες εκείνες, σε εκδήλωση μπροστά από το Μνημείο Πεσόντων Αντιστασιακών της Λεμεσού, που βρίσκεται απέναντι από την εκκλησία Αγίου Νικολάου.
Τα ονόματα όλων των νεκρών αντιστασιακών της Κύπρου, που αναγράφονται στο μνημείο, συνοδεύει η επιγραφή «Για την πατρίδα στην πρώτη γραμμή πολεμώντας να πέσει κανείς (σαν παλληκάρι) είναι μεγάλη τιμή», του ελεγειακού ποιητή Τυρταίου.
Πηγή: ΚΥΠΕ