Η παραχώρηση των γενικών αυξήσεων λαμβάνει υπόψη την πορεία της κυπριακής οικονομίας και το γεγονός ότι υπήρξε γρήγορη ανάκαμψη από την πανδημία του κορονοϊού ενώ παραμένει ανθεκτική στις οικονομικές επιπτώσεις από τον Ρώσο-Ουκρανικό πόλεμο και τον πόλεμο μεταξύ Ισραήλ – Χαμάς, αναφέρει το Υπουργείο Οικονομικών, σημειώνοντας ότι Η συμφωνία δεν δύναται να συνδεθεί με τη μελέτη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για εκσυγχρονισμό του κρατικού μισθολογίου, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη.
«Η ανάπτυξη είναι από τις υψηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ο πληθωρισμός πλησιάζει τον στόχο του 2%. Οι δημοσιονομικές επιδόσεις συνεχίζουν να είναι ισχυρές, με το δημόσιο χρέος να παρουσιάζει συνεχή πτωτική βάση», αναφέρει σε ανακοίνωση το ΥΠΟΙΚ, το οποίο σημειώνει το υπολογισθέν επιπρόσθετο καθαρό κόστος ανέρχεται περίπου στα €11 εκατομμύρια για το έτος 2024 και περίπου στα €38 εκατομμύρια για το έτος 2025..
Το ΥΠΟΙΚ διαβεβαιώνει ότι, οι δημοσιονομικοί στόχοι (δημοσιονομικό ισοζύγιο και δημόσιο χρέος) όπως έχουν περιληφθεί στο Πρόγραμμα Σταθερότητας του 2024 δεν διαφοροποιούνται και ούτε επηρεάζονται από την υλοποίηση της πιο πάνω συμφωνίας.
«Κρίνεται σκόπιμο να διευκρινιστεί ότι, η υπό αναφορά συμφωνία δεν δύναται να συνδεθεί με τη μελέτη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για εκσυγχρονισμό του κρατικού μισθολογίου, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη, καθότι οι όροι εντολής της εν λόγω μελέτης αφορούν στην αξιολόγηση και αναδιάρθρωση του κρατικού μισθολογίου, δηλαδή της αρχιτεκτονικής των κλιμάκων μισθοδοσίας, με σκοπό τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του κρατικού μισθολογίου μακροπρόθεσμα», υπογραμμίζει.
Απώτερος σκοπός, σύμφωνα με το ΥΠΟΙΚ, είναι η συγκράτηση του μεσοπρόθεσμου ρυθμού αύξησης του κρατικού μισθολογίου σε επίπεδα που δεν υπερβαίνουν τον ρυθμό ανάπτυξης της κυπριακής οικονομίας, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η βιωσιμότητα του.
Το Υπουργείο Οικονομικών αναφέρει ότι ακολουθεί μια ανθρωποκεντρική και ταυτόχρονα συνετή οικονομική πολιτική η οποία μεταξύ άλλων στοχεύει τόσο στην ενθάρρυνση και την παροχή κινήτρων στις επιχειρήσεις, όσο και στη βελτίωση των όρων απασχόλησης των εργαζομένων, οι οποίοι είναι και ο βασικός συντελεστής της ανάπτυξης.
Αναφορικά με τη συμφωνία που επιτεύχθηκε για παραχώρηση γενικών αυξήσεων στους δημοσίους υπαλλήλους από την 1.10.2024, το Υπουργείο Οικονομικών, σημειώνει ότι, η συμφωνία προνοεί την παραχώρηση γενικής αύξησης 1.5% επί των βασικών μισθών, όπως αυτοί διαμορφώθηκαν την 1.1.2024, με ελάχιστο ποσό αύξησης €331.28 το χρόνο / €27.61 το μήνα για τους χαμηλά αμειβόμενους, ενώ δεν προνοεί για την παραχώρηση αυξήσεων για τα έτη 2022 και 2023.
Προσθέτει ότι η συμφωνία καλύπτει τόσο τους μόνιμους και συνταξιούχους υπαλλήλους, όπως προβλέπεται από το σχετικό Νόμο του 1997, όσο και τους εργοδοτούμενους αορίστου και ορισμένου χρόνου.
Περαιτέρω, αναφέρει ότι αντίστοιχη συμφωνία επιτεύχθηκε στο πλαίσιο ανανέωσης των συλλογικών συμβάσεων στους ημικρατικούς οργανισμούς και στις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης, για την περίοδο από 1.1.2022 μέχρι 31.12.2024, η οποία καλύπτει μόνιμους και συνταξιούχους υπαλλήλους, εργοδοτούμενους ορισμένου και αορίστου χρόνου, καθώς και ωρομίσθιο εργατοτεχνικό προσωπικό.
Τέλος, το ΥΠΟΙΚ υπενθυμίζει ότι, η τελευταία παραχώρηση γενικών αυξήσεων στον βασικό μισθό των κρατικών υπαλλήλων έγινε την 1.1.2009.
«Έκτοτε, λόγω της παγκόσμιας και εγχώριας οικονομικής κρίσης οι γενικές αυξήσεις ήταν μηδενικές, πέραν των αποκοπών και της παγοποίησης της παραχώρησης ετήσιων προσαυξήσεων και ΑΤΑ», καταλήγει.