Τα τελευταία χρόνια, όμως, έχουμε μία εν πολλοίς αναμενόμενη επιβράδυνση, αλλά και μία οξεία κρίση ακινήτων. Η κινεζική ηγεσία θέλει να αλλάξει το παραγωγικό/αναπτυξιακό μοντέλο, περιορίζοντας την εξάρτηση από κλάδους εντάσεως πρώτων υλών. Υπό τις συνθήκες αυτές θα έπρεπε η ζήτηση της χώρας για εμπορεύματα να βαίνει συρρικνούμενη.
Στην πραγματικότητα, το αντίθετο συμβαίνει, όπως επισημαίνει ο Economist και προσπαθεί να εξηγήσει το γιατί. Ας δούμε λοιπόν τα δεδομένα:
Πέρυσι οι εισαγωγές όλων των ειδών των εμπορευμάτων (ενεργειακών και μη) αυξήθηκαν κατά 16% σε όγκο. Εξακολουθούν να αυξάνονται με ρυθμό 6% τους πρώτους 5 μήνες του 2024. «Μα είναι δυνατόν εν μέσω οικονομικής επιβράδυνσης οι Κινέζοι να καταναλώνουν περισσότερο;», θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς.
Η απάντηση είναι πως δεν έχουμε αύξηση της κατανάλωσης. Η Κίνα αγοράζει και γεμίζει τις αποθήκες της – και μάλιστα με ταχύτατους ρυθμούς και σε μία εποχή που οι πρώτες ύλες είναι ακριβές. Τι είναι αυτό που ανησυχεί το Πεκίνο και το οδηγεί σε αυτή την τακτική; Οι γεωπολιτικές εντάσεις και απειλές και κυρίως η προοπτική ενός επιθετικού προέδρου στις ΗΠΑ, ο οποίος θα θελήσει να μπλοκάρει κύριες οδούς τροφοδοσίας της.
Μεγάλη εξάρτηση από τις εισαγωγές
Ο φόβος είναι δικαιολογημένος, γιατί η Κίνα εξαρτάται από ξένους πόρους. Αν και η χώρα είναι το παγκόσμιο κέντρο επεξεργασίας πολλών μετάλλων, εισάγει μεγάλο μέρος της απαιτούμενης πρώτης ύλης, που κυμαίνεται από 70% στον βωξίτη έως 97% στο κοβάλτιο. Η Κίνα κρατά τα φώτα αναμμένα χάρη στην εισαγόμενη ενέργεια. Έχει πολύ άνθρακα, αλλά τα κοιτάσματα άλλων καυσίμων δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες της, αναγκάζοντάς την να εισάγει το 40% του φυσικού αερίου και το 70% του αργού πετρελαίου της.
Η εξάρτηση της Κίνας είναι πιο έντονη στα τρόφιμα. Το 2000 σχεδόν ό,τι έτρωγαν οι πολίτες παράγονταν εγχώρια. Σήμερα είναι λιγότερο από τα δύο τρίτα. Η χώρα εισάγει το 85% των 125 εκατομμυρίων τόνων σόγιας ετησίως που χρησιμοποιεί για να ταΐσει τους 400 εκατομμύρια χοίρους της. Η εξάρτησή της από το εξωτερικό είναι σχεδόν ολοκληρωτική για καφέ, φοινικέλαιο και ορισμένα γαλακτοκομικά προϊόντα.
Έπαθε και έμαθε
Έχοντας επίγνωση αυτού, η Κίνα άρχισε να δημιουργεί «στρατηγικά» αποθέματα σιτηρών και ορυκτών. Τρία γεγονότα του πρόσφατου παρελθόντος την οδήγησαν σε αυτή την τακτική. προκάλεσαν περισσότερα αποθέματα. Το 2018 ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ επέβαλε δασμούς σε κινεζικές εξαγωγές προς την Αμερική αξίας 60 δισεκατομμυρίων δολαρίων, αναγκάζοντας την Κίνα να ανταποδώσει επιβάλλοντας δασμούς στην αμερικανική σόγια.
Ακολούθησε ο Covid-19, ο οποίος διέκοψε τις αλυσίδες εφοδιασμού και αύξησε το κόστος των υλικών το 2020 και το 2021. Ο πόλεμος στην Ουκρανία το 2022 φούντωσε τις τιμές και έδειξε τη βούληση της Αμερικής να χρησιμοποιήσει εμπάργκο ακόμη και εναντίον μεγάλων αντιπάλων.
Τώρα ο Τραμπ απειλεί με νέους δασμούς, αν επιστρέψει στην εξουσία. Η Αμερική θα μπορούσε να ξεκινήσει περιορίζοντας τις δικές της εξαγωγές τροφίμων στην Κίνα, οι οποίες ανέκαμψαν μετά την αποχώρηση του Τραμπ από τον Λευκό Οίκο, και να πιέσει και άλλους μεγάλους προμηθευτές όπως η Αργεντινή και η Βραζιλία να κάνουν το ίδιο.
Θα μπορούσε να προσπαθήσει να επηρεάσει χώρες που πωλούν μέταλλα στην Κίνα, συμπεριλαμβανομένης της Αυστραλίας και της Χιλής. Και οι περισσότερες από τις εισαγωγές εμπορευμάτων της Κίνας αποστέλλονται μέσω λίγων στενών και καναλιών που η Αμερική θα μπορούσε να επιδιώξει να μπλοκάρει.
Προετοιμασία για ένα εχθρικό περιβάλλον
Η Κίνα φαίνεται να προετοιμάζεται για ένα πιο εχθρικό περιβάλλον. Οι προετοιμασίες της ξεκινούν με την ανάπτυξη των υποδομών, που απαιτούνται για την αποθήκευση των προμηθειών.
Από το 2020, η χωρητικότητα αποθήκευσης αργού πετρελαίου της Κίνας έχει αυξηθεί από 1,7 δισεκατομμύρια σε 2 δισεκατομμύρια βαρέλια. Η Κίνα κατασκευάζει επίσης μια ντουζίνα δεξαμενές για να συγκρατεί υγροποιημένο αέριο κατά μήκος της ακτής της. Η JPMorgan Chase, προβλέπει ότι η συνολική χωρητικότητα αποθήκευσης αερίου θα φτάσει τα 85 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα έως το 2030.
Τα αποθέματα σόγιας, η μεγαλύτερη γεωργική εισαγωγή της Κίνας, έχουν διπλασιαστεί από το 2018, σε 39 εκατομμύρια τόνους και προβλέπεται να φτάσουν τους 42 εκατομμύρια τόνους μέχρι το τέλος της σεζόν.
Πηγή: naftemporiki.gr, Νατάσα Στασινού • [email protected]