Η νόσος Αλτσχάιμερ είναι η πιο κοινή αιτία άνοιας, επηρεάζοντας περισσότερους από 55 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως. Επί του παρόντος, οι δύο κύριες προσεγγίσεις για θεραπείες για την καθυστέρηση ή την επιβράδυνση της εξέλιξης της νόσου στοχεύουν στη συσσώρευση των αμυλοειδών βήτα πεπτιδίων και της πρωτεΐνης ταυ. Ωστόσο, αυτές οι στρατηγικές εξετάζουν μόνο ένα μικρό σύνολο βιολογικών δεικτών και μηχανισμών που σχετίζονται με τη νόσο Αλτσχάιμερ.
Τώρα, μια επιστημονική ομάδα με επικεφαλής ερευνητές από τα Πανεπιστήμια Western, Στάνφορντ και Καλιφόρνιας (UCSF), δοκίμασε ένα πειραματικό φάρμακο που έχει σχεδιαστεί για να ενισχύει την ανθεκτικότητα του εγκεφάλου στις αλλαγές που προκαλούνται από τη νόσο του Αλτσχάιμερ. Το φάρμακο έδειξε πολλά υποσχόμενα αποτελέσματα στην πρώτη κλινική δοκιμή σε ανθρώπους.
Το φάρμακο, με την προσωρινή ονομασία LM11A-31, στοχεύει τον υποδοχέα νευροτροφίνης P75 (P75NTR) ο οποίος βρίσκεται σε κύτταρα στον εγκέφαλο. Ο υποδοχέας αυτός βοηθά στη ρύθμιση διαφόρων διαδικασιών όπως η επιβίωση, η ανάπτυξη και ο θάνατος των κυττάρων. Το φάρμακο ενισχύει τη διέλευση σημάτων που προάγουν την επιβίωση και την ανάπτυξη των κυττάρων.
Αν και ο πρωταρχικός σκοπός της κλινικής δοκιμής ήταν να αξιολογήσει την ασφάλεια και την ανεκτικότητα του φαρμάκου σε ασθενείς με ήπια έως μέτρια νόσο Αλτσχάιμερ, οι ερευνητές συνέλεξαν επίσης πολλαπλούς δείκτες παθολογίας του εγκεφάλου για να αξιολογήσουν εάν επηρέασε την εξέλιξη της νόσου σε σχέση με ένα εικονικό φάρμακο.
Παρά τη σχετικά σύντομη διάρκεια της κλινικής δοκιμής (26 εβδομάδες), διαπιστώθηκε ότι το φάρμακο επιβράδυνε την εξέλιξη της νόσου. Η κλινική δοκιμή έδειξε επίσης ότι είναι ασφαλές και καλά ανεκτό.
«Σε μια κλινική δοκιμή φάσης 2Α, ο στόχος είναι να αποδειχθεί ότι το φάρμακο δεν προκαλεί ανεπιθύμητες ενέργειες που να είναι τοξικές», εξήγησε ο Τέιλορ Σμιτς, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης.
Οι ερευνητές ελπίζουν ότι το φάρμακο θα ωφελήσει τους ασθενείς ακόμη και αν χορηγηθεί σε μεταγενέστερα στάδια της νόσου. Οι τρέχουσες θεραπείες, όπως τα μονοκλωνικά αντισώματα, που προσπαθούν να καθαρίσουν το αμυλοειδές από τον εγκέφαλο, δεν είναι τόσο αποτελεσματικές για τους ασθενείς που βρίσκονται στα τελευταία στάδια της νόσου, επειδή έχει ήδη προκληθεί σημαντική βλάβη στους νευρώνες.
«Αυτό το φάρμακο είναι συναρπαστικό επειδή επηρεάζει άμεσα την ικανότητα επιβίωσης των νευρώνων. Προάγει τη συνολική ακεραιότητά τους, τη διακλάδωσή τους και τις συνάψεις τους όπου συνδέονται και επικοινωνούν μεταξύ τους», δήλωσε η Χέιλι Σανκς, νευροεπιστήμονας και συν-συγγραφέας της μελέτης.
«Σε μοντέλα ζώων, αποδείχθηκε ότι το φάρμακο συντηρούσε αυτούς τους νευρώνες ή ανέτρεπε τη βλάβη τους, επαναφέροντάς τους σε υγιή κατάσταση» πρόσθεσε.
Στην κλινική δοκιμή, που διεξήχθη σε πέντε ευρωπαϊκές χώρες, συμμετείχαν 242 άτομα με ήπια έως μέτρια νόσο Αλτσχάιμερ.
«Παρατηρήσαμε επίσης αλλαγές σε έναν βιοδείκτη φλεγμονής. Το φάρμακο επιβράδυνε την αύξηση αυτού του δείκτη στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό». Αυτό είναι σημαντικό γιατί τα τελευταία πέντε χρόνια, η φλεγμονή έχει γίνει βασικός παράγοντας για την κατανόηση της νόσου του Αλτσχάιμερ» πρόσθεσε ο Σμιτς.
«Ένα σημαντικό μέρος της μελέτης ήταν η συνεργασία πολλών ανεξάρτητων ειδικών στους τομείς της απεικόνισης του εγκεφάλου και των βιοδεικτών. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι αυτή η θεραπευτική προσέγγιση φαίνεται να εμπλέκει βασικούς μηχανισμούς ανθεκτικότητας και ακεραιότητας των συναπτικών συνδέσεων μεταξύ των εγκεφαλικών κυττάρων» είπε ο Λόνγκο.
Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύθηκαν στο «Nature Medicine».